Το Take Shelter ήταν η πρώτη του απόπειρα στην επιστημονική φαντασία, διαφορετική, ελλειπτική, στοχαστική, πάντα δυνατή. Με το Midnight Special είδε τον προϋπολογισμό του να αυξάνεται και το science fiction που δοκίμασε κατευθύνθηκε σε μια εγκεφαλική ιστορία, ανακατεύοντας θρησκευτικές αιρέσεις και παιδιά σε μια αγροτική περιοχή. Υπέροχη ταινία, αλλά δεν ήταν ο Σπίλμπεργκ που κάποιοι περίμεναν. Ο Τζεφ Νίκολς δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ένας νέος Σπίλμπεργκ, το σινεμά του αρνείται να παραδοθεί σε ζαχαρένιες υποπλοκές ή να εκτοξευθεί στην τεχνολογική στρατόσφαιρα των απανωτών εφέ· ο ίδιος προτιμά να επανέλθει στο χειροποίητο σινεμά που γνωρίζει και αγαπά περισσότερο. Ίσως γι’ αυτό να αποχώρησε από τη σκηνοθεσία του A quiet place: Day one, όπως είχε ανακοινωθεί καιρό πριν, κρατώντας έναν απλό credit στο σενάριο.
Η απουσία εμπορικής επιτυχίας, ενός απαραίτητου hit ανάσας για το επόμενο πρότζεκτ, προφανώς τον κράτησε πίσω. Του πήρε χρόνια να επιστρέψει σε ταινία μεγάλου μήκους και φέτος, μετά την καθυστέρηση λόγω των απεργιών σεναριογράφων και ηθοποιών, έχει τους Μηχανόβιους να παρουσιάσει στο κοινό και να υπερηφανεύεται για το αποτέλεσμα. Ο Νίκολς τοποθετείται στη χαραμάδα του indie κυκλώματος με το σύστημα των studio. Και οι ηθοποιοί που έπεισε να υποδυθούν τους κεντρικούς ρόλους, ο Όστιν Μπάτλερ αμέσως μετά τον Έλβις, και ο Τομ Χάρντι, που παραμένει sui generis και απρόβλεπτος στις επιλογές του, μαζί με την Τζόντι Κόμερ του Killing Eve και της Τελευταίας Μονομαχίας, είναι αποτέλεσμα εξαιρετικού κάστινγκ και εμπιστοσύνης.
Ο Νίκολς δεν κάνει εύφλεκτο και μπιτάτο σινεμά. Ξεδιπλώνεται με αποχρώσεις. Δημιουργεί τις πρώτες εντυπώσεις και μετά αφήνεται στην τροχιά τους, διακριτικός, σχεδόν ανεπαίσθητος στο άγγιγμά του – μια σπάνια περίπτωση μη παρεμβατικού σκηνοθέτη.
Τους μίλησε χωριστά και δεν θα μπορούσαν να αρνηθούν, γιατί οι χαρακτήρες τους είναι η ίδια η ταινία και όχι πιόνια σε μια σειρά από δραματικά περιστατικά. Ο Τζεφ Νίκολς που συνάντησα στο Λονδίνο, σε ένα gathering πολλών δημοσιογράφων απ’ όλη την Ευρώπη, επιτέλους χωρίς zoom αλλά διά ζώσης, που θύμισε τις ένδοξες μέρες των junkets, είναι ένας χαμηλών τόνων, λιγομίλητος και καίριος στις απαντήσεις του ευγενέστατος άνθρωπος με την καρδιά ανεξάρτητου κινηματογραφιστή, πολύ μακριά σε πνεύμα και ύφος από τους ισορροπιστές των υπερ-περιπετειών, που μου θύμισε τον Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, με τον οποίο νομίζω πως είναι συνεργάτες και καλοί φίλοι, και τους 50άρηδες συνοδοιπόρους του που επιμένουν να ψάχνουν πίσω από τα superplots και τη φαντασμαγορία.
Το ταπεινό παιδί από το Little Rock του Άρκανσο δεν έχει την τυπική, νοσταλγική επιθυμία να γυρίσει στις ρίζες του, γιατί ποτέ δεν αισθάνθηκε πως απομακρύνθηκε από αυτές. Εκεί μεγάλωσε, εκεί παρατήρησε τους εργατικής τάξης παππούδες και τους γονείς του, ωραίους τύπους και σπουδαίους αφηγητές, να δουλεύουν τη γη και να συναναστρέφονται τους συμπολίτες του, και ο τόπος του, όμορφος και εξωτικός, όπως συνηθίζει να τον αποκαλεί, τροφοδοτεί άμεσα τις ιστορίες του. Το πόσο τον έχει επηρεάσει ο Μαρκ Τουέιν δεν φαίνεται τόσο στο γεμάτο βαρύτητα ντεμπούτο του, το Shotgun Stories, αλλά αποκαλύπτεται στην καλύτερη και πιο επιτυχημένη ταινία του, το Mud, με τον Μάθιου Μακόναχι, τον Τάι Σέρινταν και τον Σαμ Σέπαρντ, το χρονικό της καταδίωξης ενός φυγά και της παράλληλης περιπέτειας δυο αγοριών, που, στη φλέβα του Τομ και του Χακ, φοβούνται και τολμούν.
Το υπογάστριο της Αμερικής που τον απασχολεί εκδηλώνεται με περιθωριακούς χαρακτήρες, σαν τον αγαπημένο του ηθοποιό, τον αντιτουριστικό και τόσο ταλαντούχο Μάικλ Σάνον, που ξενίζουν την κοινωνία και ακυρώνονται ως παρεξηγημένοι, πριν καν προλάβουν να δικαιολογηθούν. Πίσω από τις δερμάτινες στολές των bike riders και των ασυμμάζευτων μηχανών που ιππεύουν κρύβονται νέα παιδιά που δεν χωρούν στα ισχύοντα σχήματα, δεν εφάπτονται με ωράρια και συστήματα. Φαίνονται ωραίοι και μπορεί να εξελιχθούν σε κάτι επικίνδυνο, βίαιο και ανατρεπτικό. Κάπως έτσι εξηγεί πώς η χώρα του βράζει από τύπους που δεν υποψιάζονται απλώς αλλά γνωρίζουν πως δεν ανήκουν πουθενά, δεν τους «παίζουν» από ψηλά, ή έτσι πιστεύουν, και οργανώνονται σε ομάδες που φρικάρουν τους υπόλοιπους, όπως ακριβώς οι υποκουλτούρες ενώθηκαν και αναπτύχθηκαν μετά τον πόλεμο για να διεκδικήσουν τη θέση τους, με πόζα και ανομία, από την αταξία στην υπονόμευση και από εκεί στη συγχώνευση.
Ως γνήσιος Αμερικανός κινηματογραφιστής, ο Νίκολς όχι μόνο δεν σνομπάρει τα είδη αλλά τα αγκαλιάζει οργανικά στη φιλμογραφία του – εκτός από την επιστημονική φαντασία, η δραματική βιογραφία τού χρησίμευσε για να διορθώσει μια ιστορική αδικία στην περίπτωση του Lovin, με τη Ρουθ Νέγκα, το 2016. Συγγενεύει εκλεκτικά με τους σιδεροκέφαλους επιγόνους του Τζον Σέιλς, εκείνους που δεν αναλώνονται στους κινηματογραφικούς μύθους αλλά εντρυφούν στους Americana μύθους και στις επιπτώσεις τους στην τρέχουσα κουλτούρα: με τον Σον Μπέϊκερ, που κινείται σε συγκεκριμένες κοινότητες και τις εξετάζει σε βάθος, ή με τον Τεξανό Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, που ανοίγεται σε μεγαλύτερο εύρος ιστοριών και ειδών, από την Before τριλογία και το Dazed and Confused μέχρι το School of Rock και το φετινό κοκτέιλ μεταμφιέσεων και genre bending, το Hit Man, έχοντας την επιπλέον ιδιαιτερότητα να επενδύει σε μακροχρόνια πρότζεκτ, πρώτα με το εκπληκτικό Boyhood και τώρα με το Merrily we roll along, που μόλις έβαλε μπροστά και ευελπιστεί να ολοκληρώσει σε δύο δεκαετίες, με τους ίδιους συντελεστές, καλώς και την υγεία τους εχόντων φυσικά!
Ο Νίκολς δεν κάνει εύφλεκτο και μπιτάτο σινεμά. Ξεδιπλώνεται με αποχρώσεις. Δημιουργεί τις πρώτες εντυπώσεις και μετά αφήνεται στην τροχιά τους, διακριτικός, σχεδόν ανεπαίσθητος στο άγγιγμά του – μια σπάνια περίπτωση μη παρεμβατικού σκηνοθέτη. Αυτό έκανε και στους Μηχανόβιους, που μου έλεγε πως αντίκρισε τους πρωταγωνιστές στο φωτογραφικό λεύκωμα του Ντάνι Λάιον, διάβασε τις μαρτυρίες τους, γοητεύθηκε από την κοινότητα που σκάρωσαν, τους αναπαρέστησε και τους εμπιστεύτηκε, θέλοντας να δει πώς θα μιλήσουν και θα φερθούν, σχεδόν ως θεατής στο show που ο ίδιος έστησε. Όλοι αναρωτιόμαστε πώς θα αντέξουν οι λεγόμενες μεσαίες παραγωγές όπως αυτή, πόσο ευεργετικά θα πριμοδοτούνται από φεστιβάλ, κριτικές και ένα συγκεκριμένο κοινό, ποιος είναι ο ζωτικός χώρος που τους αναλογεί στις αίθουσες, στο περιθώριο των ιστοριών επικής κλίμακας του Νόλαν, του Σκορσέζε και των super heroes. Να όμως που ο Νίκολς και οι όμοιοί του απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τις πλατφόρμες και συνεχίζουν με αξιοπρέπεια στον μικρό και τοπικό τους δρόμο, που μόνο στενό δεν τον λες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.