Στα 56 του χρόνια, ο Αλεξάντερ Πέιν αποδεικνύει πως ποτέ δεν είναι αργά – και δεν εννοώ μόνο τα ευχάριστα μαντάτα που οσονούπω έρχονται σε προσωπικό επίπεδο: η πρώτη του ταινία φαντασίας είναι γεγονός, λέγεται «Downsizing», είναι ακριβή, φιλόδοξη και πολύ Alexander Payne! Δηλαδή, και κωμική, και δραματική, και σατιρική, και σαρδόνια, και ευαίσθητη, και πρωτότυπη. Ο Ματ Ντέιμον συρρικνώνεται, ακολουθώντας την οικολογική μόδα που προέρχεται από τη Σκανδιναβία, αλλά τελικά περνάει από πολλά κύματα σε ένα μικροσκοπικό θέρετρο για κοντούς και κοντές, μόνος και λυπημένος, έρημος σε μια άνεση που δεν επιζητούσε ακριβώς. Οι τροπές και οι ανατροπές του «Downsizing» είναι πολυάριθμες και ανακουφιστικά κινηματογραφικές, πάντα επικεντρωμένες στην ανθρωπιά και το στόρι, όπως συνηθίζει ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης που περνάει πολύ χρόνο στο Αίγιο τον τελευταίο χρόνο. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας, ακολουθώντας την παράδοση των τελευταίων ετών με τα δυνατά ξεκινήματα που χτυπάνε βραβεία και ανανεώνουν την πεποίθηση πως το Χόλιγουντ δεν γεννάει μόνο υπερήρωες και σίκουελ. Με τον Αλέξανδρο Παπαδόπουλο, λοιπόν, συναντηθήκαμε αμέσως μετά την πρώτη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας στο ξενοδοχείο Εξέλσιορ, και λογικά η πρώτη του ερώτηση αφορούσε τις αντιδράσεις των θεατών. Στη δεύτερη ερώτηση δεν απάντησε ποτέ...
— Πώς ήταν η προβολή σήμερα το πρωί;
Μια χαρά.
— Δεν έφυγε κανείς από την αίθουσα πριν από το τέλος;
Κανείς.
— Α, ωραία. Να σας κάνω μια ερώτηση ως Έλληνας προς Έλληνα.
Αμάν!
— Η υπόθεση του «Downsizing» είναι μια κυριολεκτική μεταφορά, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και ως παραλληλισμός για το περίφημο ελληνικό πρόβλημα της οικονομίας.
Αχά!
Συγγνώμη που θα πω κάτι κλισέ, αλλά για τα πάντα χρειάζεται επιμονή. Την πίστεψα πολύ αυτή την ταινία κι ελπίζω να πάει καλά εμπορικά, έτσι ώστε εγώ και άλλοι συνάδελφοί μου να μπορούν να χρηματοδοτούν τις τρελές ιδέες τους.
— Δηλαδή, μιλάω για την προσαρμογή προς τα κάτω που η χώρα μας έπρεπε να είχε κάνει έγκαιρα και που τώρα προσπαθεί να προλάβει. Η «ελληνικότητά» σας στάθηκε καθόλου αφορμή ή πηγή έμπνευσης για τη συγκεκριμένη ταινία που γνωρίζουμε πως προετοιμάζατε επί δέκα και πλέον χρόνια και σίγουρα είναι το πιο φιλόδοξο σχέδιό σας;
(σκέψη, παύση, χαμόγελο) Δεν έχω ιδέα! Αφήστε με να το σκεφτώ και θα επανέλθω στο τέλος της συνέντευξης. Να μου το θυμίσετε, παρακαλώ.
— Ασφαλώς. Γιατί χρειάστηκαν δέκα χρόνια για να υλοποιηθεί η ταινία αυτή;
Για δύο λόγους: πρώτον, είχαμε βρει το concept και ψάχναμε το στόρι που θα ενσωματωνόταν με τον ιδανικότερο τρόπο στην ιδέα. Επίσης, αναζητούσαμε έναν τρόπο να αφηγηθούμε την ιστορία συνοπτικά, σε δύο αντί για τέσσερις ή έξι ώρες. Κι έπειτα, είναι το οικονομικό θέμα. Με τον συνεργάτη μου στο σενάριο, τον Τζιμ Τέιλορ, έπρεπε να έχουμε υψηλό προϋπολογισμό και κάποιος μας είπε: «παραείναι έξυπνο το σενάριο». Πραγματικά, δεν το είπα εγώ, άλλου είναι η ατάκα. Για να δικαιολογηθεί ένα τέτοιο μπάτζετ, το στούντιο έχει ένα μοντέλο ταινίας, ανάλογα με την ποιότητα της ιστορίας και τους υπερήρωες που εμπλέκονται. Ώσπου κάποια στιγμή, ένας διευθυντής στην Paramount, που δυστυχώς δεν ζει πια, έδωσε το οk, αφού πρώτα είπε: «Δεν βγάζει νόημα στο χαρτί, θα το κάνουμε παρ' όλα αυτά». Ολόκληρη η καριέρα μου εξαρτάται, μέχρι κάποιο σημείο, από έναν υπεύθυνο που θα πει ακριβώς το ίδιο πράγμα κι έτσι κάθε ταινία μου προχωράει από το σενάριο στη σκηνοθεσία, γενικά στην πραγματοποίησή της. Αλλά το «Downsizing» πήρε πολύ χρόνο και στο γύρισμα, με 75 προγραμματισμένες μέρες, και μετά έναν περίπου χρόνο στο post, απ' όπου τελείωσα μόλις πριν από μία εβδομάδα, με την προσθήκη των ειδικών εφέ, και τα λοιπά. Το συμπέρασμά μου; Τέρμα τα dream projects! Τρώνε πολύ χρόνο! Για όνομα, μια ταινία είναι, ας μην το κάνουμε τόσο μεγάλο θέμα.
— Και τι μας λέει όλη αυτή η εμπειρία για το Χόλιγουντ;
Συγγνώμη που θα πω κάτι κλισέ, αλλά για τα πάντα χρειάζεται επιμονή. Την πίστεψα πολύ αυτή την ταινία κι ελπίζω να πάει καλά εμπορικά, έτσι ώστε εγώ και άλλοι συνάδελφοί μου να μπορούν να χρηματοδοτούν τις τρελές ιδέες τους.
— Πόσο βάρος δώσατε στη σχέση που θα έχουν οι κανονικοί με τους συρρικνωμένους ανθρώπους στην ταινία;
Εννοείτε σε ό,τι αφορά τα εφέ;
— Κυρίως στη σύλληψη και στην πλοκή.
Αυτό το κομμάτι είχε την πλάκα του. Όπως όταν σκεφτόμασταν πώς θα ήταν να ταξιδεύουν σε μικροσκοπικές κουκέτες σε τρένα και αεροπλάνα.
— Δεν σας αναχαίτισαν οι απιθανότητες από έναν κόσμο με «ελαχιστοποιημένα» όντα; Τι ισχύει και τι όχι επιστημονικά; Όσο είναι δυνατόν βέβαια...
Α, όχι, θα είχαμε αυτοκτονήσει αν σκεφτόμασταν και την παραμικρή λεπτομέρεια, πόσο σωστή θα ήταν. Για παράδειγμα, οι μικροί άνθρωποι θα έπρεπε να περπατούν διαφορετικά, να έχουν αυξημένα ποσοστά επιβίωσης από πτώση από μεγάλο ύψος, θα πετούσαν αν κολλούσαν ξύλινα φτερά στους ώμους τους, η φωνή τους θα ήταν πιο λεπτή. Σωματικά, οι παράμετροι είναι πάρα πολλές όσον αφορά τη ρεαλιστική απεικόνιση αυτού του σύμπαντος. Αλλά μας ενδιέφερε η ιστορία.
— Τι σημαίνει η μεταστροφή σας στο φανταστικό μετά από τόσες ταινίες με πρωταρχικά ρεαλιστικό υπόβαθρο.
Ε, από δω και πέρα κάπως έτσι θα είναι οι ταινίες μου (γελάει). Κοιτάξτε, είχαν ρωτήσει κάποτε τον Ρέι Μπράντμπερι γιατί κάνει μόνο ταινίες επιστημονικής φαντασίας και όχι ρεαλιστικές κι εκείνος απάντησε πως η επιστημονική φαντασία είναι το μοναδικό ρεαλιστικό είδος σινεμά, το πρίσμα από το οποίο μπορείς να βλέπεις τον κόσμο και να αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα. Ομολογώ, βέβαια, πως μόλις τώρα έδωσα μια πολύ επιτηδευμένη απάντηση (γελάει).
— Τι σύμπτωση, βέβαια, που φέτος ο Κρίστοφερ Νόλαν το γύρισε στον ρεαλισμό με τη «Δουνκέρκη» κι εσείς στο sci-fi με το «Downsizing». Είχατε δηλώσει κάποτε πως γυρίσατε το «Election» γιατί θέλατε να δείτε πώς θα είναι η σκηνή στην μπανιέρα. Υπάρχει κάτι αντίστοιχο στη φετινή σας ταινία;
Ήθελα να δω πώς είναι να σηκώνεις ανθρώπους με μια σπάτουλα! (γελάει)
— Πώς περνάτε από το ένα συναίσθημα στο άλλο; Προκύπτει; Υπολογίζετε τις δόσεις με κάποιον τρόπο;
Λυπάμαι που δεν μπορώ να απαντήσω ξεκάθαρα. Απλώς το κάνουμε. Με τον Τζιμ Τέιλορ γράφουμε για όλες τις πλευρές της ανθρώπινης κατάστασης, αυτό που θα λέγαμε «σοβαρή κωμωδία». Βασικά, μας ενδιαφέρει να γελάσουμε και να συγκινηθούμε. Επιπροσθέτως, εδώ είχαμε και μια ερωτική ιστορία στη μέση.
— Δεν μπορώ να ξεπεράσω το προηγούμενο σχόλιό σας για την αμφιβολία σχετικά με τη χρηματοδότηση των ταινιών σας: «Δεν βγάζει νόημα στο χαρτί, θα το κάνουμε παρ' όλα αυτά». Δεν βγάζει νόημα και είναι άδικο για σας, γιατί είστε κατεξοχήν σεναριογράφος, με δύο Όσκαρ, εξαιρετικός. Το αντίθετο θα ήταν πιο λογικό, δηλαδή να έβγαζε νόημα το σενάριό σας, αλλά να μην σας εμπιστεύονταν στη σκηνοθεσία.
Ευχαριστώ για τη φιλοφρόνηση, αλλά το θέμα ήταν και είναι (μου το λέει στα ελληνικά) «τα χρήματα, τα λεφτά, πάντα»! (γελάει) Εμείς οι κινηματογραφιστές προσπαθούμε να κρατάμε τα μπάτζετ χαμηλά για να διατηρούμε την ελευθερία μας. Αυτό το high concept ομολογώ πως είναι δύσκολο εμπορικά, γιατί η ιδέα δεν μετατρέπεται ούτε σε καθαρή κωμωδία ούτε σε επιστημονική φαντασία. Είναι sui generis.
— Πόσο κόστισε η ταινία;
Δεν νομίζω πως μου επιτρέπεται να αποκαλύψω κάτι τέτοιο, αλλά θα έλεγα ανάμεσα στα 10 και 100 εκατομμύρια.
— Η πιο ακριβή σας, να υποθέσω.
Ω, ναι. Η δεύτερη πιο ακριβή ήταν το «Σχετικά με τον Σμιτ», γιατί τα μισά χρήματα κατέληξαν στην αμοιβή του Τζακ Νίκολσον.
— Με τους ηθοποιούς ξέρετε να δουλεύετε και υποθέτω πως σας αρέσει πολύ να τους διευθύνετε. Με τον τεχνικό τομέα;
Στα 56 μου χρόνια έμαθα πολλά για τα ειδικά εφέ – ήμουν άσχετος. Το περίπλοκο μέρος της υπόθεσης ήταν πως θέλαμε να φαίνονται συνηθισμένα. Να τα κοιτάζει ο θεατής πολλή ώρα και να παρατηρεί τι γίνεται με την κατάσταση που περιγράφεται, να βλέπει πίσω από αυτά. Και όπως όλα τα ζητήματα στη ζωή, τα οπτικά εφέ δεν είναι τόσο δύσκολα, απλώς χρονοβόρα. Προέτρεψα το τεχνικό μου επιτελείο: «Ξαφνιάστε με, ώστε να προσποιηθώ πως ενδιαφέρομαι». Τελικά, φυσικά και δεν προτιμώ να δουλεύω στα εφέ, αλλά δεν παύει να είναι μια ενδιαφέρουσα διαδικασία.
— Κάνατε γυρίσματα στη Νορβηγία;
Ναι, και ήταν υπέροχα.
— Θα μπορούσε να είναι τεχνητή η σεκάνς. Η θάλασσα φαινόταν παράξενη.
Αυτό που κάναμε ήταν να τροποποιήσουμε την υφή του νερού με εφέ.
— Είχατε κινηματογραφικές αναφορές; Το «Brigadoon» για παράδειγμα; Ή τον «Χαμένο Ορίζοντα» του Φρανκ Κάπρα;
Το πρώτο δεν το έχω δει καν. Το δεύτερο, ναι. Κανένα από τα δύο δεν αποτέλεσε πηγή έμπνευσης.
— Τα «Ταξίδια του Σάλιβαν» του Πρέστον Στάρτζες;
Με ποιον τρόπο;
— Η αλλαγή πλεύσης του πρωταγωνιστή στο δεύτερο μέρος...
Όχι, δεν το σκέφτηκα, αλλά είναι ενδιαφέρων παραλληλισμός. Και μου αρέσει πολύ η ταινία.
— Η Leisureland, όπου μεταβαίνουν οι "μικροί" για να ζήσουν μια παραδεισένια, υποτίθεται, ζωή, σε ποιες τεχνητές περιοχές αναφέρεται;
Είναι συνδυασμός του Ορλάντο και του Παλμ Σπρινγκς, καταλαβαίνετε... (γελάει). Εκεί παραπέμπει, σε έναν γκολφ προορισμό από την κόλαση.
— Υπήρχε άλλη επιλογή εκτός από τον Ματ Ντέιμον;
Όχι, καμία στη δεδομένη στιγμή και για τη συγκεκριμένη ταινία. Είναι ο μοναδικός Αμερικανός σταρ της γενιάς του που μπορεί να ενσαρκώσει με επιτυχία τον καθημερινό άνδρα. Αντίστοιχος του Τζακ Λέμον ή του Τζέιμς Στιούαρτ ή του Νταστιν Χόφμαν στα '70s. Ωστόσο, ο Τζέιμς Στιούαρτ δεν θα μπορούσε να παίξει τον Τζέισον Μπορν. Όμως αυτός ο τύπος, ο Ντέιμον, μπορεί να παίξει και τον ομοφυλόφιλο εραστή του Λιμπεράτσε και έναν χοντρό στον «Πληροφοριοδότη» και τον δικό μου τύπο από την Όμαχα. Φοβερός ηθοποιός.
— Κάποια στιγμή, ο Κριστόφ Βαλτζ, ο Σέρβος Ντούσαν της ταινίας, λέει στον Ντέιμον «μην είσαι τόσο Αμερικανός». Τι σημαίνει να μην είσαι τόσο Αμερικανός;
Μακάρι να 'ξερα! «Μην είσαι τόσο Αμερικανός» του λέει, «άνοιξε τα μάτια σου».
— Δηλώνετε συνειδητά κάτι για την τρέχουσα κοινωνική κατάσταση με το «Downsizing»;
Όπως είναι γνωστό, κάθε ταινία έχει διάλογο με την πολιτική κατάσταση, είτε το επιδιώκει είτε όχι. Επίσης, αντανακλά τη σημερινή κουλτούρα. Δεν έχω να προσθέσω κάτι παραπάνω από αυτό που καταλαβαίνουμε και ζούμε όλοι. Κοινώς, τη γαμήσαμε. (γελάει)
— Μια και αναφέρατε τη λέξη, τους οκτώ τρόπους του σεξ που περιλαμβάνονται στην ταινία τούς επινοήσατε εσείς;
Ναι, ναι, είναι εντελώς δικοί μας. Περισσότερο ιδέα του Τζιμ...
— Οι ηθοποιοί σας, όσο μικρό ρόλο και να έχουν στις ταινίες σας, λένε μόνο τα καλύτερα για σας.
Τους ευχαριστώ θερμά, αλλά για να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, οι ηθοποιοί είναι η ίδια η ταινία. Αν δεν προσέξεις τους μικρούς ρόλους και τους κομπάρσους, έχεις πεθάνει. Πρέπει να σκηνοθετηθούν, συνεπώς οφείλω να ξέρω ποιοι είναι για να συνεννοηθούμε και να επικοινωνήσουμε για να γυρίσουμε μαζί την ταινία.
— Η θέα του Ούντο Κίερ που χορεύει είναι μοναδική. Κρίμα που δεν τον είδαμε περισσότερο.
Να μπει στο DVD τότε. Καλή ιδέα. Ωραίος τύπος, ναι. Δεν δουλεύεις συχνά με έναν ηθοποιό που κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, σε μια ταινία του Πολ Μόρισεϊ είπε την ατάκα «δεν μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει ζωή αν δεν σ' τον χώσουν μέχρι τα έντερα». Συγγνώμη, ήταν λίγο χυδαίο αυτό.
— Το ισπανόφωνο στοιχείο δεσπόζει στην ταινία.
Η αλήθεια είναι πως ο χαρακτήρας του Ντούσαν ήταν αρχικά ισπανόφωνος και θα τον ενσάρκωνε ο Χαβιέρ Μπαρδέμ, χρόνια πριν, αλλά δεν προέκυψε η συνεργασία. Θα ήθελα πολύ να δουλέψω μαζί του και μαθαίνω πως κι αυτός το ίδιο επιθυμεί, αλλά, πάλι, όλοι οι ηθοποιοί αυτό λένε για όλους τους σκηνοθέτες (γελάει).
— Η επιλογή του Κριστόφ Βαλτζ ήταν ιδιόμορφη.
Όντως. Κι εγώ δεν ήμουν σίγουρος. Τελικά ήταν πιο πληθωρική η παρουσία του. Φυσικά, εμπιστεύομαι τον Κριστόφ Βαλτζ στην κωμωδία.
— Το σενάριο είχε διαφορετικές εκδοχές;
Ναι, πολλές. Είχαμε φτάσει στο σημείο να έχουμε μέχρι και 350 σελίδες, όμως αποφασίσαμε να μην το μετατρέψουμε σε μίνι σειρά ή τεράστια ταινία αλλά να κρατηθούμε στις δύο ώρες και κάτι. Όσο για την τηλεόραση, κάθε χρόνο επαναλαμβάνουμε την ίδια κουβέντα, πως δηλαδή η μικρή οθόνη φιλοξενεί τα ταλέντα και τις καλές ιδέες. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως διανύουμε τη χρυσή εποχή της τηλεόρασης, αλλά το σινεμά δεν παύει να παράγει αρκετές σπουδαίες ταινίες και δεν πιστεύω πως αυτό θα σταματήσει ποτέ. Η τηλεόραση είναι σημαντική για τα άπειρα στρώματα των χαρακτήρων και τις κατευθύνσεις που μπορεί να πάρει η πλοκή, σαν την ίδια τη ζωή. Όμορφο είναι αυτό. Αλλά στις ταινίες προτιμώ την αφηγηματική οικονομία και την οπτική στόχευση. Εμένα, για να είμαι ειλικρινής, μου αρέσει ο κινηματογράφος, Προτιμώ τις ταινίες. Τις μεγάλες εικόνες. Ειλικρινά, ο «Νονός» θα ήταν σπουδαίος αν διαρκούσε 55 ώρες; Φυσικά. Αλλά στις 6 ώρες που έγινε; Κλάσεις ανώτερος.
— Τι θα κάνετε στη συνέχεια;
Δεν έχω καμία ιδέα, κανένα σενάριο, καμία πρόταση, Ξεκινώ από το μηδέν.
— Κάτι μικρότερο;
Ναι, οπωσδήποτε μικρότερο.
— Ο γυναικείος χαρακτήρας της ταινίας σας, που υποδύεται φοβερά η Χονγκ Τσάου, πού στηρίζεται;
Ο Ακίρα Κουροσάβα με ενέπνευσε, αλλά κυρίως όλες οι πρωταγωνίστριες των ταινιών του Ζανγκ Γιμού που είναι μονομανείς και δεν σταματούν αν δεν πετύχουν αυτό που έχουν βάλει με το μυαλό τους.
— Τελικά, δεν απαντήσατε στο θέμα της ελληνικότητας.
Δεν βρήκα απάντηση. Έχω δύο μήνες να το σκεφτώ όμως γιατί θα έρθω στη Θεσσαλονίκη φέτος, άρα θα τα πούμε εκεί. Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι στο επίπεδο της ευαισθησίας και της αίσθησης του χιούμορ. Ποιος ξέρει... (στα ελληνικά).
Η ταινία βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες τον Ιανουάριο του 2018.