Ο Γκασπάρ Νοέ ήθελε πολύ να έρθει μια ακόμη φορά στην Αθήνα, που αγαπά πολύ, για την πρεμιέρα της νέας του ταινίας που τιμήθηκε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στο φετινό Φεστιβάλ Καννών. Ωστόσο δεν πρόλαβε γιατί «κόλλησε» στο Παρίσι − παρέστη σε πολλές προβολές εκεί, κουράστηκε και αρρώστησε.
Στο «Climax» που είδαμε στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» παρακολουθεί στενά μια ομάδα χορευτών όταν, από την ευφορία των προβών, περνά στην εξαιρετικά δυσάρεστη εμπειρία ενός παρατεταμένου acid trip − κάποιος βάζει LSD στη σανγκρία που όλοι, πλην μίας, καταναλώνουν.
Εκτός από τη Σοφία Μπουτέλα, η συντριπτική πλειοψηφία των πρωταγωνιστών είναι ερασιτέχνες που επιλέχθηκαν με βάση το χορευτικό τους ταλέντο και την προθυμία τους να εκθέσουν το ταμπεραμέντο τους με βάση τα βιώματα και τα ενδιαφέροντά τους.
Ένας νέος σκηνοθέτης συνήθως δεν βρίσκει χρήματα για να γυρίσει μια αξιοπρεπή ανεξάρτητη ταινία. Αναγκάζεται να προσληφθεί σε μια μεγαλύτερη, απρόσωπη παραγωγή. Αν η ταινία πάει καλά εμπορικά, του ζητούν να επαναλάβει ακριβώς την κομεντί ή την περιπέτεια, φέρ' ειπείν. Και κολλάει στο ίδιο είδος. Είναι πολύ δύσκολο να γίνει και πάλι ανεξάρτητος.
Για να τους βρει, ο Νοέ είδε πολλά βίντεο με krump dance, vogueing αλλά και dance μονομαχίες σε δρόμους των παρισινών προαστίων, φέρνοντας μάλιστα έναν χορευτή από το Κονγκό, αφού επικοινώνησε μαζί του μέσω Facebook!
Όπως το συνηθίζει, ο Αργεντινός σκηνοθέτης, που διαμένει και εργάζεται στη Γαλλία, δεν ήταν φειδωλός στην απεικόνιση ακραίων συναισθημάτων σε ένα φιλμ που προορίζεται να ανταποδώσει τη δραματική εμπειρία στους θεατές που θα το δουν.
—Πώς αποφασίζετε να γυρίσετε μια ταινία; Από τη φαντασία σας, από κάτι που ακούσατε, ή διαβάσατε, ή σας απασχολεί για κάποιο χρονικό διάστημα;
Νομίζω ότι όλα παίζουν τον ρόλο τους. Η ιδέα κάθε ταινίας μου είναι μια ανάμεικτη εμπειρία που αποτελείται από άλλες ταινίες που βλέπω, ιστορίες που ακούω από φίλους μου, άρθρα που διαβάζω σε εφημερίδες και περιοδικά. Ή από κάποια ανάγκη μου τη δεδομένη στιγμή. Για το «Climax» η βάση ήταν δύο άλλες ιστορίες που είχα γράψει για μια ομάδα, η συνοχή της οποίας μετατράπηκε σε χάος.
Αρχικά, σκέφτηκα να γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ για ένα γκρουπ χορευτών και, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις σχέσεις και τη δυναμική τους, ίσως να το μετατρέψω σε ψευδοντοκιμαντέρ (mockumentary). Ο παλιός, καλός φίλος και συνάδελφος Αλέν Καβαλιέ με είχε συμβουλέψει να κάνω ταινίες μόνο για ανθρώπους που αγαπώ πραγματικά. Να βρίσκω τον κατάλληλο χώρο, να έχω τους ανθρώπους που θέλω να βλέπω και να τους αξιοποιώ όσο περισσότερο και καλύτερα μπορώ μπροστά στην κάμερα.
Το «Climax» έμοιαζε με πάρτι που διήρκεσε 15 ημέρες και νύχτες. Το όλο πρότζεκτ ξεκίνησε για πλάκα, να δούμε αν θα μπορέσουμε να βγάλουμε τα λεφτά μας, να διαπιστώσουμε αν έχουμε μια ταινία στα χέρια μας. Η έκπληξή μου ήταν πολύ μεγάλη. Στο μέλλον θα επιδιώξω να κάνω μόνο τέτοιες ταινίες. Δεν βρίσκω κανέναν λόγο να αναλώνομαι στη συγγραφή σεναρίων επί μήνες, σε ατελείωτες κουβέντες με ατζέντηδες, σε κάστινγκ ηθοποιών, σε συζητήσεις γύρω από τη διαθεσιμότητά τους, την προπώληση, τα οικονομικά ζητήματα…
—Παρεμπιπτόντως, τα βγάλατε τα χρήματα που επενδύσατε;
Ναι, μια χαρά. Η ταινία βρήκε χρηματοδότες και πουλήθηκε. Τώρα, το αν θα παιχτεί παντού και πώς θα πάει σε χώρες όπως η Ρωσία ή η Ουκρανία δεν το γνωρίζω. Στη Γαλλία και στην Αγγλία, πάντως, όλα πάνε μια χαρά.
—Πώς βλέπετε τον προσανατολισμό και τις επαγγελματικές κινήσεις νέων και αξιόλογων σκηνοθετών σε σχέση με τον τρόπο που προσεγγίσατε εσείς τη δουλειά σας;
Είναι ένας φαύλος κύκλος. Ένας νέος σκηνοθέτης συνήθως δεν βρίσκει χρήματα για να γυρίσει μια αξιοπρεπή ανεξάρτητη ταινία. Αναγκάζεται να προσληφθεί σε μια μεγαλύτερη, απρόσωπη παραγωγή. Αν η ταινία πάει καλά εμπορικά, του ζητούν να επαναλάβει ακριβώς την κομεντί ή την περιπέτεια, φέρ’ ειπείν. Και κολλάει στο ίδιο είδος. Είναι πολύ δύσκολο να γίνει και πάλι ανεξάρτητος.
—Τώρα που αναφέρατε το είδος, εσείς δεν έχετε κάνει genre. Δεν σας αρέσει; Επίσης, κάπου διάβασα πως δεν σας αρέσουν καθόλου τα μιούζικαλ.
Όχι, μου αρέσουν το genre, και τα μιούζικαλ. Όχι όλα. Αγαπώ το «Τραγουδώντας στη βροχή», όπως ο καθένας, νομίζω. Ο Τζιν Κέλι είναι το ελκυστικό στοιχείο στην ταινία αυτή. Λατρεύω τον Μπάσμπι Μπέρκλεϊ, αν και δεν έχω δει ποτέ ολόκληρη ταινία του! Τις έχω δει όλες αποσπασματικά.
Κυρίως, μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους να χορεύουν. Υπνωτίζομαι από τους χορευτές και τους ακροβάτες. Από την άλλη, πήγα να δω το «Flashdance» όχι για τα χορευτικά ή την υπόθεση αλλά για την Τζένιφερ Γκρέι.
Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του «Showgirls»: το κορίτσι ήταν καταπληκτικό. Ομοίως, δεν είχα δει ποτέ τη Σοφία Μπουτέλα (η πρωταγωνίστρια στο «Climax») στις χολιγουντιανές της ταινίες. Γνώριζα τι είχε κάνει, αλλά την είχα ξεχωρίσει στα χορευτικά της βίντεο. Είναι καταπληκτική χορεύτρια.
—Είχε επιφυλάξεις αρχικά, σωστά;
Ναι, μου έκανε εύλογες ερωτήσεις για το σενάριο, αλλά μετά προχώρησε πολύ βαθιά, ήταν εξαιρετικά θαρραλέα.
—Γιατί δεν θα μπορούσατε να γυρίσετε μια τέτοια ταινία στις ΗΠΑ; Είναι το θέμα της πίεσης από τις διαφορετικές κοινότητες που περιορίζει δραματικά το περιεχόμενο των ταινιών;
Στην Αμερική οι κοινότητες δεν εμπιστεύονται η μία την άλλη. Υπάρχει σταθερή και συνεχιζόμενη αντιπαλότητα, γιατί τα μέλη τους προσπαθούν να πετύχουν κοινή συναίνεση και κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν στην ελεύθερη απεικόνιση ενός κινηματογραφικού θέματος. Γι’ αυτό βλέπουμε πως τα περισσότερα blockbusters μοιάζουν σαν να βγαίνουν από ηλεκτρονικό υπολογιστή − όχι όλα, βέβαια.
Ο «Πόλεμος των άστρων» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η «Άφιξη» του Βιλνέβ, το «Ready player one» ή ο «Λύκος της Wall Street» είναι λαμπρές εξαιρέσεις. Στην Ευρώπη είναι πολύ πιο εύκολο να αποκτήσεις και να διατηρήσεις τη δική σου φωνή.
—Είστε Αργεντινός, αλλά η Γαλλία είναι το καλλιτεχνικό σας σπίτι. Γιατί δεν επιστρέψατε ποτέ στην πατρίδα σας;
Ήρθα με τους γονείς μου στη Γαλλία όταν ήμουν 13 ετών. Την εποχή εκείνη ήταν η πιο σοφή απόφαση, λόγω της δικτατορίας. Δεν αισθάνομαι ξένος εδώ. Εδώ μορφώθηκα, εδώ σχηματίστηκε η κουλτούρα μου, εδώ είναι η ζωή και το σπίτι μου. Στη Γαλλία κάνω πραγματικά «κλικ». Ωστόσο, δεν αποκλείεται να επιστρέψω κάποια στιγμή.
—Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για τη γενίκευση: μπορεί να μη συμφωνείτε με τον τίτλο του προβοκάτορα που σας συνοδεύει, αλλά οι ταινίες σας εξακολουθούν να προκαλούν…
Ηχεί παράξενα η λέξη «provocateur» γιατί είναι γαλλική, και είμαι Γάλλος. Το ίδιο και το «enfant terrible» (τρομερό παιδί) ή τα «films maudits» (καταραμένες ταινίες) που λένε πως γυρίζω. Καταλαβαίνω εν μέρει τι μπορεί να σημαίνουν οι ταινίες μου για πολλούς, αλλά ειλικρινά προτιμώ να θεωρώ τον εαυτό μου θαρραλέο και τολμηρό, όπως και οι σκηνοθέτες που θαυμάζω, ο Φασμπίντερ, ο Παζολίνι, ο Κώστας Γαβράς, ο Άλεξ ντε λα Ιγλέσια.
Το κοινό ή οι κριτικοί έβρισκαν πολλές από τις ταινίες τους αιχμηρές ή τις απέρριπταν κιόλας, αλλά ο χρόνος τούς δικαίωσε. Δεν λέω πως έχω βάλει σκοπό να ακολουθήσω κατά πόδας τον δρόμο που πήραν τα είδωλά μου, αλλά σαφώς επιδιώκω να μην καταπιέζομαι από τις επιθυμίες των άλλων ή να μη συμμορφώνομαι με τις ανάγκες της αγοράς.
—Τι θέλετε να πετύχετε με τις ταινίες σας; Έχετε κάποιο σχέδιο;
Σοβαρά, δεν έχω κανένα! Ανέκαθεν ήμουν έτσι. Δεν ξέρω τι θέλω. Ξέρω τι δεν θέλω. Ακόμα και για το δείπνο μου απόψε ή την επόμενη ταινία που θα δω στο σινεμά. Βγάζω εισιτήρια δύο ώρες πριν. Και όσο περνούν τα χρόνια τείνω να κάνω παρέα με ανθρώπους που μου μοιάζουν στο επίπεδο του αυθορμητισμού και των αποφάσεων της τελευταίας στιγμής.
—Για σκηνοθέτη που έχει εξερευνήσει τόσο πολύ το ένστικτο, έχετε πίστη στη λογική του ανθρώπου;
Όλοι είμαστε βλάκες αν κάνουμε το ίδιο λάθος δύο φορές. Αλλά το κάνουμε. Δεν έχω πολύ δυνατή αίσθηση της οσμής, αλλά είμαι καλός στο να οσμίζομαι το ένστικτο του άλλου.
—Αν γυρίζατε μια ταινία στην Αθήνα, ποιο θα ήταν το θέμα σας;
Κοιτάξτε, αγαπώ πολύ την Αθήνα, μου φαίνεται τόσο συγγενική με το Μπουένος Άιρες! Οι δρόμοι, οι πλατείες, τα διαμερίσματα, οι άνθρωποι, σχεδόν Αργεντίνοι. Μοιραζόμαστε τα ίδια προβλήματα, παλιά και τώρα. Όταν ήμουν μικρός, παρακολουθούσα την «Κατάσταση Πολιορκίας» και το «Ζ» του Γαβρά στο σινεμά και ένιωθα τον άμεσο συσχετισμό των λαών μας. Δεν ξέρω τι θα μπορούσα να κάνω στην Αθήνα, δεν μου έχει περάσει ποτέ από το μυαλό. Όταν επισκέφτηκα την Ιαπωνία, ήξερα ακριβώς τι ταινία ήθελα να κάνω. Στην Αθήνα θέλω να κάνω μπάνιο στη θάλασσα, να ξεκουράζομαι και να διασκεδάζω.
—Σας ευχαριστώ!
Εγώ ευχαριστώ! Να συμπληρώσω κάτι για τη Γαλλία: κάποιες από τις αγαπημένες μου γαλλικές ταινίες δεν είναι σκηνοθετημένες από Γάλλους, και εννοώ τον Γκοντάρ και τον Μπουνιουέλ. Είναι τόσο ανοιχτή χώρα, και γι’ αυτό την αγαπώ. Νομίζω πως φαίνεται και στο «Climax», αν το παρατηρήσετε.
Info:
Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες στις 4 Οκτωβρίου
Climax | Official Trailer