Λίγο πριν από το χάραμα της Κυριακής, περνώντας από έναν άθλιο τοίχο του Μεταξουργείου, έβγαλα αυτήν τη φωτογραφία. Δεν δείχνει και το ευπρεπέστερο των πραγμάτων. Ένα κτίριο μισοδιαλυμένο, με γκράφιτι και πινακίδες, η σκάλα υπηρεσίας, τα σύρματα του τρόλεϊ, κάτω λίγδα - όπως σχεδόν σε όλο το κέντρο της Αθήνας (λίγδα πολλή!). Παραδίπλα βουλκανιζατέρ, πορνεία, η πλατεία Καραϊσκάκη με τα ΚΤΕΛ των Αλβανών, η Τροχαία που σταματάει μηχανάκια επειδή δεν φοράνε κράνος, κλειστά μπαράκια με κονσομασιόν κι εξωτικά ονόματα, το σφραγισμένο Ιμπέριαλ με φώτα ασφαλείας, κι εκεί που αρχίζει η ανηφόρα, προς τη Ζήνωνος, τα ερείπια της νύχτας. Κοιμούνται κατάχαμα, τρυπιούνται σε εισόδους ή κάτω από τις ψευτοκαρυδιές, βαδίζουν σαν ζόμπι, ζητάνε ένα ευρώ.
Δεν θέλει πολλή φιλοσοφία, η πόλη έχει γονατίσει. Όχι μόνο εδώ, που πάντα ήταν το λούμπεν κομμάτι της, αλλά και στις μεσαίες συνοικίες - ακόμα και στο Κολωνάκι. Η Πατριάρχου Ιωακείμ είναι η μισή σαν αγγελτήριο θανάτου. Κλειστόν, ενοικιάζεται, πωλείται.
Κι όμως, ανεβάζοντας τη φωτογραφία στο instagram, ένιωσα μεγάλη τρυφερότητα γι’ αυτές τις συνοικίες. Ό,τι κι αν έγινε, αυτή είναι η πόλη μου. Αυτή είναι η ζωή μου. Δεν μου αρέσει ούτε η βρόμα, ούτε η φτώχια, ούτε τα ενοικιάζεται, ούτε οι λυπημένοι άνθρωποι. Και δεν επηρεάζομαι (όπως όταν ήμασταν νεότεροι) από τις μυθολογίες της παρακμής.
Αλλά όσο οι τηλεοράσεις μιλάνε για ναυάγια, δράματα, χρεοκοπίες, εγώ κι εσείς περνάμε τη ζωή μας σε αυτούς τους δρόμους. Βρίσκοντας, στο κάτω-κάτω της γραφής, μια νέα συνεννόηση.
Τη νύχτα για την οποία μιλάμε, σε ένα μπαρ λαϊκό, έζησα μια κατάσταση που είναι το πιο κοντινό που ξέρω στην τελευταία σκηνή του Shortbus. Δεν υπήρχε τύπος Έλληνα που να μην εκπροσωπείται σε αυτή την κιβωτό του Νώε: ζευγάρια στρέιτ και γκέι, νέοι, γέροι, λαϊκές ξανθές με τατουάζ αετών ως τα λαγόνια που χόρευαν ζεϊμπέκικο, διανοούμενοι με τα πουκάμισα έξω, ένα ζευγάρι γέρων που έμοιαζαν να ήρθαν από τη λειτουργία της Κυριακής, δυο δισέγγονα του Μπρους Λα Μπρους, ωραιοπαθή τεκνά που απ’ το λιώμα ξαναγίναν όμορφα, γυναίκες μόνες με βουρκωμένα μάτια. Τραγουδάγανε όλοι - όλοι ένα. Πάω χρόνια στα μπαρ, αλλά η θερμότητα αυτής της νύχτας ήταν καινούργια αίσθηση: η κρίση μας φέρνει πιο κοντά, γιατί μας υπενθυμίζει ότι όταν φεύγουν όλα, μένουνε τα βασικά: η αγάπη, το τραγούδι, οι φίλοι και το σεξ.
Οι αρχαίοι Έλληνες, που όλα τα έχουν δει και πει, το ήξεραν κι αυτό:
Ας λουστούμε Προδίκη και στεφάνια ας βάλουμε στο κεφάλι,
και τ’ ανέρωτο ας πιούμε κρασί με κύπελλα πιο μεγάλα.
Ο καιρός της χαράς είναι λίγος· ύστερα τα γεράματα
μπαίνουν εμπόδιο, και τέλος ο θάνατος.
Τι τα θες! Δεν υπάρχει σεξουαλική ζωή στον Άδη. Ούτε πόλεις, ούτε μπαρ, ούτε ώμοι για να γείρεις το κεφάλι. Δεύτερη Αθήνα δεν θα ζήσουμε - κόλαση και παράδεισος, εδώ!
Αθήνα, σε αγαπάμε.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 19.9.2012