Ο όρος «quota quickies» δόθηκε από τη βρετανική κινηματογραφική βιομηχανία σε μία σειρά φθηνών φιλμ που γυρίστηκαν τις δεκαετίες του '20 και του '30 για να δίνονται στα σινεμά της χώρας που βάσει νόμου έπρεπε να παίζουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό εγχώριων ταινιών. Ήταν αποτέλεσμα μιας διοικητικής εντολής που είχε σκοπό να δώσει κίνητρο για να γυρίζονται ταινίες στη Μ. Βρετανία, καθώς εξασφάλιζε ουσιαστικά την προβολή τους, και δεν απέδωσε ακριβώς τα αναμενόμενα, καθώς τα περισσότερα φιλμ γίνονταν στο πόδι. Σε αυτό τον κύκλο δούλευε ο νεαρός σκηνοθέτης Μάικλ Πάουελ, που γρήγορα κατάλαβε πως για να ξεφύγει από αυτό το αδιέξοδο θα έπρεπε να κάνει κάτι ριζοσπαστικό.
Αυτές οι σκέψεις μπήκαν στο μυαλό του το 1936 και τότε ήταν που θυμήθηκε ένα άρθρο που είχε διαβάσει 5 χρόνια νωρίτερα και αφορούσε την εκκένωση του απομονωμένου συμπλέγματος νησιών St Kilda, βορειοδυτικά της Σκωτίας, καθώς η νέα οικονομία του 20ού αιώνα καθιστούσε πια απαγορευτική τη ζωή εκεί. Ο Πάουελ, ασφυκτιώντας στα στούντιο, σκέφτηκε να ταξιδέψει με μια ομάδα εκεί και να γυρίσει ένα φιλμ μαζί με τους ελάχιστους εναπομείναντες κατοίκους, όχι όμως με τη μορφή ντοκιμαντέρ αλλά ενσωματώνοντας την εγκατάλειψη τέτοιων τοπίων σε μια ιστορία αγάπης. Το σχέδιό του φάνηκε να ματαιώνεται, όταν από το νησί τού απάντησαν πως δεν θα του επέτρεπαν το γύρισμα ταινίας εκεί. Εκείνος τότε όχι απλώς δεν τα παράτησε αλλά απευθύνθηκε ακόμα πιο βόρεια, στο εντυπωσιακό οπτικά, χάρη στους πανύψηλους φυσικούς γκρεμούς του, νησί της Foula, βόρεια της Σκωτίας, ανάμεσα στην ηπειρωτική χώρα και τα νησιά Φερόε. Οι λίγοι κάτοικοι του νησιού χαιρέτισαν με ενθουσιασμό αυτή την πρωτοβουλία κι έτσι ο Πάουελ, μαζί με μια ομάδα ηθοποιών και τεχνικών, πήρε το πλοίο (για αεροπορική σύνδεση ούτε λόγος) ξεκινώντας τη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής τους.
Για να φτιαχτεί το έργο, ο Πάουελ τράβηξε γύρω στα 200.000 πόδια φιλμ (περίπου 60 χιλιόμετρα!) και ο μοντέρ του Ντέρεκ Τουίστ ήταν ο ήρωας που τα συμμάζεψε σε μια διάρκεια 80 λεπτών, καταφέρνοντας, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη, να φτιάξει αυτές τις πρωτοποριακές για την εποχή αφηγηματικές συνδέσεις.
Πολυτέλειες δεν υπήρχαν, οπότε, για να δημιουργηθεί το φιλμ, συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι του νησιού, οι οποίοι, ως καλοί οικοδεσπότες, φρόντισαν για τη διαμονή και το φαγητό των επισκεπτών τους. Το άγριο, παρθένο τοπίο του νησιού, η εντυπωσιακή θέα από τους ψηλούς γκρεμούς και τα ελεύθερα κοπάδια της ντόπιας κτηνοτροφίας (η βασική πηγή εσόδων του νησιού, μαζί με την αλιεία) εντυπωσίασαν τον Πάουελ, που κατελήφθη από το πρωτόγνωρο για τη δουλειά του συναίσθημα της απόλυτης δημιουργικής ελευθερίας και άρχισε να φιλμάρει μανιωδώς πλάνα της καθημερινότητας του νησιού, με σκοπό να τα προσθέσει με κάποιον τρόπο στο τελικό cut. Αρχικά, αυτήν τη δουλειά την έκανε ο διευθυντής φωτογραφίας, ο Μόντι Μπέρμαν, που ήταν και ο πρώτος που αποχώρησε από το νησί, αφού τα πλάνα του μόνο μαγευτικά δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Ο Πάουελ, αφού ανέλαβε προσωπικά αυτό το κομμάτι, ήθελε να τοποθετήσει την κορύφωση της ιστορίας του σε ένα από τα πιο επικίνδυνα σημεία του νησιού, βάζοντας ηθοποιούς, τεχνικούς και γηγενείς να κάνουν ακροβατικά με κίνδυνο της ζωής τους. Όχι μόνο δεν πέθανε κανείς αλλά πέτυχαν εξωφρενικές γωνίες λήψης στις σκηνές δράσης, καθώς ανά στιγμές νομίζει κάποιος πως η κάμερα πετάει μόνη της απ' άκρη σ' άκρη.
Το «Edge of the World» που δημιουργήθηκε, η «Άκρη του Κόσμου», σύμφωνα με τη φράση των Ρωμαίων όταν πρωτοείδαν από μακριά το νησί, είναι ένα υβρίδιο που έχει τις καταβολές του στην κλασική λογοτεχνία, όταν μιλά για αγάπη, και στο πρώιμο ντοκιμαντέρ, όταν μιλά για τον θάνατο ‒ τα δύο αυτά θεμελιώδη θέματα αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά του φιλμ. Ο θάνατος μπορεί να έρχεται ως προειδοποίηση μέσα από δύο εναλλασσόμενα πλάνα με ένα πρόβατο κι ένα κοράκι ή από το σκοτείνιασμα του ουρανού, μια αίσθηση μυστικισμού σε μια κατά τα άλλα στρωτή πλοκή, όπου νέοι άνθρωποι καλούνται να διαχειριστούν τα όνειρά τους και το δίλημμα μεταξύ της μόνιμης διαμονής στο νησί ή της μετακόμισης στην ηπειρωτική χώρα. Για να φτιαχτεί το έργο, ο Πάουελ τράβηξε γύρω στα 200.000 πόδια φιλμ (περίπου 60 χιλιόμετρα!) και ο μοντέρ του Ντέρεκ Τουίστ ήταν ο ήρωας που τα συμμάζεψε σε μια διάρκεια 80 λεπτών, καταφέρνοντας, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη, να φτιάξει αυτές τις πρωτοποριακές για την εποχή αφηγηματικές συνδέσεις.
Παράλληλα με το γύρισμα, ο Πάουελ κατέγραψε ό,τι συνέβαινε σε ημερολόγια και γυρνώντας στο Λονδίνο εξέδωσε το βιβλίο «200.000 Feet on Foula»(με προφανή αναφορά στην ποσότητα του υλικού που τράβηξε). Η πρώτη έκδοση αποτελεί μέχρι σήμερα ένα μικρό τοτέμ, ένα από τα ακριβότερα κινηματογραφικά βιβλία που μπορεί να αποκτήσει κάποιος. Η ταινία του παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 1937 υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα θεάματα εκείνης της περιόδου και αποδείχτηκε καθοριστική για την καριέρα του Πάουελ. Ανάμεσα στους πολλούς που ενθουσιάστηκαν με το φιλμ ήταν και ο «πατέρας» των Βρετανών παραγωγών, ο ουγγρικής καταγωγής Αλεξάντερ Κόρντα, που όχι μόνο προσέγγισε τον Πάουελ αλλά του σύστησε και σε έναν συμπατριώτη του, με τον οποίο πίστευε ότι θα μπορούσαν να συνεργαστούν, τον Έμεριχ Πρέσμπεργκερ. Το δίδυμο Πάουελ-Πρέσμπεργκερ μεγαλούργησε τα επόμενα χρόνια, συνυπογράφοντας μερικά από τα ομορφότερα classics του βρετανικού σινεμά, όπως το «Ζήτημα ζωής και θανάτου», ο «Μαύρος Νάρκισσος» και τα «Κόκκινα Παπούτσια» (ειρωνεία της τύχης, αφού όλα τους κομψοτεχνήματα του σινεμά του στούντιο, του είδους δηλαδή από το οποίο ο Πάουελ προσπάθησε να αποδράσει), και είναι μάλλον το σημαντικότερο ζευγάρι σκηνοθετών στην ιστορία του μέσου.
Η μόνη αρνητική εμπειρία του Πάουελ από το «Edge of the world» ήταν πως ξόδεψε τα κέρδη από την ταινία στο δικαστήριο, μια που οι κάτοικοι της St Kilda (αυτοί που του απαγόρευσαν να γυρίσει την ταινία του εκεί) τον κατηγόρησαν για λογοκλοπή. Από τη Foula όμως είχε μόνο ευχάριστες αναμνήσεις και ήλπιζε πως κάποια στιγμή θα την επισκεπτόταν ξανά. Αυτή η επιθυμία άρχισε να μετατρέπεται σε όνειρο απατηλό, όταν για χρόνια έμενε στο περιθώριο, με τις ταινίες του να έχουν ξεχαστεί από το βρετανικό κοινό. Χάρη στον αστείρευτο σινεφίλ Μάρτιν Σκορσέζε, το έργο των Πάουελ-Πρέσμπεργκερ επανεκτιμήθηκε, οι ταινίες τους ξαναπαίχτηκαν σε φεστιβάλ και μπήκαν σε πολλά βρετανικά σπίτια μέσω της τηλεόρασης. Το BBC, θέλοντας να κάνει ένα ξεχωριστό event για την πρώτη προβολή του «Edge of the world» στη βρετανική τηλεόραση το 1978, πραγματοποίησε το όνειρο του Πάουελ. Ο 73χρονος πια σκηνοθέτης ταξίδεψε (με ελικόπτερο πλέον), μαζί με τον ηθοποιό του Τζον Λόρι και κάποια ακόμη μέλη της τότε αποστολής, για να ξαναπατήσουν τα χώματα της Foula, να αγναντέψουν και πάλι τη θάλασσα από τις άκρες των γκρεμών της και, κυρίως, να αγκαλιαστούν με όσους τους βοήθησαν στα γυρίσματα της ταινίας και ήταν ακόμη εν ζωή. Το συγκινητικό εικοσάλεπτο ντοκιμαντέρ που προέκυψε, το «Return to the Edge of the World», είναι το τελευταίο και γλυκύτατο κεφάλαιο μίας από τις ωραιότερες κινηματογραφικές ιστορίες που συνέβησαν ποτέ.
Michael Powell - Return to the Edge of the World
σχόλια