Ήδη στις Άγριες Φράουλες, ταινία του 1957, που αποτελεί το ονειρικό ταξίδι ενός ηλικιωμένου καθηγητή στους τόπους των παιδικών του χρόνων, παράλληλα με ένα ταξίδι που εκτυλίσσεται πραγματικά, συνοψίζεται ολόκληρη η δραματουργία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ολόκληρη η προβληματική του, η οποία βέβαια εκτείνεται και στις περισσότερες από τις σαράντα ταινίες του, χωρίς όμως να επαναλαμβάνεται ακριβώς.
Αυτού του πλέον παραγωγικού και σημαντικότερου Σουηδού σκηνοθέτη του θεάτρου καταρχήν και ενός από τους μεγαλύτερους στην ιστορία του κινηματογράφου παγκοσμίως. Η αμφισβήτηση όσο και η κατάφαση της ίδιας της ζωής, η αγωνία, ο φόβος, ο θάνατος, ο έρωτας, η έλλειψη επικοινωνίας, τα ανθρώπινα συναισθήματα, οι μικρές και οι μεγάλες διαψεύσεις, παρεξηγήσεις, προδοσίες, το αίνιγμα της ύπαρξης ή μη του Θεού. Ξανά και ξανά. Μέσα από διαφορετικές ιστορίες κάθε φορά, πάντα πολύ προσωπικές, όσο και πανανθρώπινες.
Ένα ταξίδι λοιπόν στο παρελθόν, στην παιδική ηλικία, που για τον Μπέργκμαν, γεννημένο στην Ουψάλα, την παλιά πρωτεύουσα της Σουηδίας το 1918, υπήρξε τραυματική, νοσηρή, κάτω από τη δεσποτική τυραννία του ιερωμένου πατέρα και μίας εξίσου αυταρχικής μητέρας. Με μόνη του διέξοδο τη φαντασία, που συχνά γινόταν ψέμα, παραμύθι, θέατρο, το κουκλοθέατρο κάτω από το παλιό τραπέζι, τη μαγεία μιας παιδικής μουβιόλας (της Laterna Magica που έγινε τίτλος και της αυτοβιογραφίας του) σαν εκείνη του Αλέξανδρου στο συγκλονιστικό ημι-αυτοβιογραφικό έπος Φάννυ και Αλέξανδρος, γυρισμένο το 1982 στην Ουψάλα. Αυτή ήταν η ταινία για την οποία ο ίδιος παραδέχεται ότι αποτελεί το πιο ολοκληρωμένο του έργο και με το οποίο έγινε ακόμα πιο γνωστός σε ένα ευρύτερο κοινό - κερδίζοντας μάλιστα και τέσσερα Όσκαρ στην Αμερική, που μέχρι τότε τον ήξερε μόνο μέσα από τις κινηματογραφικές λέσχες και τα πανεπιστήμια.
Οπαδός του Χίτλερ στην εφηβεία του (κάτι που στην ωριμότητά του αποκήρυξε), συνεπαρμένος από παιδί με τον Στρίντμπεργκ (από τον οποίο αντλεί όλη την αγάπη του και το υλικό του για το θέατρο), εγκαταλείπει από πολύ νωρίς το σπίτι του, και τις σπουδές λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, για να αναζητήσει δουλειά στο Βασιλικό Θέατρο Dramaten, με μοναδικό του εφόδιο τις ερασιτεχνικές παραστάσεις μιας ενορίας. Εκεί γνωρίζει, έφηβο ακόμα, το μετέπειτα πρωταγωνιστή του και καρδιακό φίλο Έρλαντ Γιόζεφσον. Η αίτησή του απορρίφθηκε, για να γίνει τελικά βοηθός παραγωγής στην όπερα. Αρχίζει να γράφει ο ίδιος θέατρο και η χήρα του συνονόματού του συγγραφέα Γιάλμαρ Μπέργκμαν, Στίνα, τον παίρνει να δουλέψει στο περίφημο στούντιο Svensk Filmindustri. Καλλιτεχνικός διευθυντής εκεί είναι ο σπουδαίος σκηνοθέτης Victor Sjostrom, ο ηλικιωμένος καθηγητής στις Άγριες Φράουλες λίγα χρόνια μετά. Είναι το έτος 1943, γεννιέται η κόρη του από τον πρώτο του γάμο (θα ακολουθήσουν άλλοι τέσσερεις καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του), γράφει το πρώτο του σενάριο, το οποίο γίνεται δεκτό και τον επόμενο χρόνο γυρίζεται, με τον τίτλο Φρενίτις από τον Αλφ Σιέμπεργκ (από τον οποίο παίρνει και τα πρώτα «μαθήματα» κινηματογραφίας, κρατώντας το πόστο του σκρίπτα). Έτσι γίνεται και γυρίζει αμέσως μετά την πρώτη του ταινία, την Κρίση. Παράλληλα του δίνουν τη θέση του διευθυντή στο Δημοτικό Θέατρο του Χέλσιμποργκ. Είναι μόλις 24 χρόνων και ο νεότερος διευθυντής θεάτρου στην Ευρώπη. Γράφει και σκηνοθετεί θέατρο, παίζει στο ραδιόφωνο, τώρα πια κάνει και κινηματογράφο.
Η τελειομανία του γίνεται βασανιστική, τόσο για τον ίδιο με το ασθενικό του σώμα, που αντιδρά με τις πιο απίθανες αρρώστιες, όσο και για τους συνεργάτες του, από τους οποίους απαιτεί απόλυτη πειθαρχία. Στόχος του, να γίνει ο καλύτερος όλων και συγχρόνως να προστατεύσει τους αγαπημένους του ηθοποιούς. Ερωτεύεται σχεδόν πάντα τις πρωταγωνίστριές του και οι σχέσεις του έχουν μείνει μνημειώδεις. Με την ίδια ταχύτητα, το πάθος που φουσκώνει, σβήνει: εγκαταλείπει τις γυναίκες τη μία μετά την άλλη.
Στο Θέατρο του Μάλμε, όπου θα πάρει τη θέση του διευθυντή το 1952, γνωρίζει τους περισσότερους από τους μελλοντικούς του πρωταγωνιστές, οι οποίοι γίνονται διεθνώς γνωστοί μέσα από τις ταινίες του: Μαξ Βον Σύντοβ, Ίνγκριντ Τούλιν, Χάριετ Άντερσον, Μπίμπι Άντερσον – την οποία είχε ήδη χρησιμοποιήσει σε ένα διαφημιστικό σαπουνιού στα δεκαπέντε της. Οι ταινίες του γίνονται όλο και πιο αναγνωρίσιμες, όλο και πιο προσωπικές. Το '57 όμως είναι που αποκτά επιτέλους τη διεθνή καταξίωση, μετά το Ειδικό Βραβείο των Καννών για την Έβδομη Σφραγίδα. Η θρυλική σήμερα παρτίδα σκάκι μεταξύ ενός ιππότη του 14ου αιώνα σε μια αφανισμένη από την πανούκλα Σουηδία, και το Θάνατο, σοκάρει, προβληματίζει, θέτει για πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου τα μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα που ταλανίζουν τον άνθρωπο από γενέσεως κόσμου. Αποκτά φανατικό κοινό σ' ολόκληρο τον κόσμο, στο χώρο των σπουδαστών, στο χώρο των σινεφίλ. Με τη συνδρομή του σπουδαίου διευθυντή φωτογραφίας Σβεν Νίκβιστ, καταχωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εικονοπλάστες στην ιστορία του σινεμά. Η δεκαετία του ΄60 τού ανήκει. Ο κινηματογράφος του βρίσκεται στον αντίποδα ενός Φελλίνι, ενός Βισκόντι, ενός Αντονιόνι, του Μπουνιουέλ και όλων μαζί των Γάλλων της nouvelle vague. Μερικοί τίτλοι: Η πηγή των παρθένων, Μέσα από το σπασμένο καθρέφτη, Χειμωνιάτικο φως, Η Σιωπή. Κι ενώ σιγά-σιγά εγκαταλείπει τα μεταφυσικά θέματα, εισβάλει όλο και πιο πολύ στην ανθρώπινη ψυχή, αναλύοντας, εξερευνώντας αυτό το «κενό συναισθημάτων» που κουβαλάει ο άνθρωπος.
Διευθύνει πια το Βασιλικό Θέατρο, όταν το '65 μπαίνει σε ψυχιατρική κλινική, όπου εμπνέεται την Persona, την οποία γυρίζει αμέσως με το που βγαίνει. Κάτω από έναν εκτυφλωτικό καλοκαιρινό ήλιο, το απόλυτο εφιαλτικό φως για τον Μπέργκμαν, σε σκληρό κοντράστ του άσπρου και του μαύρου, όπως και οι ψυχολογικές μεταπτώσεις των δύο γυναικών και με μια πλοκή, σινεμά μέσα στο σινεμά, γίνεται από τα πιο διάσημα «μαθήματα» κινηματογράφου. Λίγο μετά, η μια εκ των δύο πρωταγωνιστριών, η Λιβ Ούλμαν γεννάει την κόρη τους, χωρίς να παντρευτούν. Ακολουθούν Η Ντροπή και οι Κραυγές και Ψίθυροι. Παντρεύεται την πέμπτη του γυναίκα, Ίνκγριντ Βον Ρόσεν, με την οποία μένει 24 χρόνια.
Το '76, εν μέσω προβών του Χορού του Θανάτου, σύρεται στο αστυνομικό τμήμα για υπόθεση φοροδιαφυγής. Για μία ακόμα φορά αντιδρά ψυχοσωματικά, πέφτει στο κρεβάτι, απομονώνεται με κατάθλιψη. Εγκαταλείπει τη Σουηδία και αναλαμβάνει το Residenzteater του Μονάχου. Γυρίζει τις πρώτες του διεθνείς ταινίες. Το Αβγό του Φιδιού, που πραγματεύεται το φασισμό και τη Φθινοπωρινή Σονάτα με τη Σουηδή διεθνή σταρ Ίνγκριντ Μπέργκμαν.
Kαθώς το 1979 απαλλάσσεται από τις κατηγορίες, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη για τα γυρίσματα του Φάννυ και Αλέξανδρος. Δηλώνει ότι είναι η τελευταία του ταινία, μια «απειλή» που το κοινό του ακούει επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια. Όταν το '97 γυρίζει το Συντροφιά με έναν κλόουν, είναι βέβαιος ότι πεθαίνει. Το ένστικτό του τον είχε προειδοποιήσει μεν, αλλά ο θάνατος έρχεται για την αγαπημένη του Ίνγκριντ.
Απομονωμένος για χρόνια στο αγαπημένο του νησί Φαρό (τα 9 του παιδιά σπάνια τον επισκέπτονται, μιας και ποτέ δεν υπήρξε πατέρας συνειδητά, αλλά μάλλον εξ' ατυχημάτων), βουτηγμένος μέσα στο Στρίντμπεργκ, τον οποίο δε σταματά να ξαναδιαβάζει («δεν κατάφερα να γράψω ούτε μια φράση αντάξιά του»), στον Μπαχ, στην προσωπική του ταινιοθήκη, ξαναβλέπει τον Αμαξά-φάντασμα, τις ταινίες του φίλου του Κουροσάβα, του Ταρκόφσκι («ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών») και δε σταματά να γράφει σενάρια, θεατρικά έργα (έχει γράψει δεκαεπτά), διηγήματα.. Εγκαταλείπει το νησί μόνο όταν θέλει να νοιώσει ότι είναι ακόμα ζωντανός, όπως όταν επέστρεψε στα τηλεοπτικά στούντιο για να γυρίσει το Saraband, ή για να κάνει θέατρο. Για να γυρίσει και πάλι πίσω στην επιλεγμένη μοναξιά του για την καθημερινή του παρτίδα σκάκι με τα κοινά του δαιμόνια.
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν πέθανε στις 30 Ιουλίου το 2007.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 14.7.2017
σχόλια