Η Βίκυ Παπαδοπούλου είναι από τις ηθοποιούς που εξακολουθούν να εργάζονται το διάστημα της πανδημίας, έτσι το να τη συναντήσεις δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα. Ανάμεσα στα πιεστικά καθημερινά γυρίσματα –με μεγάλη προσοχή, θερμομετρήσεις, μάσκες, γάντια και συνεχείς απολυμάνσεις, όπως μου εξήγησε– της νέας σεζόν της τηλεοπτικής σειράς «Έτερος Εγώ» του Σωτήρη Τσαφούλια βρήκε εν τέλει λίγο χρόνο για ένα ραντεβού στη γειτονιά της, στο Χαλάνδρι, εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα.
Παρότι καθίσαμε σε ένα στενάκι παράπλευρα της κεντρικής πλατείας του Αγίου Νικολάου, δεν αποφύγαμε τα βλέμματα, που συχνά στρέφονταν επάνω της. Όσο κι αν δεν θέλει να μιλάει γι' αυτό, είναι από τις πιο αναγνωρίσιμες ηθοποιούς.
Αν και η οικονομική κρίση ανέκοψε την τηλεοπτική παραγωγή την τελευταία δεκαετία, ανήκει στη γενιά εκείνη που πρόλαβε να πρωταγωνιστήσει σε μερικές από τις πιο δημοφιλείς σειρές της ανέφελης, προ κρίσης περιόδου, γεγονός που της έδωσε τα εχέγγυα να συνεχίσει να συμμετέχει τη δύσκολη οικονομικά δεκαετία σε αρκετές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές δουλειές υπό λιγότερο ευμενείς συνθήκες. Αλλά αυτό δεν είναι και τόσο παράξενο, όταν η πρώτη της εμφάνιση στην τηλεόραση είχε την υπογραφή του Νίκου Περάκη και στη μεγάλη οθόνη του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Πόσο μάλλον όταν πρωταγωνίστησε στο «Δυο μέρες μόνο» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη.
Το παράδοξο είναι ότι για την ίδια όλα αυτά δεν αποτελούσαν την εκπλήρωση των ονείρων της, μάλλον το αντίστροφο. Στα εφηβικά της χρόνια πίστευε, ως παθιασμένη σινεφίλ που υπήρξε, ότι θα γινόταν κριτικός κινηματογράφου. Έτσι, βρέθηκε σε δραματική σχολή για να μάθει τα μυστικά των ηθοποιών και κατέληξε να γίνει μία από αυτούς.
Τώρα που ολοκληρώθηκε η ταινία και πήγε στα σινεμά με ενδιαφέρει να πάει ο κόσμος να τη δει. Εκτός του ότι με ενδιαφέρει να πηγαίνουν καλά όλες οι ελληνικές ταινίες ‒δυστυχώς, οι Έλληνες σνομπάρουν τις ελληνικές ταινίες‒, θέλω να δίνονται λεφτά και να γίνονται ταινίες.
Στο θέατρο, βέβαια, θα μπορούσες ίσως να τη χαρακτηρίσεις outsider, καθώς δεν ανήκει σε καμία συγκεκριμένη θεατρική παρέα, λ.χ. εκείνες τις εκλεκτικές παρέες των δύσκολων ρεπερτορίων και των σκηνοθετικών ακροβασιών. Ωστόσο, είχε τη μεγάλη τύχη να την επιλέξει ο διεθνής Ρόμπερτ Γουίλσον να υποδυθεί τη Ναυσικά στην Οδύσσειά του, το 2012, όταν συνέπραξε με το Εθνικό Θέατρο, έτσι βρέθηκε να παίζει όχι μόνο στην Κεντρική Σκηνή του Μεγάρου Τσίλερ της Αγίου Κωνσταντίνου αλλά και για δύο σεζόν στο Πίκολο Τεάτρο του Μιλάνου.
Θυμάται σχετικά με εκείνη την εμπειρία: «Ο Γουίλσον είναι ένας ευφυής και πολύ απαιτητικός άνθρωπος, κι εκεί που λες "δεν αντέχω άλλο", με την προσωπικότητά του σου δίνει την ώθηση να συνεχίσεις και να περάσεις τα όριά σου και να πας ένα βήμα παραπέρα. Η συγκεκριμένη συνεργασία, πέρα από ότι τον θαύμαζα πάρα πολύ, με εξέλιξε και ως άνθρωπο και ως ηθοποιό. Το άλλο ευτυχές ήταν ότι κατάφερε να συντονίσει μια ομάδα 17 ατόμων, διαφορετικές προσωπικότητες, ώστε να είμαστε πειθαρχημένοι και να βγαίνει η παράσταση κάθε βράδυ έτσι όπως έπρεπε. Γιατί μια παράσταση του Γουίλσον κρίνεται στη λεπτομέρεια. Μας έδεσε τόσο πολύ που δεν υπήρξε ποτέ τσακωμός, ποτέ αντιπαράθεση, αντιθέτως μόνο εκτίμηση και σεβασμός. Οι δύο μήνες στο Μιλάνο θα μου μείνουν αξέχαστοι, το ιταλικό κοινό ήταν απίστευτα θερμό και ενθουσιώδες».
Από την άλλη, το ευρύτερο θεατρόφιλο κοινό τη γνώρισε με τον πιο αναπάντεχο τρόπο, μέσα από μια παράσταση που αρχικά απευθυνόταν σε έναν συγκεκριμένο τύπο θεατών, τους πιστούς του Θεάτρου Τέχνης. Το ισπανικό έργο Μέθοδος Γκρόνχολμ του Τζόρντι Γκαλθεράν, σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου, που πρωτοανέβηκε το 2006, αποτέλεσε τόσο μεγάλη επιτυχία, που ξαναπαίζεται από καιρό σε καιρό και η βασική του διανομή, στην οποία ανήκει και η Βίκυ, επανέρχεται συχνά, όπως έγινε και τη χειμερινή σεζόν που μας πέρασε, σε μια αναβίωσή του από τον σκηνοθέτη Γιάννη Μόσχο στο θέατρο Άνεσις.
Πιθανόν η επιτυχία του σχετίζεται και με το θέμα του έργου, αφού τέσσερις υποψήφιοι για μια διευθυντική θέση σε πολυεθνική εταιρεία δέχονται μια σειρά από σαδιστικά τεχνάσματα επιβίωσης, ώστε να επιλεγεί ο πιο άξιος. Ένα έργο που σήμερα μοιάζει να έχει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα.
Σχολιάζει η ίδια: «Ήταν το πρώτο ισπανικό έργο τέτοιου είδους, όπου η μία έκπληξη διαδεχόταν την άλλη. Ένα κείμενο το οποίο είχε ενθουσιάσει, γιατί πραγματικά ήταν πρωτότυπο και πολύ επίκαιρο τότε. Μετά ζήσαμε την κρίση και τώρα αισθάνομαι ότι είναι ακόμα πιο επίκαιρο, δηλαδή αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στους τέσσερις υποψηφίους, να πρέπει να φάει ο ένας τον άλλον για να καταφέρει να επιβιώσει, γιατί αυτό του επιβάλλεται. Αυτό το βιώσαμε πολύ έντονα μέσα στην κρίση και αμέσως μετά. Η κρίση μάς άλλαξε.
Η Μέθοδος Γκρόνχολμέτυχε να γίνει μια μεγάλη εμπορική επιτυχία, και βέβαια στο Υπόγειο του Τέχνης, γιατί έχει σημασία και το πού συμβαίνει. Από κει και πέρα, επειδή έχω δουλέψει από το Θησείο έως το Βρυσάκι στην Πλάκα, δηλαδή ποτέ σε μεγάλες εμπορικές παραγωγές, έχω να πω ότι είτε πρόκειται για εμπορικό θέατρο είτε για κάτι πιο εναλλακτικό, παραμένει θέατρο, οπότε σημασία έχει να αρέσει στο κοινό. Αυτός είναι ο σκοπός όλων μας έτσι κι αλλιώς. Αν την τέχνη δεν την κοινωνήσεις, δεν έχει νόημα. Προσωπικά, μια εστέτ παράσταση όπου θα έρθουν δύο άτομα, δεν με ενδιαφέρει»
Κατά τα άλλα, αν και είναι λίγο υπερφίαλο να ισχυριστείς κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, που δεν έχει ανάλογη βιομηχανία, η Βίκυ Παπαδοπούλου θα λέγαμε ότι είναι μια κινηματογραφική ηθοποιός. Ακόμα και οι τηλεοπτικές της συμμετοχές, κάτι που δεν είναι τυχαίο και αποτελεί δική της επιλογή, ήταν με κινηματογραφικούς όρους.
Τη ρωτάω αν η ίδια ξεχωρίζει υποκριτικά τον κινηματογράφο από το θέατρο. Μου απαντάει: «Από άποψη προσωπικής δουλειάς, άγχους και διαδικασίας, όχι. Γιατί και στο σινεμά, εγώ τουλάχιστον, κάνω πολλές πρόβες με τον σκηνοθέτη, κουβεντιάζω πολύ μαζί του, προσπαθούμε να βρούμε κοινά πατήματα και ουσιαστικά με ενδιαφέρει να εξυπηρετήσω το όραμά του. Αυτό κάνω και στο θέατρο. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι τελείως διαφορετικό. Στο σινεμά ακολουθείται μια ολόκληρη διαδικασία με πολλούς παράγοντες, εμπλέκεται το μοντάζ, ενώ το θέατρο είναι μια παραστατική τέχνη που γεννιέται και πεθαίνει μέσα σε 2-3 ώρες.
Στο θέατρο παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο και το κοινό. Αυτό είναι το πιο γοητευτικό, καθιστώντας κάθε παράσταση διαφορετική. Στο σινεμά θα κάνεις 2-4 λήψεις και στο τέλος ο σκηνοθέτης θα διαλέξει μία από αυτές και πάει τελείωσε. Η δουλειά πίσω από αυτό, το διάβασμα, οι πρόβες, η συγκέντρωση, είναι ίδια, το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό. Επίσης, εγώ αλλιώς διαχειρίζομαι τον εαυτό που επάνω στη σκηνή και αλλιώς όταν με βλέπει μια κάμερα. Στο θέατρο υπάρχει μέσα μου μια ελευθερία. Την ώρα που θα αισθανθώ κάτι, θα το εκφράσω όσο καλύτερα μπορώ και δεν θα το καταπιέσω. Μπορεί το συναίσθημα αυτό και η ελευθερία μου να με πάνε κάπου και να με κάνουν πιο υπερβολική, αλλά, αν είναι αληθινά, θα το εκμεταλλευτώ. Ενώ στο σινεμά, επειδή είναι όλα μεγεθυμένα, πρέπει να είμαι συγκρατημένη, απόλυτα συγκεντρωμένη και απόλυτα πειθαρχημένη. Όχι ότι το θέατρο δεν θέλει απόλυτη πειθαρχία, αλλά είναι ανάλογα με το τι σου επιτρέπει κάθε σκηνοθέτης».
Οι μέχρι τώρα επιλογές σου σε δικαιώνουν; «Εμένα, εκείνο που πάντα με ενδιαφέρει, είναι το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Συνήθως, ναι, με δικαιώνουν. Όταν παίρνω ένα σενάριο, το διαβάζω, κι αν μου αρέσει, βλέπω τους συντελεστές. Αυτά παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο για μένα. Όχι πόσα εισιτήρια θα κόψει η ταινία ή αν θα πάει στο φεστιβάλ. Αφού τη γυρίσουμε, τότε αρχίζουν να με απασχολούν όλα αυτά.
Τώρα, με τον Γιάννη Οικονομίδη, φυσικά με ενδιέφερε το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αλλά του έχω τεράστια εμπιστοσύνη, οπότε ήμουν σίγουρη. Με το που ολοκληρώθηκε η ταινία και βγήκε στα σινεμά με ενδιαφέρει να πάει ο κόσμος να τη δει. Εκτός του ότι με ενδιαφέρει να πηγαίνουν καλά όλες οι ελληνικές ταινίες ‒δυστυχώς, οι Έλληνες σνομπάρουν τις ελληνικές ταινίες‒, θέλω να δίνονται λεφτά και να γίνονται ταινίες. Θέλω να αναγνωρίζεται η δουλειά του Γιάννη και όλων των υπόλοιπων συντελεστών της ταινίας. Θέλω να μοιραστώ αυτή την ταινία με τον κόσμο, γιατί είναι μια ταινία που μ' αρέσει. Θέλω να κόψει εισιτήρια».
Η πρώτη της συμμετοχής σε ταινία του Οικονομίδη ήταν στο Μικρό Ψάρι. Στη Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς, που παίζεται αυτήν τη στιγμή με μεγάλη επιτυχία στους θερινούς κινηματογράφους, της εμπιστεύτηκε τον κεντρικό γυναικείο χαρακτήρα, της Όλγας.
Τη ρωτάω πόσο διέφερε η συνεργασία της με τον Οικονομίδη σε σχέση με προηγούμενες εμπειρίες της. Μου λέει: «Καταρχάς, να πω ότι εγώ, έτσι κι αλλιώς, τον θαύμαζα. Οι αγαπημένοι μου εμένα είναι ο Κιούμπρικ, ο Κασαβέτης, ο Ταραντίνο, κι ο Γιάννης είναι ένας συνδυασμός όλων αυτών. Όταν τελικά συνεργαστήκαμε, κατάλαβα ότι δεν είναι απλώς ένας ακόμα σκηνοθέτης που θαυμάζω, αλλά ένας άνθρωπος που θέλω να έχω στη ζωή μου. Εκτός του ότι ο Γιάννης είναι ένας πολύ έξυπνος και πολύ ταλαντούχος σκηνοθέτης ‒γιατί το ταλέντο δεν είναι ένα πράγμα, είναι ένα μπουκέτο πραγμάτων, κι ο Γιάννης το έχει αυτό το μπουκέτο‒, είναι κάποιος που μπορεί να σε φτάσει στα όριά σου και να σε κάνει να τα ξεπεράσεις. Τον ξεχωρίζω όπως ξεχωρίζω τον Μπομπ Γουίλσον.
Εμένα μου αρέσει πολύ αυτό, γενικά είμαι άνθρωπος που αντέχει το ξύλο, επαγγελματικά. Ξέρω ότι συνήθως με εξελίσσει. Μπορεί να γίνει πολύ αυστηρός, αλλά όλο αυτό το μπουκέτο εμένα με γεμίζει. Νιώθω ασφάλεια μαζί του, γιατί ξέρει τι θέλει. Θα μου το εξηγήσει, θα το συζητήσουμε, θα με ακούσει, θα τον ακούσω, με κάποιον τρόπο σε κάνει να αισθάνεσαι ότι βάζεις κι εσύ το λιθαράκι σου. Σε κάνει σύμμαχο. Είναι επίμονος, πολλές φορές μπορεί να γίνει και ξεροκέφαλος, αλλά σίγουρα είναι ένας σκηνοθέτης που με έχει βοηθήσει να εξελιχθώ. Με έκανε καλύτερη ηθοποιό απ' ό,τι ήμουν στο σινεμά».
Εννοείς ότι σε έκανε να λυθείς; «Δεν είναι μόνο ότι με έλυσε. Ξέρεις, ο Γιάννης σου δείχνει μεγάλη εμπιστοσύνη και επειδή είναι πολύ καλός άνθρωπος, του αρέσει να δουλεύει με καλούς, ντόμπρους και ειλικρινείς ανθρώπους και θέλω να πιστεύω ότι είμαι κι εγώ ευθύς άνθρωπος κι αυτό το έχει αναγνωρίσει. Παρόλη την αυστηρότητα και την απαιτητικότητά του, είναι πολύ τρυφερός άνθρωπος. Πώς είναι ο μπαμπάς σου, που σε μαλώνει και ταυτόχρονα είναι ο πατέρας σου ‒ αυτός είναι ο Γιάννης. Αυτός ο συνδυασμός σε αφοπλίζει, παραδίνεσαι στα χέρια του. Ξέρω ότι θέλει μόνο το καλό μου, οπότε μέσα σε αυτό νιώθω μια ασφάλεια κι έχω τρομερή όρεξη να δουλεύω μαζί του, δηλαδή με έναν άνθρωπο που αγαπώ, γιατί τον Γιάννη τον αγαπώ, δεν έχω αγαπήσει όλους εκείνους με τους οποίους έχω συνεργαστεί στη ζωή μου. Οπότε, μου πρόσφερε τρομερή χαρά!».
Ο ρόλος της Όλγας χαρακτηρίστηκε η «ωραία κοιμωμένη» της ταινίας. Άθελά της προκαλεί μια σειρά από εκρηκτικές εξελίξεις, ενώ εκείνη πέφτει σε νάρκωση. Αυτό είναι και ένα από τα πιο αφοπλιστικά στοιχεία σε αυτήν τη σαρωτική μαύρη κωμωδία. «Η Όλγα λειτουργεί και με το συναίσθημα, δεν κάνει όλα όσα κάνει σκεπτόμενη πονηρά. Είναι μια γυναίκα που έχει σπουδάσει, είναι ψαγμένη, ακούει ροκ μουσική, διαβάζει το Γκιακ, βλέπει ταινία του Τσιώλη, και γοητεύεται από το ακριβώς αντίθετο της, το λαϊκό αρσενικό. Ερωτεύτηκε τον άντρα της, αλλά όταν κατάλαβε πόσο καταπιεστικός και δύσκολος χαρακτήρας είναι, αποφάσισε να φύγει από τον δυστυχισμένο γάμο της. Βρήκε αφορμή να το κάνει με έναν νεαρό πρώην τραγουδιστή, άρπαξε την ευκαιρία, σηκώθηκε κι έφυγε. Άρπαξε το εκατομμύριο μόνο και μόνο για εκδίκηση. Γιατί λειτούργησε με το συναίσθημα, δεν είχε σκοπό να εκμεταλλευτεί κάποιον, αντέδρασε αθώα. Αλλιώς θα την είχαν φάει».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ταινία οι δύο άντρες (Γιάννης Τσορτέκης - Βασίλης Μπισμπίκης), ανταγωνιστές για τα μάτια της Όλγας, εξαρτώνται από τη μάνα τους, ενώ στην περίπτωση εκείνης βλέπουμε την άλλη όψη του νομίσματος, τη σχέση πατέρα-κόρης. Καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας τού δίνει αναφορά σε κάθε της βήμα.
Μου λέει: «Οι δυο μάνες της ταινίας έχουν σταθεί στα πόδια τους στην επαρχία, χωρίς συζύγους, είναι δυναμικές προσωπικότητες με γιους που παίζουν τον ρόλο μάνας-πατέρα. Οπότε δεν είναι απλές μάνες, είναι κάτι παραπάνω. Η Όλγα ξέρει ότι ως γυναίκα μπορεί να επιβιώσει, ότι μπορεί να σταθεί πιο εύκολα στα πόδια της. Μια κόρη νοιάζεται για τον πατέρα της γιατί θεωρεί ότι είναι πιο ευάλωτος ‒ άλλωστε είναι μέσα στη φύση των γυναικών να φροντίζουν τον αδύναμο. Εδώ ο πατέρας προσπαθεί να προστατεύσει την κόρη του γιατί καταλαβαίνει ότι δεν είναι καλά, της λέει "παράτα τα όλα και γύρνα πίσω". Αλλά, ναι, υπάρχει στην Μπαλάντα το σύνδρομο της Ηλέκτρας, όπως στις περισσότερες ελληνικές οικογένειες».
Αναγνωρίζεις τις καταστάσεις στην ταινία, σου είναι γνώριμο το περιβάλλον που ανασυνθέτει ο Οικονομίδης; «Φυσικά και τα αναγνωρίζω! Τα περισσότερα καλοκαίρια μου τα έχω περάσει στην Κορώνη και στην Πάτμο. Βαθιά επαρχία και τα δυο μέρη. Δεν υπάρχει αμφιβολία, τα μεγαλύτερα εγκλήματα γίνονται στην ελληνική επαρχία. Η ανάγκη τού να υπάρχεις μέσω του χρήματος σε οδηγεί να κάνεις τα πάντα, μόνο και μόνο για να είσαι ο πρώτος και μοναδικός, θα πατήσεις επί πτωμάτων, θα φτάσεις να σκοτώσεις. Είναι κάτι που το βλέπεις σε μία καφετέρια μέχρι σε μία μεγαλοεταιρεία, καταστάσεις που έχουν κοινά με τη "Μέθοδο Γκρόνχολμ"».
Όσο μιλάμε παρατηρώ πόσο λαμπερή και όμορφη είναι, κάτι που όλοι έχουμε διαπιστώσει και στην οθόνη. Αναρωτιέμαι αν την ανησυχεί το πέρασμα του χρόνου, το σύνδρομο Αλεξάντρα ντελ Λάνγκο (η σταρ στο «Γλυκό πουλί της νιότης του Τένεσι Γουίλιαμς που αποδρά από την πρεμιέρα της, όταν βλέπει τις πρώτες ρυτίδες στην οθόνη). Μειδιώντας, απαντάει: «Το πέρασμα του χρόνου το απολαμβάνω. Αυτό που με αγχώνει και με στενοχωρεί για αργότερα είναι ότι δεν γράφονται ρόλοι για μεγάλες γυναίκες στο σινεμά. Ούτε για τους άντρες, δεν ασχολούμαστε πολύ με τη μεγαλύτερη ηλικία. Σε προσωπικό επίπεδο, όμως, δεν με αγχώνει γιατί όσο μεγαλώνω μου αρέσω περισσότερο, όχι απαραίτητα εξωτερικά ‒ μάλλον έχει να κάνει με την αποδοχή αυτό. Αλλά θέλω να δω τον εαυτό μου μεγάλο, θέλω πάρα πολύ. Φοβάμαι τον θάνατο κι αυτό θα είναι μια νίκη!».
Και με την κριτική κινηματογράφου τι θα γίνει; Θα ασχοληθείς ποτέ; «Ε, όταν γίνω 60 και έχω αποκτήσει μεγάλη πείρα, ίσως εν τέλει ευνοήσουν οι περιστάσεις ώστε να αρχίσω να γράφω κι εγώ...».
σχόλια