«Please, allow me to introduce myself», ακούγεται να λέει ο Μικ Τζάγκερ στην αρχή του πρώτου επεισοδίου του FUBAR, τη χιλιοστή φορά που χρησιμοποιείται το «Sympathy for the Devil» σε μεγάλη και μικρή οθόνη, μα στην πραγματικότητα η φιγούρα που βλέπουμε χρειάζεται συστάσεις. Ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ ανήκει στους τελευταίους άμεσα και ευρέως αναγνωρίσιμους σταρ, υπήρξε ένας ογκόλιθος του σινεμά δράσης, για χρόνια μπροστάρης του box-office και στη συνέχεια κυβερνήτης της Καλιφόρνια. Το άστρο του ανέτειλε την περίοδο που στις ΗΠΑ εδραιωνόταν ο Ρίγκαν, εφαρμόζοντας μια επιθετική πολιτική επανασύστασης και αποκατάστασης του τραυματισμένου από αποτυχημένους πολέμους στο εξωτερικό και σκάνδαλα προφίλ της υπερδύναμης. Στο πρόσωπό του η ριγκανική Αμερική βρήκε τον σταρ που θα ενσάρκωνε αυτή την πολιτική στο σινεμά, έναν γίγαντα με υπερφυσικό μυϊκό σύστημα και το bonus της έμπρακτης επαλήθευσης του «αμερικανικού ονείρου» – ήταν ένας μετανάστης που ενσωματώθηκε και πέτυχε. Γι’ αυτό η action περσόνα του Άρνι είναι εκείνη ενός Υπεράνθρωπου, ο οποίος, πριν ή αφού εξολοθρεύσει τον αντίπαλο, θα τον ξεφτιλίσει με ένα σαρκαστικό punchline, (επι)βεβαιώνοντας την υπεροχή του.
Η ώρα περνά, εδώ που τα λέμε έχεις δει και χειρότερα πράγματα στην πλατφόρμα. Βέβαια, αυτό το «καλό είναι για Netflix» έχει βλάψει το γούστο μας και την ποιότητα των παραγωγών εκεί έξω όσο λίγα πράγματα.
Φυσικά, επειδή ο Σβαρτσενέγκερ ήταν ξύπνιος, κατάλαβε ότι, αν ήθελε να επιβιώσει, ο σαρκασμός έπρεπε να στραφεί και προς τον ίδιο και να γίνει αυτοσαρκασμός. Καθώς εξέλισσε τo action προφίλ του, δούλευε παράλληλα και το κωμικό του timing, με σκηνοθέτες πρόθυμους να αξιοποιήσουν τον όγκο του προς όφελος του κωμικού οράματός τους αντί να προσαρμόσουν το δεύτερο πάνω του – την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του Σλάι ο Άρνι δεν την είχε, αλλά ήταν πολύ πιο συνεργάσιμος και ταπεινός απέναντι στους σκηνοθέτες του κι αυτό τον ευνόησε. Ευτύχησε να κάνει και καλές επιλογές, δούλεψε με τον Βερχόφεν, τον ΜακΤίρναν, τον Ράιτμαν, τον Γουόλτερ Χιλ και, βέβαια, με τον Τζέιμς Κάμερον. Η τελευταία του συνεργασία με τον Κάμερον ήταν το «True Lies», μια αυτοπαρωδική κατασκοπεία δράσης και ατέλειωτου fun, όπου η σύζυγός του Τζέιμι Λι Κέρτις αγνοεί ότι δουλεύει για λογαριασμό της CIΑ και μπλέκει σε μια εξωφρενική περιπέτειά του.
Με τη σειρά του Netflix, που παραπέμπει στο «True Lies» τόσο ως concept όσο και τονικά, πέφτει ακόμα ένα κάστρο. Μέσα σε λίγους μήνες είδαμε το αντίπαλο δέος του Σταλόνε, αλλά και τον Χάρισον Φορντ, δύο αμιγώς κινηματογραφικούς σταρ με τεράστιες επιτυχίες στο ενεργητικό τους, να πρωταγωνιστεί για πρώτη φορά σε σειρές για λογαριασμό της μικρής οθόνης. Ο Αυστριακός σταρ είναι ο τρίτος και αναρωτιέσαι αν θα απομείνει κανείς στο τέλος, καθαρά για λόγους στατιστικής – έτσι κι αλλιώς, όχι μόνο έχει απενοχοποιηθεί η μετάβαση κινηματογραφικών αστέρων στην τηλεόραση αλλά οι τελευταίοι συχνά την επιζητούν.
To FUBAR θέλει τον Σβαρτσενέγκερ πράκτορα της CIA επί 40 χρόνια, μυστικά από την οικογένειά του και έτοιμο να συνταξιοδοτηθεί. Αναγκάζεται να αναλάβει μια τελευταία αποστολή ταξιδεύοντας μέχρι τη Γουιάνα, στο άντρο του γιου ενός παλιού στόχου του, ώστε να σώσει έναν μυστικό πράκτορα, που κινδυνεύει να αποκαλυφθεί, και να ανακτήσει ένα όπλο μαζικής καταστροφής. Εκεί θα ανακαλύψει ότι ο εν λόγω μυστικός πράκτορας είναι η κόρη του, η οποία εργάζεται επίσης ως πράκτορας της CIA επί μια δεκαετία, φυσικά εν αγνοία του.
Σε συνάρτηση με αυτό που εκπροσωπούσε η περσόνα του στα '80s, η αναγκαιότητα των επεμβάσεων της CIA στο εξωτερικό είναι δεδομένη, τα punchlines πέφτουν βροχή, οι αυτοαναφορικές στιγμές επίσης –ακόμα και «I’m back» ακούγεται να λέει–, ενώ οι αντεγκλήσεις μεταξύ αυτού και της κόρης του, όταν αφορούν τη σχέση τους και όχι τη δουλειά, κινούνται στο γλυκανάλατο μήκος κύματος ταινιών όπως το «Kindergarten Cop» ή το «Jingle all the way». Ο Άρνι «φτύνει» τις ατάκες με αλάνθαστο κωμικό ένστικτο, ακόμα κι όταν το σενάριο δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, το εκτόπισμά του είναι τέτοιο, δε, που συλλογίζεσαι όσους επιγόνους του παρέλασαν επί της οθόνης στο πρόσφατο Fast X και σκέφτεσαι ότι τρώει δέκα τέτοιους στην καθισιά του.
Η σειρά προσπαθεί να μιμηθεί μεγάλες δόξες του πρωταγωνιστή, μα η παραγωγή είναι μικρότερη, το αποτέλεσμα οπτικά αδιάφορο, με τη δράση πεισματικά (και τηλεοπτικά) περιορισμένη στο κέντρο του κάδρου, ενώ το υλικό δεν επαρκεί για να στηρίξει οκτώ επεισόδια. Όμως το tempo είναι γρήγορο, χωρίς να καταλύει την έννοια της αφήγησης, όπως πράττουν εσχάτως ουκ ολίγα netflix-ικά προϊόντα, και η Μόνικα Μπάρμπαρο στέκεται επάξια ως κινηματογραφική του κόρη μέσα στο πλάνο. Η ώρα περνά, εδώ που τα λέμε έχεις δει και χειρότερα πράγματα στην πλατφόρμα. Βέβαια, αυτό το «καλό είναι για Netflix» έχει βλάψει το γούστο μας και την ποιότητα των παραγωγών εκεί έξω όσο λίγα πράγματα – θα επεκταθούμε στο μέλλον, με άλλη αφορμή. Προς το παρόν, χαιρόμαστε που ξαναβλέπουμε τον Άρνι στην οθόνη κι ελπίζουμε μια πιθανή θετική υποδοχή της σειράς από το κοινό να ανοίξει τον δρόμο για μεγαλύτερα και καλύτερα πρωταγωνιστικά οχήματα στο άμεσο μέλλον.