Τον Αύγουστο δεν βλέπω ταινίες. Δεν ήταν πάντα έτσι. Μικρότερος, κυνηγούσα με έναν συμμαθητή μου όλες τις απίθανες καλλιτεχνικές σε θερινά που δεν είχα ακούσει ξανά, σε γειτονιές που δεν είχα πάει ποτέ, από την Καλλιθέα ως τη Νέα Ελβετία. Με τον ίδιο αποκτήσαμε την επίσης αυγουστιάτικη απορία, το 1982, για το πού ακριβώς είχαν βρει τις παραλίες στο Summer Lovers (έπαιζε και ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, εκτός από τον Γκάλαχερ και τη Χάνα).
Ξέραμε ότι κάποιες από αυτές βρίσκονταν όντως στη Σαντορίνη, αλλά, εκεί που κολυμπούσαν στο Κόκκινο Λιμανάκι, ξεβράζονταν μαγικά σε ένα άλλο νησί - το μοντάζ είχε μπλέξει την Κρήτη και τη Μύκονο στην εξίσωση του τριολέ. Ακόμη μικρότερος, είχα τη φυσική περιέργεια να δω μια από τις ερωτικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, ελλείψει βίντεο και διαδικτύου.
Με πιάνει από το γιακαδάκι, με οδηγεί στο ταμείο, αισθάνομαι πως δίνω εξετάσεις, με πιάνει από τους ώμους και στέκεται ακριβώς από πίσω μου, ρωτώντας με αυτοπεποίθηση την κυρία που έκοβε τα εισιτήρια: ο μικρός μπαίνει; Κι εκείνη του απαντάει: «Γιατί, νομίζεις πως μπαίνεις εσύ; Ταυτότητα όλοι σας. Το έργο είναι ακατάλληλο από 18».
Έριχνα κλεφτές ματιές στις μικρές αφίσες, τα lobby cards που αναρτούσαν για τα προσεχώς στα χασάπικα και τα παντοπωλεία της γειτονιάς. Πρέπει να ήμουν 10 ετών, όταν ο αδελφός μου, 5 χρόνια μεγαλύτερος, αποφάσισε να με πάρει μαζί του στο σινεμά, για να δούμε ένα φιλμ με επικό τίτλο και απαραιτήτως τον Νομικό σε ρόλο επιβήτορα/κακού - ή το Κορίτσι και το άλογο, ή τα Παιδιά των λουλουδιών. Ήταν το καλοκαίρι του Αττίλα, ανάμεσα στη Χούντα και τη Μεταπολίτευση, περίοδος σύγχυσης και απαισιοδοξίας, καλή ώρα όπως και τώρα. Μόνο που πλέον το πορνό κρεμιέται στα περίπτερα, ενώ τότε ήταν απαγορευμένη στα ανήλικα ακόμη και η υποψία του.
Ξεκινάμε, λοιπόν, από την Καλλίπολη, ο αδελφός μου, εγώ και η παρέα του που είχε ξεμείνει στον Πειραιά, όλοι 15 με 17 ετών, έτοιμοι για χαβαλέ. Ήταν συνηθισμένο οι Πειραιώτες να μην πηγαίνουν διακοπές, γιατί κάναμε όλοι μπάνιο στα βράχια, εκτός από τις μέρες που φύσαγε Νοτιάς και το καταλαβαίναμε γιατί οι μύτες των καραβιών κοιτούσαν προς το λιμάνι, κι όχι προς το πέλαγος κι έτσι η Φρεαττύδα μετατρεπόταν σε σκουπιδαριό.
Το έργο παιζόταν στο σινεμά Αρμονία, στην οδό Φραγκιαδών, ένα ημιθερινό που μύριζε κλεισούρα και φτηνό αποσμητικό χώρου, από εκείνα που μετά τον Ιούνιο άνοιγαν στο πλάι για να μη σκάει ο κόσμος. Ειδικότης της αίθουσας τα καράτε και τα δεύτερης διανομής ελληνικά (Σταυρίδης, Κωνσταντάρας, Γκιωνάκης) και ξένα εργάκια. Κλασικό συνοικιακό, που τώρα έχει γίνει γυμναστήριο για κυρίες.
Φτάνουμε, λοιπόν, ο αδελφός μου μπαίνει μπροστά και καταλαβαίνει πως με έχει παρατήσει να χαζεύω τις φωτογραφίες, στις οποίες είναι καλυμμένα τα επίμαχα σημεία με αυτοκόλλητα αστεράκια, αλλά είναι πίσω από το τζάμι και κανείς δεν μπορεί να τα ξεκολλήσει για να δει τι κρύβεται πίσω από την εξπρεσιονιστική υποταγή της ξαπλωμένης πρωταγωνίστριας και την απερίστροφη δίψα του ανακαθισμένου εραστή με το σημάδι του μαγιό και τις φαβορίτες εποχής.
Με πιάνει από το γιακαδάκι, με οδηγεί στο ταμείο, αισθάνομαι πως δίνω εξετάσεις, με πιάνει από τους ώμους και στέκεται ακριβώς από πίσω μου, ρωτώντας με αυτοπεποίθηση την κυρία που έκοβε τα εισιτήρια: ο μικρός μπαίνει; Κι εκείνη του απαντάει: «Γιατί, νομίζεις πως μπαίνεις εσύ; Ταυτότητα όλοι σας. Το έργο είναι ακατάλληλο από 18».
Ενίσταται ο μεγαλόσωμος συμμαθητής του αδελφού μου, ο Νίκος, που είναι λίγο τραυλός, και έχει ντουμπλάρει μια χρονιά. Αναλαμβάνει να καθαρίσει, αλλά τρώει κι αυτός τα μούτρα του, κεκεδίζοντας ασταμάτητα από την κόμπλα και το ρεζιλίκι. Δεν έχει ταυτότητα, δεν κερδίζει τη μάχη.
Επιστρέψαμε άπραγοι στα σπίτια μας, σαν σε ταινία του Τορνατόρε, αφού φάγαμε σουβλάκι (τα σουβλατζίδικα ήταν όσα και τα θερινά). Διεγερμένο βυζί θα έβλεπα λίγο αργότερα, σε μια ξεχασμένη φωτογραφία από μπαρ της Τρούμπας. Αλλά το απωθημένο μού έμεινε.
Ίσως γι' αυτό δεν πάω σινεμά τον Αύγουστο, μήπως και δεν με βάλουν.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 28.7.2010
σχόλια