Είναι ένας από τους σπουδαιότερους και πιο αναγνωρισμένους σύγχρονους κινηματογραφιστές. Ο Αλεξάντερ Πέιν, ή και Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, υπερήφανος Έλληνας πολίτης, σκηνοθέτης και σεναριογράφος αριστουργημάτων όπως το «Election» και το «Νεμπράσκα», βραβευμένος με δύο Όσκαρ σεναρίου για το «Πλαγίως» και τους «Απογόνους», δημιουργός που εξυφαίνει πολύπλοκα πορτρέτα και αφηγείται φιλικές και οικογενειακές δυναμικές με το ταλέντο μαέστρου του κλασικού Χόλιγουντ και την ευαισθησία αναγεννησιακού ανθρώπου.
Είχαμε να τον δούμε και προσωπικά να τον συναντήσω από τον «Μικρόκοσμο» και φέτος τα είπαμε θερμά και εκτεταμένα στη Θεσσαλονίκη, στην πρεμιέρα της υπέροχης νέας του δραματικής κομεντί με τίτλο «Τα παιδιά του χειμώνα». Μιλήσαμε για την καλλιτεχνική παρακαταθήκη. Τη συμπτωματική ελληνικότητα στο έργο του. Το casting και το timing. Τους χαρακτήρες της ταινίας και τον δεσμό ανάμεσα στον καθηγητή και τον φοιτητή που ξεμένουν χριστουγεννιάτικα σε ένα κολέγιο τον χειμώνα του 1970. Για το γιατί είναι τόσο απίστευτος ηθοποιός ο Πολ Τζιαμάτι και τι ποιότητα οφείλει να διαθέτει ένας χαρισματικός πρωταγωνιστής – ας θυμηθούμε, Ματ Ντέιμον, Τζορτζ Κλούνι και ο Τζακ Νίκολσον στο «Σχετικά με τον Σμιντ», άλλο αριστούργημα!
Υποψήφιος ήδη στην πεντάδα της Αμερικανικής Ένωσης Σκηνοθετών (DGA) και των βραβείων BAFTA και θριαμβευτής στα Critics Choice με 3 βραβεία ερμηνείας, ο Αλεξάντερ Πέιν με βεβαιότητα θα μας απασχολήσει στα επερχόμενα Όσκαρ, έχοντας την Νταβάιν Τζόι Ράντολφ στον ρόλο της θλιμμένης μαγείρισσας ως ακλόνητο φαβορί στην κατηγορία του δεύτερου γυναικείου ρόλου.
Ξεκινάμε μια σινεφίλ κουβέντα, με ρωτά πώς μου φάνηκε το «Poor Things», χαίρεται για τους επαίνους μου γιατί ανυπομονεί να το δει, μου λέει τη γνώμη και την οπτική του για τη «Ζώνη Ενδιαφέροντος», μιλάμε και για τον Σκορσέζε, κάνοντας έτσι μια μικρή «βόλτα» σε ταινίες που, μαζί με τη δική του, ξεχωρίζουν στη σεζόν και θα συζητηθούν στα βραβεία.
«Καλύτερα να με ρωτάει κάποιος για τη διαδικασία ή την τεχνική παρά για τη θεματολογία. Αν μου επιτρέπετε, θα παραθέσω, λίγο εξεζητημένα, τον Κουροσάβα, ο οποίος είχε πει "αν μπορούσα να σας περιγράψω τι είναι η ταινία μου, θα σας το έγραφα σε ένα κομμάτι χαρτί, αντί να τη γυρίσω σε φιλμ"».
— Νομίζω πως διανύουμε μια μεστή, ανταγωνιστική κινηματογραφική χρονιά.
Θα συμφωνήσω με το μεστή, αλλά έχω θέμα με το ανταγωνιστική.
— Το λέω από την άποψη ότι δημιουργεί ενδιαφέρον και τραβά την προσοχή του κόσμου, που σπεύδει μετά από καιρό στις αίθουσες για να διαπιστώσει αν η μία ταινία είναι καλύτερη από την άλλη.
Οκ, το δέχομαι, στο μέτρο που και στο αρχαίο θέατρο τα έργα διαγωνίζονταν κάθε τρία χρόνια και, ακόμη και τότε, το κοινό πήγαινε να δει ποιο είχε κερδίσει και ποιο ήταν δεύτερο. Σε ένα άλλο επίπεδο, καλό είναι να είμαστε εναντίον του ανταγωνισμού στην τέχνη. Υπάρχει χώρος για όλους. Όλοι διαθέτουν φωνή.
— Από έναν άνθρωπο που έχει κερδίσει τόσα βραβεία, είναι σημαντικό.
Αυτό είναι κάτι άλλο.
— Οι καθ’ έξιν νοσταλγικοί υποστηρίζουν πως τα πράγματα ήταν πάντα καλύτερα στο παρελθόν.
Πάντα το έλεγαν αυτό οι άνθρωποι.
— Δεν είναι παγίδα;
Καμιά φορά έχουν δίκιο. Αν ζεις σε μια χρυσή περίοδο, μπορεί να μην το έχεις αντιληφθεί, το αναλογίζεσαι πολύ αργότερα, και λες στον εαυτό σου «γιατί δεν το είχα καταλάβει έγκαιρα;». Το ψάρι δεν έχει επίγνωση του νερού. Μόνο αν έχεις περάσει τα παιδικά σου χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης δεν έχεις νοσταλγία για τα παλιά.
— Τα «Παιδιά του χειμώνα», λοιπόν, εκτυλίσσονται το 1970. Από δραματουργική ανάγκη, ή κάτι σημαίνει για εσάς η συγκεκριμένη χρονιά και η εποχή;
Θα μπορούσε να διαδραματίζεται οποτεδήποτε η υπόθεση, ωστόσο θέλαμε μια ελίτ σχολή αποκλειστικά αρρένων, και πλέον τα σχολεία και τα κολέγια είναι μεικτά. Επίσης σκεφτήκαμε τη δεκαετία του '40 ή του '50, στα τέλη της οποίας είχε τοποθετήσει ο Πίτερ Γουίαρ τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών», οπότε το αποκλείσαμε, και το 1970 είναι μια καλή χρονιά γιατί ο πόλεμος του Βιετνάμ και το κοινωνικό κλίμα δένει τους τρεις κεντρικούς χαρακτήρες με πολλούς και στέρεους τρόπους. Τώρα, το γιατί όλο αυτό τοποθετείται το 1970, και όχι ένα-δυο χρόνια πριν ή μετά, δεν οφείλεται σε κάτι συγκεκριμένο. Κάποια στιγμή πρέπει να πάρεις μια απόφαση, και αυτή ενδέχεται να είναι τυχαία. Ίσως γιατί είναι έτος-μεταίχμιο. Είχα δυο μεγαλύτερους αδελφούς, κατά 8 και 11 χρόνια αντίστοιχα, που δυστυχώς δεν ζουν πια. Το 1970 ήταν η τελευταία χρονιά στο λύκειο για τον Τζορτζ, τον αμέσως μεγαλύτερό μου αδελφό, και στα μισά των γυρισμάτων συνειδητοποίησα πως κάνω μια ταινία που συμπίπτει με τη δική του χρονιά ως τελειόφοιτου. Τη θυμάμαι πολύ καλά εκείνη τη χρονιά, και ρωτούσα και τους συμμαθητές του, που ήταν πολύ δεμένοι μαζί του. Περνούσα καλύτερα γιατί ήμουν ο πιτσιρικάς αδελφός των δυο cool μεγάλων του σχολείου, πήγαινα πολύ σινεμά, και θυμάμαι πως είχα δει 4 φορές το «Little Big Man», απόσπασμα του οποίου έβαλα και στα «Παιδιά του χειμώνα». Πώς είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά;
— «Το μεγάλο ανθρωπάκι». Και κάπως έτσι, φτάσατε στην 8η ταινία σας. Έχετε πει πως όσο εξελίσσεστε και αποκτάτε πείρα και τριβή, παύετε να ανησυχείτε για την τεχνική.
Ναι, το πιστεύω, όχι μόνο για την κινηματογραφία, αλλά και για όλες τις δουλειές. Και στη δημοσιογραφία ισχύει, τι νομίζετε;
— Έχετε δίκιο, έχω έρθει χωρίς γραπτές σημειώσεις για τη συνέντευξη.
Σε αντίθεση με τις πρώτες ταινίες, όπου εύλογα με απασχολούσε πώς και πού θα στηθεί η κάμερα, με ενδιαφέρει πλέον το πώς θα μεταδοθεί η ανθρώπινη συμπεριφορά.
— Γιατί διστάζετε να μιλήσετε για τα θέματα που θίγονται στην ταινία σας;
Μα γιατί βρίσκονται μέσα στην ταινία! Καλύτερα να με ρωτάει κάποιος για τη διαδικασία ή την τεχνική παρά για τη θεματολογία. Αν μου επιτρέπετε, θα παραθέσω, λίγο εξεζητημένα, τον Κουροσάβα, ο οποίος είχε πει «αν μπορούσα να σας περιγράψω τι είναι η ταινία μου, θα σας το έγραφα σε ένα κομμάτι χαρτί, αντί να τη γυρίσω σε φιλμ». Κι επειδή κάθε ταινία μιλά διαφορετικά στον καθένα, η τελευταία δουλειά ενός κινηματογραφιστή είναι να επεξηγεί και να καθοδηγεί τον θεατή. Είναι περιοριστικό και όχι ενισχυτικό της εμπειρίας. Επίσης, φοβάμαι μήπως πω κάτι λανθασμένο ή ξιπασμένο, κάτι που ήδη φανερώνει ξιπασιά με το που το είπα. (γελάει)
— Δεν βλέπω τον λόγο να σας τρομάζει κάτι τέτοιο…
Νομίζετε πως οι παλιοί σκηνοθέτες, ο Ραούλ Γουόλς ή ο Μάικλ Κερτίζ, κάθονταν σε συνεντεύξεις να αναλύουν τις ταινίες τους; Έλεγαν, δεν ξέρω, ό,τι έγινε έγινε, απολαύστε τις.
— Πιστεύω πως κανείς δεν τους ρώτησε τίποτε στη δεκαετία του '40. Άλλωστε γύριζαν 40 ταινίες τον χρόνο, δεν θα προλάβαιναν να απαντήσουν σε καμία ερώτηση. Πολύ αργότερα, στα 70 τους, έκαναν αναδρομή στο έργο τους, και κυρίως ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς τους ανέκρινε για λεπτομέρειες…
…που μπορεί και να μη θυμόντουσαν γιατί ούτως ή άλλως είχαν άνοια. (χαμογελάει)
— Ακριβώς. Αλλά για να επιστρέψω σε σας, παρέλειψα, και συγγνώμη, να πω πως απόλαυσα τα «Παιδιά του χειμώνα», με τον τρόπο που συνήθως απολαμβάνω κάθε δημιουργία του Αλεξάντερ Πέιν.
Ευχαριστώ.
— Δηλαδή με το χάρισμά σας να κάνετε αστείο το δράμα και σοβαρή την κωμωδία.
Ευχαριστώ και πάλι, θα το δεχτώ με χαρά.
— Ποτέ δεν είμαστε σίγουροι με τι ακριβώς θα καταπιαστείτε, και το αποδείξατε με την προηγούμενή σας ταινία, το «Downsizing», μια μεγάλη παρένθεση.
…και με τη λέξη παρένθεση εννοείτε καταστροφή. (γελάει)
— Εμένα μου άρεσε, και σας το είχα πει και στη Βενετία, όπου είχατε πάρει απόφαση να μην ασχοληθείτε ξανά με ειδικά εφέ.
Ποτέ μη λες ποτέ, αλλά συγκεκριμένα τα οπτικά εφέ είναι ακριβά και βαρετά. Όντως δεν θα ήθελα να το ξανακάνω.
— Ενώ στα «Παιδιά του χειμώνα» σάς βρίσκουμε σε οικείο έδαφος, πιο αναλογικό.
Αυτή είναι η σωστή λέξη.
— Και με το ύφος σας απόλυτα ισορροπημένο, αστείες καταστάσεις και γλυκόπικρα συναισθήματα.
(στα ελληνικά) Χαρμολύπη!
— Ωωω! Παρεμπιπτόντως, πώς είναι τα ελληνικά σας;
(πάντα στα ελληνικά) Καλά, αλλά δεν θέλω να κάνω λάθη.
— Το έχω καταλάβει.
Θα μιλήσουμε μετά στα ελληνικά.
— Ιδιωτικά. Οκ, αν και σας ακούω θεαματικά βελτιωμένο. Γίνατε και Έλληνας πολίτης, συγχαρητήρια. Ήταν δύσκολο;
Ναι. Η γραφειοκρατία! Κράτησε χρόνια η διαδικασία.
— Γιατί; Δεν είχατε αποδείξεις καταγωγής;
Κατά κάποιον τρόπο. Πρώτα προσπάθησα μέσω του πατέρα του πατέρα μου, από ένα μικρό χωριό έξω από το Αίγιο. Αλλά δεν βρήκαμε αρχεία, τα είχαν κάψει οι Γερμανοί. Οπότε πήγαμε μέσω του πατέρα της μητέρας μου, από τη Λειβαδιά, που γεννήθηκε το 1893, και βρήκαμε τις ληξιαρχικές πράξεις, και της γέννησης και της βάφτισης, ευτυχώς. Τι τα θέλουν όλα αυτά; Κάποιο λόγο θα έχουν… Το στόρι έχει αίσιο τέλος και τώρα είμαι Έλληνας πολίτης.
— Σημαίνει κάτι άλλο η νεοαποκτηθείσα υπηκοότητα για σας πέρα από την υποχρέωση να γυρίσετε ένα φιλμ στα ελληνικά, στη συνέχεια της καριέρας σας; Μεταξύ αστείου και σοβαρού το λέω…
Μα πέρα από το τιμητικό του πράγματος, που είναι ωραίο αλλά δεν έχει χρησιμότητα, ο απώτερος σκοπός μου είναι να γυρίσω ταινίες στην Ελλάδα και την Ευρώπη, με τη σχετική κρατική χρηματοδότηση, στο ξενιτεμένο μου μέλλον. Αν και ακόμη βρίσκεται στα σκαριά, σκέφτομαι μια ταινία που θα εκτυλίσσεται στο Παρίσι και θα είναι γαλλόφωνη.
— Και στην Ελλάδα εύχομαι. Υπάρχει ελληνικό στοιχείο στα «Παιδιά του χειμώνα». Ο καθηγητής που υποδύεται ο Πολ Τζιαμάτι διδάσκει αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή Ιστορία. Και ένα ρητό μέσα από την ταινία είναι ελληνικότατο.
Του φιλοσόφου Δημόκριτου.
— «Ο κόσμος αλλοίωσις, ο βίος υπόληψις».
Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. (γελάει)
— Ήταν συμπτωματική η ιδιότητα του καθηγητή Ιστορίας ή την επιδιώξατε εσείς;
Ο σεναριογράφος είχε την ιδέα, αν και γνώριζε πως θα με ικανοποιούσε γιατί μου αρέσει η αρχαιότητα, σπούδασα Λατινικά και Ιστορία στο πανεπιστήμιο.
— Με τον Πολ Τζιαμάτι έχετε την επαγγελματική χημεία που υποψιαζόμαστε βλέποντας το τελικό αποτέλεσμα;
100%. Είναι ζεστός, έξυπνος, αστείος. Τον είχα πάρει μαζί μου σε μια ανοιχτή συνέντευξη στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, στην Όμαχα. Ξέρετε αυτό που λένε για μερικούς ηθοποιούς, πως και τον τηλεφωνικό κατάλογο να διαβάσουν, σκίζουν. Ε λοιπόν αυτό έκανα, έβγαλα τον τηλεφωνικό κατάλογο της Πολιτείας, έναν ολόκληρο τόμο, του τον έδωσα, ξεκίνησε να τον διαβάζει και ήταν φανταστικό. Είναι το ιδανικό όχημα του τόνου των ταινιών μου, ο φορέας της χαρμολύπης, που λέγαμε.
— Θυμάμαι επίσης να πλέκετε το εγκώμιο του Ματ Ντέιμον.
Ο πρωταγωνιστής μοιάζει με τον αρχηγό μιας αθλητικής ομάδας και δίνει τον ρυθμό. Είναι σαν τον καλύτερο τενίστα, αν θέλετε, που ακόμη κι αν δεν το επιδιώκει, όλοι ανεβάζουν επίπεδο για να παίξουν απέναντί του. Γίνεσαι πιο αληθινός όταν ο απέναντί σου διαθέτει δύναμη. Είσαι πιο άνετος ηθοποιός έτσι, κάτι που διαπίστωσα πριν από 20 χρόνια στο «Πλαγίως» για τον Πολ Τζιαμάτι, πώς ήταν με τον Τόμας Χέιντεν Τσερτς και με την Βιρτζίνια Μάντσεν, και τώρα πώς έδεσε με τον νεαρό, τον Ντόμινικ Σέσα.
— Αυτή η αρετή που περιγράφετε λειτούργησε και με άλλους πρωταγωνιστές σας, τον Τζορτζ Κλούνι ή τη Ρις Γουίδερσπουν;
Ο Κλούνι σίγουρα, τρομερός επαγγελματίας. Η Ρις ήταν μικρή τότε, στο ξεκίνημά της, ήταν διαφορετική συνθήκη. Ήμουν πολύ τυχερός με τους πρωταγωνιστές μου. Ο Τζακ Νίκολσον! Κύριος, αβρός, γλυκύτατος με τους πάντες. Χτυπάω ξύλο γιατί δεν μου συνέβη ποτέ «κακιά» ιστορία με μεγάλο ηθοποιό σε ταινία μου.
— Πότε αντιλαμβάνεστε πως ένα casting, όπως αυτό του Ντόμινικ Σέσσα, ενός άγνωστου παιδιού ανάμεσα σε εκατοντάδες, για τον κεντρικό ρόλο του μαθητή Άνγκους Τάλι, θα λειτουργήσει;
Μετά από πολλές ακροάσεις. Στις τελευταίες συμμετείχε και ο Τζιαμάτι, που κατάλαβε την αύρα του Ντόμινικ και επέμεινε να προσληφθεί. Μετά από πολλές πρόβες ένας νεόφυτος γίνεται αλεξίσφαιρος και δεν επηρεάζεται από τους τεχνικούς αντιπερισπασμούς κατά τη διάρκεια του γυρίσματος. Η Σαϊλίν Γούντλι στους «Απογόνους» ήταν 17 ετών και η Ρις 19 στο «Election», αλλά οι περιπτώσεις διέφεραν γιατί τα κορίτσια είχαν ήδη πολλή πείρα, ενώ ο Ντόμινικ απλώς ήταν μέλος της δραματικής τάξης στο σχολείο του. Μεταπήδησε από τις ερασιτεχνικές παραστάσεις απευθείας σε μια ταινία και τώρα νομίζω σε μια μεγάλη καριέρα.
— Δεν είσαστε φαν του χολιγουντιανού αέρα στα νέα παιδιά που ψάχνετε για ρόλους σε ταινίες σας.
Είναι συνήθως τα πρώτα που μου συστήνουν οι ατζέντηδες, γιατί είναι και τα πιο γνωστά ονόματα – έτσι μου λένε, γιατί δεν παρακολουθώ τις δημοφιλείς σειρές. Φαίνεται πως είναι «περπατημένα» και ξέρουν να παίζουν, αλλά όντως δεν μου πάει η πολλή γυαλάδα. Προτιμώ τη φρεσκάδα και την αυθεντικότητα.
— Το απροσδόκητο είναι πάντα ευπρόσδεκτο.
Παρατηρώντας κάποιες κλασικές ταινίες, διαπιστώνεις πως το ιδανικό casting είναι ενός ηθοποιού που βρίσκεται πάνω στην τέλεια χρονική στιγμή. Ποια άλλη από την Τέιτουμ Ο' Νιλ θα μπορούσε να έχει παίξει τόσο σωστά στο «Χάρτινο Φεγγάρι»; Ή τη Λάιζα Μινέλι στο «Καμπαρέ»;
— Βλέπετε πολλές ταινίες;
Ναι. (γελάει)
— Παλιές και καινούργιες;
Εξίσου.
— Ανακαλύψατε και το «Merlusse» του Μαρσέλ Πανιόλ το οποίο «πληροφορεί» ως έμπνευση τα «Παιδιά του χειμώνα».
Σωστά. Είναι μάλλον σπάνια ταινία.
— Η ταινία σας εμπίπτει και στη χριστουγεννιάτικη ειδική κατηγορία, χωρίς να μοιάζει με τις τυπικές του είδους.
Το ελπίζω.
— Θα θέλατε να αφήσετε καλλιτεχνική κληρονομιά; Σας ενδιαφέρει η ουσιαστική υστεροφημία σας;
(παύση) Μα φυσικά. Ποιος δεν επιθυμεί να ξέρει πως τα παλιά έργα του παρακολουθούνται ακόμη; Πρόσφατα ξαναείδα μετά από πολλά χρόνια το «Πλαγίως» γιατί επιβλέπω τη μεταφορά του από την αρχική κόπια σε ψηφιακή μορφή. Και τώρα διαπίστωσα πως είναι όντως πολύ καλή ταινία, και, χωρίς να θέλω να συγχαρώ τον εαυτό μου, κατάλαβα τι έβλεπαν τότε οι άλλοι. Είναι ωραίο συναίσθημα να εκπλήσσεσαι θετικά από το έργο σου και, στο φινάλε, να βλέπεις και άλλους να απολαμβάνουν κάτι στο οποίο επένδυσες σημαντικό κομμάτι της ζωής σου.
— Η κόρη σας ήθελε να σας ρωτήσει κάτι στη συνέντευξη Τύπου, αλλά δεν το έκανε.
Ναι, την είδα από μακριά να σηκώνει το χέρι της, της έδωσα τον λόγο, αλλά έκανε πίσω.
— Έχει δει ταινία σας;
Το μισό «Downsizing» στην Εύβοια πέρυσι το καλοκαίρι, αλλά βαρέθηκε και κοιμήθηκε. Ελπίζω απόψε, στην ελληνική πρεμιέρα, να παρακολουθήσει το «Holdovers». Μπορεί να ενδιαφερθεί για το σινεμά, ποιος ξέρει, είναι ακόμη 6 ετών.
— Αναδρομικά, έχετε παρατηρήσει ελληνικότητα στα έργα σας, έστω και υποσυνείδητα;
Εγώ όχι, αλλά κάποιος εδώ στη Θεσσαλονίκη, πριν 10 χρόνια, με την ευκαιρία της πρεμιέρας του «Νεμπράσκα», μου είχε επισημάνει πως έκανα κατά βάση ελληνική ταινία: Η επιστροφή στο χωριό και η ευθύνη ενός ενήλικου παιδιού να φροντίσει τους τρελούς γονείς του.
— Αν το καλοσκεφτούμε, αλήθεια είναι.
Και η δική μου μάνα δεν είναι τρελή, αλλά έκλεισε τα 100, ζει με δώρο του χρόνου, και επειδή είμαι το μόνο μέλος της οικογένειας που έχει απομείνει, είναι μέσα στις ευθύνες μου να τη νοιάζομαι και να τη φροντίζω.
— Αλεξάντερ, ευχαριστώ και ελπίζω να σε βλέπουμε πιο συχνά.
(στα ελληνικά) Μακάρι, θα το προσπαθήσω.
Η ταινία «Τα παιδιά του χειμώνα» (The Holdovers) κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη 25 Ιανουαρίου.