Για πάνω από τρεις ώρες, παρακολουθήσαμε την Κυριακή το βράδυ λαμπερούς ανθρώπους να δίνουν και να παίρνουν χρυσά αγαλματίδια. Όπως πάντα, τέσσερις από τις βασικές κατηγορίες των Όσκαρ – τα βραβεία καλύτερης ερμηνείας, ανδρικής και γυναικείας, πρώτου και δεύτερου ρόλου – χωρίστηκαν ανά φύλο. Ήταν οι μοναδικές. Δεν υπάρχει βραβείο «καλύτερου μοντάζ ήχου από γυναίκα» ή «καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου από άνδρα». Γιατί λοιπόν τα βραβεία ερμηνείας εξακολουθούν να χωρίζονται με αυτόν τον τρόπο;
Ο διαχωρισμός ισχύει από την πρώτη τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ, το 1929, αλλά υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η αλλαγή πλησιάζει. Τον περασμένο μήνα ο Τζάστιν Ντέιβιντ Σάλιβαν, πρωταγωνιστής του μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ "& Juliet", έγινε πρωτοσέλιδο καθώς αρνήθηκε να προταθεί για βραβείο Τόνι επειδή, ως τρανς μη δυαδικός ερμηνευτής, δεν αισθανόταν άνετα να είναι υποψήφιος για βραβείο συγκεκριμένου φύλου.
Μη δυαδικοί ηθοποιοί όπως οι Emma Corrin, Bella Ramsey, Emma D’Arcy και iris menas έχουν δώσει ερμηνείες άξιες για βραβείο τα τελευταία χρόνια, οπότε φαίνεται αναπόφευκτο ότι τα Emmy, οι Χρυσές Σφαίρες και τα Όσκαρ θα πρέπει να επανεξετάσουν κάποια στιγμή τον τρόπο κατηγοριοποίησης των βραβείων ερμηνείας.
Δεν θα είναι εύκολο. Τα μουσικά βραβεία Brit Awards πρόσφατα κατήργησαν τις κατηγορίες φύλου όσον αφορά στον καλλιτέχνη της χρονιάς, το αποτέλεσμα ήταν να καταλήξουν σε μια λίστα υποψηφίων που φέτος αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από άνδρες. (Νικητής ήταν ο Harry Styles ο οποίος αφιέρωσε το βραβείο του στις γυναίκες μουσικούς).
«Αυτό που κανείς μας δεν θέλει να δει είναι μια γενική κατηγορία όπου καταλήγουν να είναι μόνο άνδρες υποψήφιοι», δήλωσε πρόσφατα στους New York Times η πρώην ηθοποιός και νυν σεναριογράφος και σκηνοθέτης Σάρα Πόλεϊ που κέρδισε προχθές το Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου. Με τη σειρά της η Άντζελα Μπάσετ, που ήταν υποψήφια φέτος για το Όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου, δήλωσε απλά ότι δεν της αρέσει καθόλου αυτή η ιδέα.
Μπορεί να είναι δύσκολο να φανταστούμε μια λύση που θα προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες για όλους, και όχι λιγότερες. Δεν είναι όμως μόνο η προσέγγισή μας στις κατηγορίες των Όσκαρ που πρέπει να εξελιχθεί. Πρέπει να επανεξεταστούν πρώτα τα κριτήριά μας για το πώς πρέπει να είναι μια ερμηνεία άξια για Όσκαρ – κριτήρια που είναι βυθισμένα σε ξεπερασμένες αντιλήψεις με βάση στερεοτυπικά έμφυλα χαρακτηριστικά.
Υπήρξαν στιγμές στην ιστορία της υποκριτικής που οι κανόνες άλλαξαν. Ένας λόγος για τον οποίο η νέα αμερικανική υποκριτική της οθόνης που εισήγαγαν στα μέσα του 20ού αιώνα ηθοποιοί όπως ο Τζον Γκάρφιλντ και ο Μάρλον Μπράντο είχε τόσο ισχυρό αντίκτυπο, ήταν επειδή επέτρεψε να μπολιαστεί η ανδρική ερμηνεία με βαθιά ευπάθεια και συναισθηματικότητα – χαρακτηριστικά που θεωρούνταν αποκλειστικά θηλυκά μέχρι τότε. Οι άνδρες ηθοποιοί έμαθαν να ανθίζουν σε ρόλους που συνδύαζαν σκληρότητα και λεπτότητα, εκρηκτική οργή και βαθύ πόνο, σε ρόλους που τους επέτρεπαν να είναι συγχρόνως τερατώδεις και ευάλωτοι.
Η προσέγγιση αυτή αποθεώθηκε στις ερμηνείες του Μπράντο στο «Λεωφορείο ο πόθος» και στο «Λιμάνι της αγωνίας» και του Τζέιμς Ντιν στον «Επαναστάτη χωρίς αιτία», μια ταινία που αναφέρεται ρητά στο χάος που απελευθερώνεται όταν το οικοδόμημα της παραδοσιακής αρρενωπότητας αρχίζει να καταρρέει. Αυτές οι ερμηνείες έχουν παραμείνει στην συλλογική μας αντίληψη ως η επιτομή μιας «μεγάλης ερμηνείας».
Για τις γυναίκες το ζήτημα ήταν πιο περίπλοκο. Τη χρονιά που ο Μπράντο κέρδισε το Όσκαρ για τον ρόλο του στο «Λιμάνι της αγωνίας», το αντίστοιχο γυναικείο βραβείο απονεμήθηκε στην Γκρέις Κέλι, υπόδειγμα παραδοσιακής γυναικείας χάρης, για τον ρόλο της στην ταινία “The Country Girl”.
Το χάσμα στην υποκριτική προσέγγιση των δύο φύλων δεν γεφυρώθηκε ούτε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με την άφιξη συγκρατημένων και στοχαστικών κινηματογραφικών προτύπων όπως η νεαρή Μέριλ Στριπ. Το 1982, όταν η διάσημη κριτικός Pauline Kael αποφάσισε να της κόψει λίγο τον αέρα, έγραψε ότι ήταν υπερβολικά ψυχρή και ελεγχόμενη για να δώσει μια πραγματικά σπουδαία ερμηνεία και ότι υποδύεται μόνο με το πρόσωπό της: «Δεν μπορώ να την απεικονίσω από το λαιμό και κάτω».
Παραμένει ισχυρή η αντίληψη είναι ότι αυτό που συνιστά μια μεγάλη γυναικεία ερμηνεία δεν είναι ο έλεγχος αλλά ένα είδος μελοδραματικής θεατρικότητας και συγκεκριμένα οι μεγάλες εκρήξεις δακρύων. Αυτή η αντίληψη επιμένει. Το βράδυ της Κυριακής, πριν ανακοινωθεί το όνομα της άξιας νικήτριας στην κατηγορία του πρώτου γυναικείου ρόλου Μισέλ Γεό, το συνοδευτικό κλιπ τόνιζε τη δακρύβρεχτη συμφιλίωση του χαρακτήρα της με την κόρη της και όχι τις πολλαπλές σωματικές μεταμορφώσεις της, καθώς αφομοιώνει νέες προσωπικότητες και ικανότητες από όλο το φάσμα του multiverse. Η ερμηνεία της συνυποψήφιάς της Κέιτ Μπλάνσετ στο "Tár" είναι τόσο εξαιρετική, εν μέρει επειδή ενσαρκώνει την πλήρη διάλυση των έμφυλων προσδοκιών.
Η υποκριτική είναι ένα από τα κύρια εργαλεία που διαθέτει μια κουλτούρα για να κατανοήσουμε καλύτερα τη στιγμή που ζούμε. Ως μορφή τέχνης, δεν μπορεί παρά να αντανακλά πίσω σε εμάς τους σύγχρονους προβληματισμούς μας για το φύλο. Η σπουδαία υποκριτική μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε έναν άνθρωπο να υπερβαίνει τον εαυτό του και να εισέρχεται στην εμπειρία ενός άλλου. Οι ταινίες μας υπενθυμίζουν τον πλούτο της ανθρώπινης κατάστασης και η εμπειρία γίνεται πιο πλούσια και πιο ενδιαφέρουσα όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αντιληφθεί εκ νέου όχι μόνο την υποκριτική αλλά και τους άλλους.
Με στοιχεία από τους The New York Times