Εφοδιασμένη με ανεξίτηλη μάσκαρα, εξίσου ζωηρά περιγεγραμμένα χείλη κι ένα κατασκευασμένα ορθάνοιχτο βλέμμα που παρακολουθούσε τα πάντα σαν χαρούμενο περισκόπιο, η Τάμι Φέι Λαβαλέ από τη Μινεσότα ξεχύθηκε στον κόσμο με ανεβασμένη διάθεση και μεταδοτικά ακμαίο ηθικό, αν και με πιο ταπεινό πρόσωπο και ήπια χαρακτηριστικά στα άγουρα νιάτα της – ένα κορίτσι σαν και τ’ άλλα, φτωχή, από σπίτι χωρισμένων γονέων, με αυστηρή και καχύποπτη μητέρα (εξαιρετική η θεατρική ηθοποιός Τσέρι Τζόουνς), πιστή χριστιανή, παρθένα ωσότου γνωρίσει και ερωτευθεί τον Τζιμ Μπέικερ, τον ορμητικό νεαρό τότε, θρήσκο άνδρα που καθόρισε τη ζωή της και άντλησε δύναμη από την πάντα ενθαρρυντική στάση της αγαπημένης του.
Όταν μαζί κατάλαβαν πως το κήρυγμα που τους άρεσε θα μπορούσε να λειτουργήσει σε μορφή περιοδείας, σαν θρησκευτικό stand up, ανακάλυψαν το επάγγελμα που τους ταίριαζε, ουσιαστικά επανεφευρίσκοντας μια παλιά αλλά ξεπερασμένη πρακτική σε μοντέρνους μεταπολεμικούς καιρούς.
Η τηλεόραση τσίμπησε τον Τζιμ και η αρχικά παραγκωνισμένη Φέι τρύπωσε με αφοπλιστική αυθάδεια σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον, κλέβοντας την παράσταση από τον συμπαθή αλλά πιο μονοκόμματο άνδρα της. Πολλούς αναστάτωσε, και ακόμη περισσότερους εξόργισε με το τσαγανό σουμπρέτας που εξαπέλυσε, αλλά το κοινό γρήγορα ανταπέδωσε το διάπλατο χαμόγελο σε μια νέα γυναίκα που είχε ανέκαθεν το ψώνιο της αρτίστας, και ενσωμάτωσε μια μουσικοχορευτική, εντελώς αμερικανική εσάνς στον κανόνα των ευαγγελίων και τη σεναριακή σκαλέτα των εύπεπτων παραβολών που αποτελούσε το καθημερινό πρόγραμμα του ζεύγους.
Κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται παρωχημένο για τα '60s των πολιτικών κατακτήσεων και της αντικουλτούρας, η συντηρητική πλευρά της βαθιάς Αμερικής ήταν πάντα στη θέση της και άργησε να αφομοιωθεί, ή τουλάχιστον να συνειδητοποιήσει πως δεν αποτελεί την πλειοψηφία.
Χωρίς να είναι χειροτονημένη ή αναγνωρισμένη από κάποιο δόγμα, η ανεπίσημη ιέρεια αλλά εξαιρετικά λαοφιλής Τάμι Φέι εξελίχθηκε σε πρότυπο και ηρωίδα, προκαλώντας πάντα τον κρυφό γέλωτα των κυνικών και κοσμικών με τα τερτίπια και την ακατανίκητη ανάγκη της να βρίσκεται συνεχώς μπροστά από ένα μικρόφωνο ή μια κάμερα ή έναν προβολέα.
Η γραμμική, στάνταρ βιογραφία του ηθοποιού και σκηνοθέτη Μάικλ Σοουάλτερ παρακολουθεί τη μετεωρική άνοδο και τη λερωμένη κατάρρευση ενός τηλεοπτικού φαινομένου, από εκείνα τα φρούτα που ευδοκιμούν στον Νέο Κόσμο, επειδή βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε ένα κοινό που θεωρεί (ή τουλάχιστον θεωρούσε) τον μικρό δέκτη του σπιτιού του ως ναό ψυχαγωγίας, κατανάλωσης αλλά και πίστης.
Η ταινία The Eyes of Tammy Faye δεν φτάνει ως την τραγική αυλαία της ζωής της πρωταγωνίστριας, όταν αρρώστησε σοβαρά από καρκίνο αλλά δεν σταμάτησε να ελπίζει και να εμφανίζεται σε συνεντεύξεις και να μοιράζεται την πίστη της με τον λαό, όπως συνέβη στην τελευταία της συνέντευξη στον Λάρι Κινγκ, όπου είναι δύσκολο να αντικρίζεις μια αποστεωμένη φιγούρα που μετά βίας ψιθυρίζει τις ακατάστατες σκέψεις της.
Ωστόσο επικεντρώνεται στις συνέπειες της παραβατικής συμπεριφοράς του Τζιμ Μπέικερ, ο οποίος καταχράστηκε τα χρήματα του ποιμνίου και κατηγορήθηκε για βιασμό, αν και η ταινία προτιμά να περιορίσει τις ατασθαλίες του στα οικονομικά και την απιστία, στο μέτρο που επηρέασε προσωρινά τη δημόσια εικόνα και της Τάμι Φέι.
Εκείνη προσπάθησε να αντιμετωπίσει στωικά και αξιοπρεπώς το σοκ, και κατάφερε να σταθεί στα πόδια της, αν και τραυματισμένη από τα σκάγια μιας άσχημης κατάστασης – δεν επρόκειτο για απλούς επιχειρηματίες, αλλά για ζεύγος που ειδικευόταν στον παραδειγματισμό και αξίωνε την εμπιστοσύνη, αποσπώντας εκατομμύρια δολάρια από τηλεοπτικού άμβωνος.
Στο μεταξύ, η αεικίνητη, ανήσυχη περσόνα πλέον είχε κερδίσει πόντους με τη συμπονετική της στάση απέναντι στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, έχοντας αγκαλιάσει ανθρώπους που καμία οργανωμένη Εκκλησία δεν τολμούσε να αποδεχθεί.
Χωρίς να είναι χειροτονημένη ή αναγνωρισμένη από κάποιο δόγμα, η ανεπίσημη ιέρεια αλλά εξαιρετικά λαοφιλής Τάμι Φέι εξελίχθηκε σε πρότυπο και ηρωίδα, προκαλώντας πάντα τον κρυφό γέλωτα των κυνικών και κοσμικών με τα τερτίπια και την ακατανίκητη ανάγκη της να βρίσκεται συνεχώς μπροστά από ένα μικρόφωνο ή μια κάμερα ή έναν προβολέα.
Όλοι την καλούσαν για μια χαριτωμένη κουβεντούλα, ακόμη και ο Ντέιβιντ Λέτερμαν, ίσως για να σπάσουν πλάκα, σίγουρα για να κάνουν τηλεθέαση, κι αυτή συνέχιζε το τροπάρι της και διαιώνιζε την καλοφτιαγμένη εικόνα της – έτσι τη βρίσκουμε στο ξεκίνημα της ταινίας, αμετακίνητη στο μακιγιάζ και στην ιδέα που είχε για την δημόσια παρουσία της.
Η Τζέσικα Τσαστέιν, με άξιο συνοδοιπόρο τον Άντριου Γκάρφιλντ, δίνει νόημα σε αυτό το biopic γιατί αφοσιώνεται στον υπερβολικό χαρακτήρα της Τάμι Φέι, που ποτέ δεν καταλαβαίνουμε στα σίγουρα αν πιστεύει πραγματικά στην παραμυθένια κατασκευή της ή αν τα δάκρυά της είναι κροκοδείλια – όπως, αντίστοιχα, τα γέλια της είναι εξαναγκασμένα.
Εξομολογητική και ειλικρινής σαν ανοιχτό βιβλίο, η δική της Τάμι Φέι, επιτήδεια και μάρτυρας ταυτόχρονα, γίνεται αντιληπτή μόνο στο πλαίσιο της αμερικανικής πραγματικότητας της αγοραπωλησίας, στο στυλ του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Ο Τζιμ είχε στο νου του προφανώς το κέρδος, ενώ η Τάμι Φέι επιθυμούσε την αγάπη, την εκβίαζε νομότυπα και την εμπορεύτηκε με κυρήγματα, συνεντεύξεις, δηλώσεις, με διαχυτικούς τρόπους που προοικονομούν τη μεθοδολογία των reality shows.
Η Τσαστέιν πήρε προσωπικά το project, επένδυσε 10 χρόνια από τη ζωή της προσπαθώντας να το φέρει στο φως, και οι κόποι της ανταμείφθηκαν με το βραβείο SAG που κέρδισε, ανατρέποντας τα προγνωστικά. Σε μια οσκαρική κούρσα από την οποία απουσιάζει η Lady Gaga ίσως προηγείται, αλλά πλέον ελαφρά, η Νικόλ Κίντμαν, περιμένει στη γωνία η Κρίστεν Στιούαρτ και δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει αποσπάσει κανένα βραβείο μέχρι στιγμής η Ολίβια Κόλμαν, η Τζέσικα Τσαστέιν μπαίνει δυναμικά, με ένα ολοκληρωμένο, κωμικοτραγικό, πολύ διασκεδαστικό πορτρέτο μιας γυναίκας που βαφόταν κλόουν για να σώσει τις ψυχές αγνώστων, χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς σκεφτόταν στην απρόβλεπτη πορεία της.