Ο Αγγελόπουλος δεν με είχε δει, δεν με ήξερε ως ηθοποιό, του μιλήσανε για μένα κάποιο φίλοι του. Έψαχνε ρόλους για το «Θίασο», του οποίου το σενάριο δεν το ήξερε κανείς παρά μόνο ο ίδιος, ίσως και κάποιος φίλος του. Με πήραν στο τηλέφωνο το καλοκαίρι του ’73 να περάσω από το γραφείο του, που τότε βρισκόταν στην οδό Αριστοτέλους. Από κει άρχισε το πράγμα. Πήγα, μιλήσαμε, μου τράβηξαν κάποιες φωτογραφίες. Εγώ ενθουσιάστηκα γιατί από μικρή λάτρευα τον κινηματογράφο. Εκεί όπου μεγάλωσα, στη Φιλαδέλφεια, είχαμε ένα τεράστιο σινεμά, το Ηρώδειο. Ήταν όλοι πρόσφυγες κι έκαναν διαγωνισμό πώς να το ονομάσουμε και το έβγαλαν Ηρώδειο. Έμπαινα μεσημέρι κι έβγαινα βράδυ, έβλεπα τις ταινίες 3 φορές, τις ευχαριστιόμουν.
Τις είχα δει όλες τις ταινίες του Αγγελόπουλου στο Φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη, όπου ανεβαίναμε με το Θέατρο Τέχνης και παίζαμε τις παραστάσεις του χειμώνα. Τον εκτιμούσα πάρα πολύ και περίμενα εναγωνίως την απάντησή του – για ποιον ρόλο δεν ήξερα. Ο Θόδωρος, όταν συναντούσε κάποιον άνθρωπο, τον ψυχολογούσε, τον ανακάλυπτε μέσα από την κουβέντα. Όταν μου είπε το οk, μαζευτήκαμε όλοι οι ηθοποιοί που είχε επιλέξει –η Αλίκη Γεωργούλη, ο Βαγγέλης Καζάν, η Μαρία Βασιλείου της «Ευδοκίας»–, μας έβγαλαν φωτογραφίες, άρχισε η κατασκευή των κοστουμιών, κι έτσι το πράγμα πήρε τον δρόμο του. Αλλά δεν ξέραμε τι ρόλους θα παίζαμε, δεν είχαμε σενάριο στα χέρια μας, ήταν επικίνδυνες οι εποχές. Το σενάριο μιλούσε για την περίοδο από το ’39 μέχρι το ’52, την πιο οδυνηρή εποχή για την Ελλάδα. Το ’39 ο Μεταξάς, μετά πέσαμε στον ιταλικό πόλεμο, μετά η εισβολή των Γερμανών, ο Εμφύλιος, και η ταινία τέλειωνε με τον Παπάγο. Επειδή δεν μας ήξερε σε προσωπικό επίπεδο, φοβόταν να μας δώσει το σενάριο, μην πάει κάποιος και καρφώσει το θέμα. Αργότερα, μάθαμε ότι είχε πάει ο ίδιος στον Ζουρνατζή, στο υπουργείο, για άδεια, και την είχε πάρει. Βέβαια, το σενάριο εκείνο μιλούσε για άλλα πράγματα. Για ένα μπουλούκι, που ήταν οικογενειακοί θίασοι, και έπαιζε την «Γκόλφω». Δεν μιλούσε για κομμουνιστές και πόλεμο. Τα επικίνδυνα δεν υπήρχαν.
Η πρώτη σκηνή που γυρίστηκε ήταν στην Καρδίτσα, αυτή που, με φόντο μια μεγάλη αφίσα που δείχνει έναν τσολιά να κλοτσάει έναν Ιταλό, με παίρνει από πίσω ένας ΕΟΝίτης. Αυτή ήταν εξωτερική σκηνή και η συνέχειά της γυρίστηκε μέσα σε ένα ξενοδοχείο, επίσης στην Καρδίτσα.
Τον αγάπησα τόσο πολύ αυτόν το ρόλο. Όλοι είχαμε μια έγνοια, ότι γυρίζοντας την ταινία αυτή κάναμε μια ουσιαστική αντίσταση, με δυσκολίες και ταλαιπωρίες, γιατί φάγαμε πολλές βροχές και χιόνια. Παρ' όλα αυτά, ήμασταν ευτυχείς
Μετά έγινε το Πολυτεχνείο, τον Νοέμβρη του 1973, φοβήθηκαν όλοι και σταματήσαμε τα γυρίσματα. Κυρίως τα μέλη του συνεργείου, που κάποιοι ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο κι εξαφανίστηκαν. Ανέλαβε ο Ιωαννίδης και τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Μην ξεχνάμε, αυτός ήταν και πάνω στη Μακρόνησο. Σταματήσαμε και ξαναρχίσαμε αργότερα, και γυρίσαμε όλη την Ελλάδα: Ιωάννινα, Πίνδος, Ζαγοροχώρια. Διευθυντής παραγωγής ήταν ο Στέφανος Βλάχος, ένας πανέξυπνος Λευκαδίτης που πήγαινε στην αστυνομία κάθε πόλης στην οποία φτάναμε για να πάρει άδεια, καθώς γυρίζαμε στους δρόμους. Θυμάμαι, στα Γιάννενα, που παίζεται η σκηνή όπου εμφανίζονται οι αντίπαλες ομάδες, είχε πάει στο αστυνομικό τμήμα για να ζητήσει άδεια από τον διοικητή. Άρχισε να λέει παραμύθια, όπως και με το σενάριο, που άλλα έλεγε – και μάλιστα του πρότεινε να παίξει και ο ίδιος. Ήταν δύσκολα τα πράγματα.
Όταν ήρθαμε στην Κηφισιά, σε ένα ξενοδοχείο, για να γυρίσουμε τη σκηνή της Πρωτοχρονιάς, όταν ο ξενοδόχος άκουσε την πρόβα των τραγουδιών, και κυρίως τα αριστερά, τρόμαξε και πήρε την αστυνομία. Μόλις είδε ο Βλάχος να έρχονται οι αστυνομικοί, είπε αμέσως στον Λουκιανό Κηλαηδόνη που έκανε τη μουσική να αρχίσει όλα τα δεξιά τραγούδια: «Έτσι θέλουμε, και θα τον φέρουμε τον βασιλιά, τον βασιλιά, που θα μας φέρει λευτεριά, λευτεριά…». Το ένα δεξιό τραγούδι μετά το άλλο. Ακούνε οι αστυνομικοί το πρώτο, ακούνε το δεύτερο, σου λέει αυτοί είναι πιο δεξιοί από μας, κι έφυγαν.
Πάλεψαν πολύ, υπήρχαν φόβοι κάθε φορά. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα, γι’ αυτό και δεν ξέραμε κι εμείς το σενάριο. Ωστόσο, καθώς περνούσαν οι εβδομάδες και οι μήνες, κράτησε 1,5 χρόνο αυτή η ταινία, με ένα κενό το καλοκαίρι του 1974, γιατί είχε αλλάξει η φύση και δεν υπήρχε ρακόρ – η συνέχεια ενός πλάνου από ένα άλλο, που μπορεί να το γυρίσεις και έναν μήνα μετά. Με το που άρχισαν να πρασινίζουν οι κάμποι και τα βουνά, σταματήσαμε.
Δύσκολη κατάσταση, αλλά γοητεύτηκα πολύ – ήταν και η πρώτη μου ταινία. Ήταν και οι συνθήκες τέτοιες, η εποχή, γίναμε φίλοι όλοι μεταξύ μας, ηθοποιοί και τεχνικοί, το γλεντούσαμε.
Ο Αγγελόπουλος δεν μας μίλησε για τους ρόλους μας προσωπικά στον καθένα, αλλά όταν κατάλαβε ότι μπορεί να μας έχει εμπιστοσύνη, σε ένα ξενοδοχείο όπου μέναμε στα Γιάννενα, μας κάλεσε όλους στο δωμάτιό του και μας διηγήθηκε όλο το σενάριο. Δεν μας το ’δωσε να το διαβάσουμε, το διηγήθηκε. Εκεί ανακαλύψαμε τι παίζουμε ο καθένας. Βέβαια, από τα γυρίσματα που είχαν προηγηθεί είχαμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε τι είναι το πράγμα, πού πήγαινε, τι χαρακτήρες παίζουμε. Δηλαδή, εγώ κατάλαβα ότι είμαι η Ηλέκτρα, την αντίθεση με τη μάνα μου, την Αλίκη Γεωργούλη, που έκανε την Κλυταιμνήστρα, τον Παχή, που έκανε τον Αγαμέμνονα, τον Καζάν, που έκανε τον Αίγισθο, και τον Ορέστη, που τον έπαιζε ο Πέτρος Ζαρκάδης, τα τραγούδια και τα λόγια που λέγαμε, τον τρόπο που συναντιόμασταν τα δύο αδέλφια, η Ηλέκτρα και ο Ορέστης. Στα Γιάννενα, ουσιαστικά, έχω φέρει τον Ορέστη που την επόμενη ημέρα θα σκοτώσει μέσα στο θέατρο τη μάνα μου. Βγάζει το πιστόλι, τη σκοτώνει, μαζί και τον Αίγισθο, και ορμάει στη σκηνή μια ηθοποιός, η Παπαζαφειροπούλου, η οποία είχε κάνει και στα μπουλούκια. Έπαιζε μια ηλικιωμένη που έπιανε τη Γεωργούλη, γιατί κατάλαβε ότι είχε γίνει κανονικός φόνος.
Στην Άμφισσα, μέσα σε ένα καφενείο, όπου γινόντουσαν και στην πραγματικότητα παραστάσεις μπουλουκιών, γυρίσαμε τη σκηνή στην οποία έρχεται η αστυνομία να πιάσει τον Ορέστη κι εκείνος το σκάει. Είναι το καφενείο όπου τραγουδάμε και χορεύουμε, καλώντας τον κόσμο.
Έκανε πρόβες πολλές προτού ξεκινήσει το γύρισμα ο Αγγελόπουλος. Και απαιτούσε αυτό που ζητούσε να γίνει, γιατί εκείνος το είχε πλάσει όλο μέσα στο μυαλό του. Δεν είχα διενέξεις μαζί του, ούτε οι άλλοι ηθοποιοί.
Τον αγάπησα τόσο πολύ αυτόν το ρόλο. Όλοι είχαμε μια έγνοια, ότι γυρίζοντας την ταινία αυτή κάναμε μια ουσιαστική αντίσταση, με δυσκολίες και ταλαιπωρίες, γιατί φάγαμε πολλές βροχές και χιόνια. Παρ’ όλα αυτά, ήμασταν ευτυχείς, πολύ ικανοποιημένοι. Ύστερα, ο τρόπος που γυρίζονταν τα πλάνα είχε μια ποιητικότητα που ήταν διάχυτη. Ο Αγγελόπουλος, ως σεναριογράφος και ως σκηνοθέτης, έδινε σε όλες τις ταινίες του μια ποιητική χροιά. Δεν ανέπλαθε την Ιστορία όπως ακριβώς συνέβη. Έπαιρνε την ουσία με τον τρόπο που ο ίδιος την εισέπραττε και τη φιλμογραφούσε. Αυτό όλο, εγώ τουλάχιστον, που προερχόμουν από το Θέατρο Τέχνης και λάτρευα και την ποίηση, το έβρισκα μέσα στα πλάνα. Η Ηλέκτρα ήταν ένας αγαπημένος ρόλος και από το θέατρο. Μέχρι τότε δεν είχα ασχοληθεί μαζί της, ύστερα την ερμήνευσα και στο θέατρο.
Ο μονόλογος για τα Δεκεμβριανά με συγκινούσε από τις πρόβες κιόλας. Ήξερα από την Ιστορία τι συνέβη τότε και ο Θόδωρος το ήθελε πιο μπρεχτικά, αποστασιοποιημένα. Την αποστασιοποίηση την έχουμε παρεξηγήσει στην Ελλάδα. Ο Μπρεχτ δεν ζητούσε από τους ηθοποιούς του την αποστασιοποίηση, σταματούσε το κείμενο κι έμπαιναν τα τραγούδια. Στο θέατρο, μπροστά από τους φθόγγους βάζουμε ένα νι ή ένα μι. Ο Θόδωρος δεν το ήξερε αυτό και μου ζήτησε να μη βάλω το νι – κάτι που το θεωρούσα λάθος, αλλά εκείνος επέμενε. Το είπα όπως ήθελε, αλλά όποιος ηθοποιός το άκουσε, ήξερε ότι το είπα λάθος. Ο μονόλογος γυρίστηκε στον Σχοινιά, όπου δεν είχαμε ρεύμα και μας έδωσε ένα στρατόπεδο, που όμως δεν ήξεραν τι γυρίζαμε.
Ήταν διάχυτη η αίσθηση ότι κάναμε κάτι ξεχωριστό. Φαινόταν, το διαισθανόμουν ότι κάναμε κάτι σπουδαίο, γι’ αυτό και ήμασταν ευτυχισμένοι. Ήταν ανιδιοτελής η συμμετοχή μας. Πληρωθήκαμε αστεία ποσά. Βέβαια, δεν ξέραμε μέχρι πού θα έφτανε η ταινία, γιατί η Ελλάδα δεν την έστειλε επίσημα στις Κάννες. Ήξερα, πάντως, ότι ήταν μια ταινία που άξιζε τον κόπο. Εγώ το ήξερα και για έναν ακόμα λόγο: παρακολούθησα και όλο το μοντάζ. Επομένως, έβλεπα και στενοχωριόμουν όταν έκοβαν σκηνές. Γυρνούσαμε 5 μήνες την πρώτη περίοδο και μετά το ’74 άλλο τόσο. Αργοί ρυθμοί και μεγάλα πλάνα, περισσότερο από 7 ώρες υλικό. Στο Τέχνης κάναμε σωματικό θέατρο κι έτσι το να περπατάω και να με παίρνει η κάμερα, έστω και από μακριά, ήταν κάτι οικείο για μένα, που είχα μάθει να εκφράζομαι και μέσα από την παρουσία του σώματος – δεν μιλούσαμε και πολύ άλλωστε, στα κοντινά, μέσω του βλέμματος και μέσω του σώματος.
Μια άλλη σκηνή που με συγκίνησε ήταν αυτή μετά τον θάνατο της μάνας μου και του εραστή της, που πάω μέσα στο δωμάτιό της. Είμαι μόνη, πετάω κάτω τα πράγματά της, τις φωτογραφίες της, ξαπλώνω στο κρεβάτι της, ευχαριστημένη που έγινε ό,τι έγινε, κι έρχονται και με πιάνουν και με σέρνουν με τη νυχτικιά έξω και με ρωτάνε πού είναι ο Ορέστης κι εγώ λέω «στο βουνό, στο βουνό», μόνο αυτό.
Πάνω στα Ζαγοροχώρια, κάθε φορά που ο θίασος έμπαινε σε ένα χωριό, τραγουδούσε καλώντας τον κόσμο. Σε ένα γύρισμα, καθώς κατεβαίναμε ένα έρημο μονοπάτι για να μπούμε μέσα στο χωριό, πέφτουμε σε μια μικρή πλατεία που στο δέντρο της είναι κρεμασμένοι δύο άνθρωποι με τα χέρια δεμένα. Εκεί μένει άναυδος όλος ο θίασος. Αυτήν τη σκηνή τη θυμάμαι σαν κάτι συγκλονιστικό. Εκείνοι οι δύο άνθρωποι φαινόντουσαν σαν πραγματικά κρεμασμένοι. Κι εκείνη η μοναξιά πάνω στο βουνό – εμείς να κατεβαίνουμε, εννοείται χαρούμενοι, τραγουδώντας και χορεύοντας «δε μου λέτε γιαξεμπορέ», και να πέφτουμε σ’ αυτό το εφιαλτικό σκηνικό.
Επίσης, μια άλλη σκηνή που μου έχει μείνει είναι η συνάντηση με τον Ορέστη, που τον έχουν πιάσει μαζί με άλλους Αριστερούς και συνεννοούμαστε με τα μάτια. Κυρίως σε εξωτερικούς χώρους γυρίζαμε, αφού οι εσωτερικοί είναι ελάχιστοι. Θυμάμαι και τον γάμο της αδελφής μου με Εγγλέζο, στον οποίο δεν συμμετέχουμε γιατί δεν συμφωνούμε και ο γιος της τραβάει το τραπεζομάντιλο. Κι αυτή η σκηνή γυρίστηκε στον Σχοινιά.
Οι ιδέες και οι αξίες της Αριστεράς δεν υπάρχουν πια όπως τότε που οι άνθρωποι πέθαιναν, σηκώνοντας ψηλά τη γροθιά, φωνάζοντας «Ζήτω» και πέφτοντας κάτω από τις σφαίρες. Ήταν άλλες ιδέες, άλλες αξίες, άλλη ηθική. Υπάρχει η αλληλεγγύη που υπήρχε τότε; Ο «Θίασος» μιλάει για τα βάσανα της Αριστεράς. Όταν σκοτώνεται ο πατέρας, ο Αγαμέμνονας λέει: «Εγώ ήρθα από την Ιωνία, εσείς από πού ήρθατε;». Εμένα, που δεν είμαι από την Ιωνία αλλά από τον Πόντο –δηλαδή οι γονείς μου–, με άγγιζε αυτή η ατάκα – η Ιωνία ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων αθηναϊκή αποικία.
Φλεβάρη του ’75 τέλειωσαν τα γυρίσματα, για να πάει η ταινία στις Κάννες. Από το μοντάζ ήξερα την ταινία απ’ έξω και ανακατωτά, πλάνο-πλάνο. Πρώτη φορά την είδα σε οθόνη στο στούντιο της Φίνος Φιλμ, στην οδό Χίου. Ήταν η πρώτη της προβολή, όπου είχαν καλέσει και όλους τους κριτικούς, στους οποίους δεν άρεσε – ούτε και στον Ραφαηλίδη άρεσε, που ήταν φίλος του Θόδωρου. Ο μόνος που έγραψε πάρα πολύ καλά ήταν ο Κώστας Σταματίου στα «Νέα». Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που έπιασαν το μεγαλείο της ταινίας. Όταν πήγε στις Κάννες, την άνοιξη, στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών, έγινε το μεγάλο «μπαμ» και πήρε το Βραβείο Κριτικών. Στη Θεσσαλονίκη έγινε το σώσε, πήρε 5 βραβεία, άρεσε πολύ. Εγώ πήρα βραβείο ερμηνείας όπως και ο Καζάν. Επειδή είχαν προηγηθεί οι Κάννες, άλλαξαν άποψη και οι Έλληνες κριτικοί.
Αμέσως μετά μπήκε στις 100 καλύτερες ταινίες. Γυρίστηκε σε πολύ δύσκολες εποχές, μαθεύτηκε πόσο δύσκολα έγινε, και άρεσε. Τα χρόνια ’39 με ’52 είναι χρόνια που έχουν σημαδέψει άγρια την Ελλάδα. Η νίκη των Ελλήνων επί της Ιταλίας ήταν μια ανάσα για τους Έλληνες κι όταν είπε ο Τσόρτσιλ ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες, αυτό, καθώς είμαστε συναισθηματικοί, δημιούργησε μια συναισθηματική ανάταση. Ο χρόνος και όλα τα εμπόδια, τα καιρικά και τα πολιτικά, που συνάντησε η ταινία συνέτειναν στη μυθοποίησή της. Αν εκπροσωπούσε επίσημα την Ελλάδα, θα έπαιρνε τον Φοίνικα. Όπως και να έχει, ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Δεν είναι πολλές ταινίες που έχουν τέτοια διαδρομή.