Δέκα χρόνια μετά το εξαιρετικό «Πες στη μορφίνη ακόμα την ψάχνω» ο Γιάννης Φάγκρας επιστρέφει με μια ταινία περιπλάνησης γυρισμένη στην Αμερική. Το «Forget me not» ξεκινάει από τη Νέα Ορλεάνη, από μια Αμερική διαφορετική από αυτήν του Βορρά και των Μεσοπολιτειών, κάνει ένα μεγάλο άλμα και βρίσκεται στην άκρη του κόσμου, στην Αλάσκα. Η ταινία διηγείται την ιστορία του Αλέξανδρου, που τον ερμηνεύει ο Γιάννης Στάνκογλου, και αποτελεί μια σύγχρονη, πολύ προσωπική οδύσσεια ενός ξενιτεμένου άνδρα, ενός μετανάστη. Ένα ταξίδι μέχρι το τέλος του κόσμου, που για τον σκηνοθέτη, ο οποίος χρειάστηκε μια δεκαετία σχεδόν γεμάτη άπειρα εμπόδια για να την ολοκληρώσει, είναι ένα ταξίδι στα άδυτα της προσωπικής του μυθολογίας.
— Γιατί, ενώ είχες κάνει κάτι που άρεσε σε όλους, χρειάστηκαν δέκα χρόνια για να δώσεις το παρών;
Συμβαίνει ακόμα και σε μεγάλους σκηνοθέτες δυνατών κινηματογραφικά κρατών. Σταματάνε, αντιμετωπίζουν προβλήματα, ξαναρχίζουν. Από την άλλη, αυτή δεν είναι μια ταινία που ασχολείται με την επικαιρότητα, μολονότι η επικαιρότητα, δηλαδή η κρίση με όλα όσα έφερε, την επηρέασε. Οι συνεργάτες μου κι εγώ θέλαμε να την κάνουμε έτσι όπως την ονειρευόμασταν. Ρισκάραμε, πολεμηθήκαμε, καταστραφήκαμε, αλλά τελικά η ταινία έγινε.
— Τι είναι αυτή η ταινία για σένα;
Η ζωή μου.
Η μοναξιά του ταξιδευτή μπορώ να σου πω ότι μου αρέσει γιατί γειτονεύει με την ελευθερία και την προσμονή. Η μοναξιά της πόλης είναι το δύσκολο.
— Η «Μορφίνη» κατέγραψε μια εποχή και μια Αθήνα κρυφή, που δεν βλέπουμε, όπως έκανε παλιότερα ο Νικολαΐδης. Εδώ έχουμε μια σκοτεινή και εσωστρεφή ταινία. Ήδη από την αρχή της ταινίας, στη Νέα Ορλεάνη, ο ήρωας μοιάζει σαν το ψάρι έξω από το νερό. Είναι η δική σου Αμερική αυτό το φιλμ;
Κατά ένα μεγάλο μέρος, ναι. Αν η «Μορφίνη» καταγράφει, όπως λες, έναν κόσμο που δεν είναι πολύ φανερός, αλλά υπάρχει, στο «Forget me not» είναι ο κόσμος των μεταναστών που με απασχολεί. Ένας κόσμος σχεδόν άγνωστος για όποιον δεν τον έχει ζήσει. Ο ήρωας είναι ένας Έλληνας, ένας από τα δέκα εκατομμύρια που ζουν εκτός Ελλάδας, και ζει μια περιπέτεια στην άκρη του κόσμου. Όμως μια αντίστοιχη περιπέτεια μπορεί να υπάρχει και στην ψυχή ενός εργάτη, ενός μετανάστη από αυτούς που είναι γεμάτη η Αμερική. Πρόκειται για έναν μετανάστη, έναν άνθρωπο που έχει φύγει μακριά από την πατρίδα του και παρόλο που τη νοσταλγεί, απομακρύνεται συνεχώς από αυτή.
— Είναι ο Οδυσσέας που επανέρχεται σε κάθε περίπτωση Έλληνα που περιφέρεται ανά τον κόσμο.
Μπορείς να το πεις κι έτσι. Η πατρίδα εμφανίζεται μέσα από τη μορφή μιας γυναίκας που μιλάει ελληνικά, κι έχει σημασία που η ελληνική γλώσσα ακούγεται τόσο λίγο. Η ταινία είναι κυρίως στα αγγλικά και λίγο στα ρώσικα. Τα ελληνικά ακούγονται με τη μορφή ερωτικών επιστολών.

— ...σύγχρονων φωνητικών επιστολών. Και είναι όλες οι γυναίκες της «Οδύσσειας», η Κίρκη, η Καλυψώ, η Πηνελόπη.
Σωστά. Στην ταινία υπάρχουν στοιχεία που σε βοηθούν να δεις τέτοιους παραλληλισμούς, αλλά δεν θα ήθελα να μιλήσω γι' αυτά. Θα χάλαγα μια απόλαυση για τον θεατή και θα περιόριζα την ελευθερία τού να δώσει τη δική του ερμηνεία. Όλες οι ταινίες περιπλάνησης, πάντως, ξεκινάνε από την «Οδύσσεια». Δεν μπορείς να το αγνοήσεις αυτό.
— Ακόμα και το road movie ενός Αμερικανού που δεν μεγάλωσε με το παραμύθι του Οδυσσέα;
Κι όμως, έχει φτάσει μέχρι εκεί με άλλους τρόπους, όχι απευθείας. Αυτό το παραμύθι έχει φτάσει παντού, ίσως έχει εκφραστεί με άλλα ονόματα. Είναι η ιστορία του άντρα που ψάχνει, είναι μακριά από τη γυναίκα του και γνωρίζει άλλες γυναίκες, αλλά θέλει να επιστρέψει σ' εκείνη και δεν ξέρει αν είναι η οικογένεια ή η διαρκής περιπλάνηση αυτό που θέλει. Η περιπέτεια είναι μια σειρήνα που συνεχώς τον καλεί. Αυτά τα διλήμματα υπάρχουν παντού, όχι μόνο στους Έλληνες. Ο διχασμός ανάμεσα στην «αγριάδα» και στην «εξημέρωση» είναι βαθιά ριζωμένος στην αντρική ψυχή.
— Υπήρξες Οδυσσέας ο ίδιος;
Όταν είσαι μακριά από την πατρίδα σου, έχεις αυτή την αίσθηση. Ζεις μια συνεχή περιπέτεια, είσαι μακριά από το σπίτι σου, αλλά αυτό υπάρχει πάντα ως σημείο αναφοράς. Οπότε, είτε ως καλλιτέχνης είτε ως σκηνοθέτης, όταν αισθάνεσαι τον κόσμο ολόκληρο σαν να είναι το πεδίο δράσης σου και έχεις σημείο αναφοράς την πατρίδα σου, μπορείς να πεις ότι κατά μία έννοια είσαι Οδυσσέας. Το ίδιο ισχύει και για έναν εργάτη, έναν δημοσιογράφο, οποιονδήποτε ζει με αυτό τον τρόπο. Σε ένα επίπεδο το ίδιο μπορεί να συμβεί και μέσα στην ίδια σου τη χώρα. Η «Οδύσσεια» του Τζόις είναι μια μέρα στο Δουβλίνο.
— Μου θυμίζεις τον Έλληνα μετανάστη στη «Φωτογραφία» του Παπατάκη, που ψάχνει την ευτυχία και ποτέ δεν τη φτάνει.
Ο ξένος είναι μονίμως σε μια κατάσταση λίμπο – και στο ένα και στο άλλο. Εκεί που βρίσκεται δεν είναι ντόπιος κι όταν γυρνάει στην πατρίδα του είναι σαν ξένος. Είναι ο «μετανάστης» που συνεχώς αιωρείται.

— Μου έκαναν εντύπωση οι περιφερειακοί χαρακτήρες, όπως ο Ρώσος Ιβάν, που χάνεται στη «μάνα θάλασσα».
Στην «ωραία μεγάλη μας μάνα»· είναι ένας στίχος του Τζόις που λέει ο Τζεφ, ο μηχανικός. Η θάλασσα είναι η μητέρα μας στον πλανήτη Γη.
— Όταν ο Άλεξ-Στάνκογλου βυθίζεται σε αυτήν τη «μάνα»-ερωμένη, αυτή η βουτιά στο άγνωστο έχει αναμφίβολα μια υπαρξιακή διάσταση, κάτι από Ταρκόφσκι.
Είναι ένας κινηματογράφος που βλέπω και αγαπώ.
— Η Αλάσκα τι σημαίνει ως επιλογή; Γιατί δεν επέλεξες τις νότιες θάλασσες;
Γιατί αυτή την εικόνα δεν τη βρίσκεις αλλού, δίνει τη μυθική διάσταση. Έχει σημασία για μένα ο μύθος που η Αλάσκα εκπροσωπεί. Θέλω τον θεατή, όπως και τον ήρωα, μέσα σε έναν χώρο μυθικό. Και δεν ήθελα να το ψευτίσω αυτό, ήθελα να είναι αλήθεια. Για μένα, πιο αληθινά μυθικό μέρος από την Αλάσκα δεν υπάρχει – ως εικόνα βέβαια.
Είναι το είδος του κινηματογράφου που θα ήθελα να κάνω συνεχώς και ο κινηματογράφος που θα ήθελα να γίνεται περισσότερο για να βλέπω ως θεατής. Με πολλές και έντονες εικόνες.
— Ήταν όνειρο ζωής για σένα αυτό το ταξίδι;
Την Αλάσκα την είχα στο μυαλό μου σαν ένα μέρος μακρινό, ονειρικό, και όταν μου προέκυψε αυτή η ιστορία την ενέταξα εκεί αυτόματα.
— Και συγχρόνως παράτολμο.
Όταν άρχισα να γράφω το σενάριο, έκανα μια μεγάλη έρευνα, διάβασα ό,τι έχει γραφτεί για την Αλάσκα. Πηγαίνοντας εκεί, θεωρούσα ότι ήξερα πολλά πράγματα και επιβεβαιώθηκα, γιατί βρήκα ακριβώς αυτά που είχα γράψει.

— Χάρηκαν οι ντόπιοι που κάποιος ξένος ασχολιόταν μαζί τους;
Ναι! Και με υποστήριξαν πάρα πολύ, με βοήθησαν. Μερικοί έπαιξαν στην ταινία.
— Έχουν γυριστεί ελάχιστες ταινίες στην Αλάσκα.
Κι εμείς πήγαμε ακόμα πιο πέρα, στη μακρινή Αλάσκα. Μάλιστα, απ' ό,τι μας είπαν οι ντόπιοι, το «Forget me not» είναι η μοναδική ταινία fiction που έχει γυριστεί στη Βερίγγειο Θάλασσα και τα νησιά της.
— Την εποχή των γυρισμάτων, τι φως επικρατούσε;
Πήγαμε φθινόπωρο επίτηδες, ώστε να έχουμε το ιδιαίτερο φως της εποχής. Επίσης, ήθελα αυτές τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίσαμε, το φθινόπωρο βγάζει άγριους καιρούς εκεί. Αλλά με ενδιέφερε να μεταφέρω τις δυσκολίες της ναυτικής ζωής.
— Έχεις ιδιαίτερη σχέση με τη θάλασσα;
Μεγάλωσα δίπλα στη θάλασσα, στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας. Είμαι ιστιοπλόος και μου αρέσει η ναυτική λογοτεχνία καθώς και οτιδήποτε θαλασσινό. Κλασικά έργα, όπως αυτά του Κόνραντ και του Λόντον, ή η ζωγραφική του Τέρνερ, άλλα και άλλα, λιγότερο γνωστά γραπτά, όπως του Μοτισιέ και του Τίλμαν, επηρέασαν αυτή την ταινία.

— Σκέφτομαι ότι μετά την επιτυχία της «Μορφίνης» θα μπορούσες να καταπιαστείς με οποιοδήποτε άλλο κοινωνικού προβληματισμού θέμα, αλλά επέλεξες να κάνεις μια ταινία εσωτερικής αναζήτησης.
Γιατί αυτή η ανάγκη ξεπήδησε. Είναι το είδος του κινηματογράφου που θα ήθελα να κάνω συνεχώς και ο κινηματογράφος που θα ήθελα να γίνεται περισσότερο για να βλέπω ως θεατής. Με πολλές και έντονες εικόνες.
— Σε μια αντι-ποιητική εποχή, βέβαια, που όποιος θέλει να υπηρετήσει έναν τέτοιο κινηματογράφο, θα πρέπει να το κάνει μόνος του, με τα πιο στοιχειώδη μέσα.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Αλλιώς αναζητείς συμμαχίες. Δυσκολεύομαι πολύ να τις βρω.
— Το «Forget me not» θα αγγίξει περισσότερο το αμερικανικό κοινό;
Είχα κι εγώ αυτή την απορία. Αλλά δεν έχω βεβαιότητες. Αυτοί που συμμετείχαν θεωρούν ότι δείχνω την Αλάσκα όπως πραγματικά είναι και όχι όπως τη δείχνουν συνήθως οι ταινίες.
— Νιώθουν μεγάλη απομόνωση όσοι κατοικούν εκεί;
Η Αλάσκα είναι πραγματικά μακριά από όλα, ένα ανεξάρτητο, αποκομμένο κομμάτι γης.

— Είναι μια καλλιτεχνική ταινία όμως και ίσως δεν αναγνωρίσουν τις προθέσεις της.
Νομίζω ότι η τέχνη μπορεί να αγγίξει τους πάντες. Πιστεύω στη δύναμη της εικόνας και των ήχων.
— Πάντως, δεν σε ενδιέφερε να τη γυρίσεις στην Ελλάδα, ούτε καν σε ένα απομονωμένο νησί.
Αυτήν τη ταινία, με αυτού του είδους τις εικόνες και αυτά τα χρώματα, όχι. Πολλοί προσπάθησαν να με πείσουν να τη γυρίσω εδώ. Αλλά ήθελα να δείξω το διαφορετικό, το πρωτόγνωρο, την περιπλάνηση σε άγνωστα μέρη, στα «μέρη του μύθου».
— Έχεις κάνει μόνος το cross country μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ακτής στην Αμερική; Έχεις νιώσει αυτήν τη μοναξιά του ταξιδευτή;
Το έχω κάνει πολλές φορές και η μοναξιά του ταξιδευτή μπορώ να σου πω ότι μου αρέσει γιατί γειτονεύει με την ελευθερία και την προσμονή. Η μοναξιά της πόλης είναι το δύσκολο.
— Εγώ, πάλι, νομίζω ότι γύρισες ένα δικό σου «Παρίσι-Τέξας».
Είναι από τις αγαπημένες μου ταινίες. Τέτοιου είδους ταινίες θέλω να βλέπω. Δυνατές εικόνες, με μια συγκινητική ιστορία. Η εικόνα και ο ήχος είναι στοιχεία που σου ερεθίζουν το μυαλό, τα απολαμβάνεις όταν τα βλέπεις, είναι εμπειρία. Ο κινηματογράφος είναι και απόλαυση, κι αυτές οι ταινίες μου δίνουν μεγάλη ευχαρίστηση.


Η ταινία Forget me not θα βγεί στους κινηματογράφους στις 29 Οκτωβρίου.
σχόλια