Στην είσοδο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς στέκεται με επισημότητα αλλά και προσήνεια ένας διαφορετικός θυρωρός. Εποπτεύει νυχθημερόν τους πολυπληθείς επισκέπτες. Είναι τόσο μεγάλη η αφοσίωσή του στο υψηλό του έργο που κοιμάται επιτόπου, σε μια κιτρινωπή κουβέρτα. Τρέφεται με τα λίγα φρίσκις που του αφήνουν διάφορα μέλη της ανθρώπινης φυλής. Τα δέχεται με αξιοπρέπεια.
Αν και βρίσκει σκανδαλώδες το γεγονός ότι αρκετοί σκύλοι διασχίζουν αγέρωχοι το κατώφλι του, τους χαιρετάει κι αυτούς με ένα νεύμα στυγνής συγκατάβασης. Δεν κάνει διακρίσεις. Η Τέχνη είναι για όλους.
Όταν έχει λιακάδα, όπως σήμερα, γλύφεται μακάριος και λιάζεται. Όταν βρέχει, τον προστατεύει η εσοχή του προνοητικού αρχιτεκτονήματος της Μαρίας Κοκκίνου και του Ανδρέα Κούρκουλα.
Είναι ολιγαρκής και ευχαριστημένος. Όχι, δεν είναι φιλότεχνος -σπανίως βλέπει τις εκθέσεις. Δουλειά του είναι να βλέπει ποιός μπαίνει και ποιος βγαίνει. Αν κάποιος τού επιδαψιλεύσει κάποιο χάδι, είναι σα να του χάρισαν όλους τους Ρέμπραντ του κόσμου. ―Σ. Τσ.
σχόλια