Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 μ.Χ, η αυτοκρατορία του διασπάστηκε σε τρία μικρότερα βασίλεια, το βασίλειο της Αιγύπτου ή των Πτολεμαίων, της Μακεδονίας και των Σελευκιδών. Στο βορειοανατολικό άκρο του βασιλείου των Σελευκιδών βρισκόταν η επαρχία της Βακτριανής. Μπορούμε να αντιστοιχήσουμε τη γεωγραφική επικράτεια της Βακτριανής με τα εδάφη του σημερινού βορείου Αφγανιστάν, του νοτίου Ουζμπεκιστάν και του Τατζικιστάν.
Το 250 π.Χ, ο διοικητής της Βακτριανής Διόδοτος αποσχίστηκε από το βασίλειο των Σελευκιδών, ανεξαρτητοποιώντας τη Βακτριανή. Τον διαδέχθηκε ο Ευθύδημος, κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του οποίου η Βακτριανή παρουσίασε σημαντική ακμή. Ωστόσο, ο ηγεμόνας των Σελευκιδών Αντίοχος Γ' εκστράτευσε κατά της Βακτριανής για να την επανεντάξει στο βασίλειό του. Οι εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών στρατιών συνεχίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι που ο Ευθύδημος έπεισε τον Αντίοχο να προβούν σε εκεχειρία, θίγοντας τους κινδύνους των νομαδικών επιδρομών, καθώς οι νομάδες, εκμεταλλευόμενοι την αστάθεια, εισβάλλουν στη Βακτριανή λεηλατώντας και καταστρέφοντας ό,τι βρουν στο διάβα τους. Ο Αντίοχος επέστρεψε στη Μεσοποταμία με τα στρατεύματά του, ενώ ο Ευθύδημος ανέλαβε να επαναφέρει την τάξη στη Βακτριανή.
Η γυναίκα του τον έδιωξε από το σπίτι φωνάζοντάς του υποτιμητικά τι σόι άντρας ήταν αυτός που πέρασαν όλη τους τη ζωή στη φτώχεια, όταν υπήρχαν τόσα χρυσά κάτω από τα χωράφια του.
Όταν οι πολεμιστές του Μεγάλου Αλεξάνδρου έφτασαν μέχρι το μακρινό Αφγανιστάν, κουρασμένοι από τις συνεχείς εκστρατείες, αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στην τότε Βακτριανή. Κατασκεύασαν πόλεις των οποίων η πολεοδομία και η ρυμοτομία μαρτυρά την έντονη επιρροή των πόλεων-κρατών της μητροπολιτικής Ελλάδας.
Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ότι οι πόλεις αυτές διέθεταν αγορές, γυμναστήρια, ανάκτορα, θέατρα, σιντριβάνια και νεκροπόλεις, δηλαδή αρχιτεκτονικά έργα που χαρακτήριζαν τις αρχαιοελληνικές πόλεις. Συγχρόνως, τα ευρήματα δηλώνουν τη διάδοση και τον αντίκτυπο της αρχαιοελληνικής αισθητικής στη γλυπτική, τη χρυσοχοΐα και τη μεταλλοτεχνία. Χαρακτηριστικά, οι μελετητές τονίζουν την υπεροχή της χαρακτικής τέχνης των ελληνοβακτριανών νομισμάτων έναντι των αμιγώς ελληνικών, καθώς, όσο γερνούσε ο ηγεμόνας της Βακτριανής, «γερνούσε» και η απεικόνισή του στα νομίσματα που κυκλοφορούσαν στο βασίλειο.
Μια από τις ελληνιστικές πόλεις της Βακτριανής ήταν η Αϊ Χανούμ (φεγγαρόμορφη γυναίκα) που πιθανόν να αντιστοιχεί στην «Αλεξάνδρεια του Ώξου».[1] Τα πανίσχυρα τείχη της πόλης δεν στάθηκαν ικανά για να την προστατεύσουν από τις νομαδικές επιδρομές των τουρανικών φυλών. Η τύχη των περισσοτέρων αστικών κέντρων παραδόθηκε στο έλεος των νομάδων πολεμιστών που έτρεψαν σε φυγή τους ελληνικούς πληθυσμούς και επιβλήθηκαν στην περιοχή.
Αξιοσημείωτη εξέλιξη αποτελεί η υιοθέτηση του ελληνιστικού πολιτισμού της Βακτριανής από τους νομάδες που την κατέλαβαν. Με την πάροδο του χρόνου αφομοίωσαν τον πολιτισμό που αντίκρισαν, και οι νομάδες της τρίτης και τέταρτης γενιάς έγιναν φιλέλληνες.
Τον Νοέμβριο του 1978 μια αποστολή Σοβιετικών αρχαιολόγων καταφτάνει στο βόρειο Αφγανιστάν, στα εδάφη της άλλοτε Βακτριανής. Επικεφαλής των αρχαιολογικών εργασιών ορίζεται ο ομογενής Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης. Οι ανασκαφές λαμβάνουν χώρα σε έναν λόφο, τον Τιλιά Τεπέ (Χρυσός Λόφος), όπου εντοπίζεται μια νεκρόπολη με 20.000 χρυσά κτερίσματα.
Τα χρυσά και ασημένια νομίσματα προσδιορίζουν με ακρίβεια ότι στη νεκρόπολη του Τιλιά Τεπέ είχαν θαφτεί βασιλικοί απόγονοι που έζησαν μεταξύ του 1ου αι. π.Χ και του 1ου αι. μ.Χ, οι πρόγονοι των οποίων ήταν οι νομάδες που επιτέθηκαν στη Βακτριανή και την κατέλαβαν. Σε έναν τάφο βρέθηκε μια βασίλισσα με χρυσό στέμμα στο κεφάλι, ξαπλωμένη στο μνήμα με βασιλική μεγαλοπρέπεια, κρατώντας ένα χρυσό σκήπτρο.
Όπως είναι γνωστό, οι Έλληνες βασιλείς δεν φορούσαν στέμμα, οπότε η μορφή της νεκρής βασίλισσας παραπέμπει σε σκυθικές παραδόσεις, υποδεικνύοντας τη μακρινή προέλευση των νεκρών του Τιλιά Τεπέ από τα σκυθικά, νομαδικά φύλα. Επίσης, σύμφωνα με το αρχαιοελληνικό τελετουργικό ενταφιασμού, ένα πάρθιο χρυσό νόμισμα βρέθηκε στο στόμα της νεκρής βασίλισσας για να πληρωθεί στον Χάροντα το αντίτιμο της διέλευσης της Στυγός.
Στα χρυσά ευρήματα, η αρχαιοελληνική αισθητική επιρροή συνυπάρχει με εκείνη της Ινδίας, της Κίνας, της Ρώμης, της Περσίας και των φυλών του Αλτάι. Κοσμήματα όπως σκουλαρίκια με τη μορφή φτερωτών Ερώτων με μογγολοειδή χαρακτηριστικά, μια φτερωτή Αφροδίτη σαν της Μήλου με τη χαρακτηριστική ινδική βούλα στο μέτωπο, χρυσά περιδέραια με τη μορφή ενός βασιλέα ο οποίος παλεύει με δύο φανταστικά τέρατα που του επιτίθενται εξ αριστερών και εκ δεξιών και δύο πόρπες με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου μαρτυρούν τον συγχρωτισμό[2] που επικρατούσε στην περιοχή.
Οι ανασκαφές προκάλεσαν το έντονο ενδιαφέρον των Αφγανών χωρικών της περιοχής που συνέρρεαν τακτικά στον αρχαιολογικό χώρο για να παρακολουθήσουν την εξέλιξη των εργασιών. Κάποια στιγμή ένας ηλικιωμένος άντρας πλησίασε τον Βίκτωρα Σαρηγιαννίδη και του εξιστόρησε το προσωπικό του δράμα.
Ο ίδιος είχε εκτάσεις και καλλιεργούσε βαμβάκι πάνω στον λόφο του Τιλιά Τεπέ. Η γυναίκα του τον έδιωξε από το σπίτι, φωνάζοντάς του υποτιμητικά τι σόι άντρας ήταν αυτός που πέρασαν όλη τους τη ζωή στη φτώχεια, όταν υπήρχαν τόσα χρυσά κάτω από τα χωράφια του. Οι εργασίες στον αρχαιολογικό χώρο συνεχίστηκαν μέχρι τον Φεβρουάριο του 1979, όταν ένα πρωινό οι μουτζαχεντίν ιππείς εισέβαλαν στον χώρο των ανασκαφών και τον πάτησαν με τα άλογά τους.
Η συλλογή Βίκτωρ Σαρηγιαννίδη με τα ευρήματα του Τιλιά Τεπέ εκτέθηκε το 2011 στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
Διαβάστε εδώ περισσότερα για τη ζωή και το έργο του σπουδαίου αρχαιολόγου.
Οι λεζάντες των φωτογραφιών αντλήθηκαν από το βιβλίο «Necropolis of Gonur» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καπόν.
σχόλια