Μια επιχειρηματίας, μετρημένη κι επιτυχημένη, μια μέρα μου είπε το μυστικό της: «Μόλις πετύχαμε με τον άντρα μου, πέσανε να μας φάνε. Αλλά δεν είχα καιρό για χάσιμο, να απαντάω, να εκδικούμαι κ.λπ. Το κεφάλι κάτω και δουλειά. Κοίταζα μόνο τη δουλειά μου. Ήξερα ότι η πορεία μου δεν εξαρτάται από τις κατσίκες του γείτονα, ούτε πρόκειται να πάθω κάτι από τα κακά λόγια. Χωριό είμαστε –όλοι ξέρουν– κι όσοι δεν ξέρουν, νιώθουν».
Ωραίος άνθρωπος, τολμηρός. Άνοιξε μαγαζιά εντελώς διαφορετικής αντίληψης, που πέτυχαν επειδή εξέφρασαν τη γοητευτική και αμίμητη ιδιοσυγκρασία της. Έκανε τον χαρακτήρα της μπράντα. Και δούλεψε σαν σκυλί, σβήνοντας τα όρια μεταξύ ζωής και δημιουργίας. Δεν αντέγραψε, δεν έκλεψε ιδέες, δεν φθόνησε. Έκανε το δικό της. Και πέτυχε. Έγινε γνωστή πέρα από την Ελλάδα. Δεκαετίες τώρα. Και πάντα με το κεφάλι κάτω. Κοιτάζοντας τη δουλειά της.
Αυτή η μύχια, αυθόρμητη κλίση της την προστάτευσε από τη φθορά και της εξασφάλισε αυτό που μόνο οι ιδιοφυείς κατακτούν: Διάρκεια! Όσο αυτή τελειοποιούσε και έχτιζε καθ' ύψος τη μία και μοναδική ιδέα της, δεκάδες οπορτουνιστές ανεβοκατέβαιναν γύρω της με θρασείες κραυγές, μεγάλα λόγια που τα έπαιρνε το κύμα, λεονταρισμούς που έσβηναν με έναν στεναγμό, βαρυσήμαντες ανακοινώσεις που έληγαν με ένα κοσμικό ρέψιμο, γιγάντιες κατασκευές που τελικά τις κατοικούσε ένα ποντικάκι. Κι αυτή, σκυφτή, κοιτούσε τη δουλειά της. Ούτε χαιρόταν, ούτε λυπόταν για το φαιδρό σφαγείο που την πλαισίωνε και συχνά την έπιανε στο στόμα του. Ήξερε ότι δεν ζούμε στην Ιδανική Πολιτεία. Ήξερε, ακόμα περισσότερο, ότι ζούμε στην Ελλάδα.
Όταν τη ρώτησα γιατί κατά τη γνώμη της απέτυχαν όσοι πήγαν να τη διαλύσουν, μού απάντησε: «Γιατί δεν κοίταζαν τη δουλειά τους. Και δεν την κοίταζαν, επειδή ΔΕΝ είχαν δουλειά».
Γιατί τα λέω αυτά; Επειδή στα χρόνια της Κρίσης, αν κοιτάζαμε όλοι τη δουλειά μας, ίσως παύαμε να αυτοτραυματιζόμαστε ασκόπως. Δεν έχουμε πολύ αίμα για ξόδεμα, κι ούτε τα ψηλά βουνά τα ανεβαίνεις σαν σαλιγκάρι.
σχόλια