Νερό. Ένα τρένο του ηλεκτρικού διασχίζει υπόγειες ράγες. Ένας μεσήλικας άντρας κλείνει τα μάτια του. Δίπλα του ένα γκραφίτι: «όνειρο». Κάθεται σε μία στάση λεωφορείου. Δεν θα επιβιβαστεί στο λεωφορείο που θα περάσει. Ένας ρακοσυλλέκτης μαζεύει παρτάλια από τον σκουπιδοτενεκέ. Σύννεφα βαριά, κρύο. Εικόνες σε άσπρο-μαύρο.
Η Αθήνα της ταινίας της Μαργαρίτας Μαντά Για πάντα είναι μια πόλη έρημη, παγερή, μοναχική. Μια πόλη που τη διατρέχουν τρένα, όπως μια εποχή τη διέσχιζαν ποτάμια. Κι όπως όλα τα ποτάμια χύνονται στη θάλασσα, έτσι και τα τρένα, αυτά τα σύγχρονα «ποτάμια» καταλήγουν στο λιμάνι. Τερματικός σταθμός Πειραιάς. Αυτή είναι και η καθημερινή διαδρομή του ηλεκτροδηγού του ΗΣΑΠ Κώστα, του ήρωα της ιστορίας της Μαντά. Συνάντησα τη σκηνοθέτη και μου είπε: «Για μένα το τρένο στην ταινία αυτή είναι η αλληγορία του ποταμιού. Το ποτάμι που σκεπάστηκε είναι το τρένο. Που τρέχει και κουβαλάει τις ιστορίες των ανθρώπων, όπως λέει κάποια στιγμή και ο Κώστας όταν αφηγείται ένα παραμύθι. Άλλωστε η αλληγορία αυτή ξεκινάει από μια πραγματικότητα. Το συγκεκριμένο τρένο ξεκινάει από το βουνό και καταλήγει στη θάλασσα, από την Κηφισιά στον Πειραιά. Κάποια από τα σημεία αυτής της γραμμής του ηλεκτρικού είναι όντως χαραγμένα επάνω από τα ίχνη του ρουν των αρχαίων ποταμιών. Το κομμάτι Ομόνοια – Μοναστηράκι – Θησείο έχει από κάτω στον Ηριδανό. Το ρυάκι που βλέπουμε είναι ο Ηριδανός. Μια από τις πρωτοπορίες που διεκδικούμε ως χώρα είναι ότι είχαμε μια πόλη με ποτάμια τα οποία τα σκεπάσαμε».
Στους δρόμους του Λονδίνου ή του Βερολίνου αν συναντηθούνε δύο βλέμματα χαμογελάνε. Εδώ υπάρχει μία ενοχή, θέλουμε την σιγουριά ότι δεν θα υπάρξει κάτι παράξενο και εχθρικό. Έχουμε ανάγκη την επιβεβαίωση της αποδοχής, τότε είμαστε ανοιχτοί. Είμαστε κλειστοί άνθρωποι, γι' αυτό φαίνεται η πόλη οργισμένη.
Ο Κώστας κάθε μέρα παρατηρεί μια περίπου συνομήλικη του γυναίκα να παίρνει το τρένο από το σταθμό του Θησείου και να κατεβαίνει στον Πειραιά όπου περνάει απέναντι, στην πλευρά του λιμανιού και ανοίγει ένα εκδοτήριο εισιτηρίων πλοίων. Μια ρουτίνα που πέφτει στην αντίληψη του μοναχικού άντρα. Η γυναίκα είναι η Άννα, μια επίσης μοναχική φιγούρα που ζει σε ένα μικροαστικό διαμερισματάκι κάπου στο Θησείο. Όταν ένα γεγονός υγείας του Κώστα τον θέτει εκτός εργασίας, αποφασίζει να διεκδικήσει την αγάπη αυτής της άγνωστης του γυναίκα. Έναν εξ αποστάσεως έρωτα.
Η ασπρόμαυρη ταινία, με ολίγον χρώμα σαν μικρές πινελιές αισιοδοξίας, αποτυπώνει μια ποιητική διάσταση της πόλης, της εσωτερικής πλευράς των κατοίκων της. Η Αθήνα στην ταινία είναι μια άλλη, άγνωστη πόλη. Η ενέργεια της, η οχλαγωγή της, το ανθρώπινο πλήθος λείπουν. Οι ήρωες σαν να ζουν περιχαρακωμένοι στη σκέψη τους. Η σκηνοθέτις συνεχίζει: «Ήθελα να δείξω την εσωτερική πόλη των ηρώων και όχι τη ρεαλιστική. Ακριβώς επειδή οι άνθρωποι «σίγησαν» όπως λέει το παραμύθι του άντρα. Προσωπικά νοιώθω την Αθήνα ως μια πόλη πολύ μονάχη, παρόλη την πολυκοσμία της. Είναι μια πόλη που δεν αγαπιέται από την συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της, όπως δεν αγαπιέται από τις πολιτειακές και τις δημοτικές αρχές, χρόνια τώρα. Συμβαίνει μια ιδιορρυθμία. Η συντριπτική πλειοψηφία της που δεν είναι Αθηναίοι τη θεωρούν πόλη – τράνζιτο ασχέτως που έρχονται και δεν φεύγουν ποτέ. Μπορεί να έχουν έρθει με τους γονείς τους εδώ παιδιά, να έχουν γεννήσει τα δικά τους παιδιά εδώ, αλλά δεν τη θεωρούν δική τους πόλη. Και αυτό κραυγάζει - στον τρόπο που φέρονται στην πόλη και στους εαυτούς τους. Ασελγούν ασύστολα πάνω στην πόλη αυτή με όλους τους τρόπους. Από έλλειμμα παιδείας, που είναι γενικότερο στη χώρα, αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλη πόλη στην Ελλάδα που να ασελγούν με τόση μανία όσο στην Αθήνα. Πιστεύω ότι είναι μια πόλη που δεν αγαπιέται, μια πόλη με έλλειμμα αγάπης. Γι αυτό διάλεξα να κάνω μια ιστορία ελπίδας και αγάπης ανάμεσα σε δυο ανθρώπους μόνους, μέσα σε μία πόλη που αργοπεθαίνει από έλλειψη ελπίδας κι αγάπης. Γι' αυτό και η Αθήνα είναι το τρίτο πρόσωπο της ιστορίας. Δεν είναι απλώς ένα φόντο. Δεν έγραψα κάτι και έψαξα μετά να βρω τους χώρους. Οι χώροι της ταινίας γέννησαν την ιδέα της ταινίας. Πήγαινα, ξημεροβραδιαζόμουν, παρακολουθούσα τους χώρους, έγραφα πάνω στους χώρους. Κι ομοίως, όταν μου ήρθε η ιδέα της ταινίας μέσα μου, πριν ακόμα τη βρω μέσα μου, είδα δύο πρόσωπα. Είδα την Άννα Μάσχα και είδα τον Κώστα Φιλίππογλου. Πέρα από την ποιότητα τους ως ηθοποιοί, έχουν και οι δυο τους ένα είδος αξιοπρέπειας και ήθους, εσωτερικό, σαν άνθρωποι, ανάλογα του είδους της αξιοπρέπειας και του ήθους που ήθελα να έχουν οι ήρωες της ταινίας».
Ο Κώστας Φιλίππογλου λέει από τη μεριά του: «Επειδή εγώ σαν χαρακτήρας είμαι πολύ πιο εξωστρεφής και κοινωνικός από τον χαρακτήρα που υποδύομαι, θα έλεγα ότι έχω και αυτήν την πλευρά. Που μπορεί να θέλω να την κρύβω, να μην την εμφανίζω πάντα, αλλά έχω μια τέτοια πλευρά πολύ καθαρή. Έχω πολλές τέτοιες στιγμές που θέλω να είμαι μόνος μου, εσωτερικές στιγμές ενδοσκόπησης, όπως είναι οι εικόνες της ταινίας. Βλέπω την ποιητική διάσταση του χαρακτήρα, οπότε μπορώ να την αναγνωρίσω σε πάρα πολλούς ανθρώπους. Έχω την αίσθηση ότι την έχουν αυτή την πλευρά ακόμα και αν προσπαθούν να είναι κοινωνικοί ή να είναι ευχάριστοι. Στη διαδρομή του ηλεκτρικού μπαίνεις στη διαδικασία της σκέψης, των τοπίων που περνάνε, είναι ένα μαγικό πράγμα, δεν είναι σαν το μετρό που είναι υπόγειο. Όταν ήμουν στην καμπίνα του οδηγού και με έπαιρνε η κάμερα έχανα τα όρια, αν ήμουν εγώ ή ο χαρακτήρας. Το τοπίο, οι ράγες, το ποτάμι που είναι από κάτω, σε βάζουν στο ταξίδι αυτό. Σαν να βλέπεις το παρελθόν και το μέλλον μπροστά σου».
Πώς ήταν να βλέπεις την Αθήνα μέσα από την ιδιαίτερη ματιά μιας σκηνοθέτιδας, τον ρωτάω. Απαντάει: Φυσικά και δεν είναι έτσι η Αθήνα. Είναι η ποιητική διάσταση της ερήμιας της. Έχω την εντύπωση ότι ως πόλη βιώνει αυτή τη στιγμή μια πιο βίαιη ερήμωση. Αυτή η ποιητική διάσταση της όμως, όπως βγαίνει στην ταινία, με εκφράζει. Τις στιγμές της ενδοσκόπησης έχει αυτά τα σημεία της σκοτεινιάς, τα σημεία της ερημιάς, και βέβαια έχω βιώσει το τέλος, την τελική σκηνή που γίνεται μια μεταμόρφωση. Γιατί πάντα στο τέλος, αφού γίνει το συναισθηματικό μου πέρασμα από το θυμό στον πόνο μετά στην ησυχία, γίνεται μια ενδοσκόπηση και μετά έρχεται το αίσθημα της χαράς».
Υπάρχει τόσο μεγάλη μοναξιά στην Αθήνα; Οι άνθρωποι αναζητούν την επαφή ανάμεσα στο πλήθος; Τον ρωτάω και μου λέει: «Δεν ξέρεις ποτέ τις ιστορίες των άλλων. Αλλά πολλές φορές ο τρόπος που περπατάνε και κοιτάνε οι άνθρωποι, φαίνονται σαν να βιώνουν τη μοναξιά. Δεν το έχω δει στις βόρειες χώρες που έχω ζήσει μεγάλα διαστήματα. Θεωρούμε ότι εμείς είμαστε πολύ ανοιχτοί κι εκείνοι πολύ κλειστοί. Στους δρόμους του Λονδίνου ή του Βερολίνου αν συναντηθούνε δύο βλέμματα χαμογελάνε. Εδώ υπάρχει μία ενοχή, θέλουμε την σιγουριά ότι δεν θα υπάρξει κάτι παράξενο και εχθρικό. Έχουμε ανάγκη την επιβεβαίωση της αποδοχής, τότε είμαστε ανοιχτοί. Είμαστε κλειστοί άνθρωποι, γι' αυτό φαίνεται η πόλη οργισμένη. Βιάζεται ο άλλος, δεν θέλει να διασταυρώσει το βλέμμα του. Είμαστε πιο καχύποπτοι. Αυτή η ερημιά που παρατηρούμε στην πόλη νομίζω ότι είναι περισσότερο η καχυποψία που τους πάει προς την ερημιά. Άλλωστε είμαστε ένας λαός που φοβάται τόσο πολύ τη μοναξιά που δεν αφήνουμε την οικογένεια μας, τους φίλους μας, που προσπαθούμε να μην τη βιώσουμε».
Όταν η Μαργαρίτα Μαντά εμπνεύστηκε την ιστορία της ταινίας της δεν ήξερε μία ενδιαφέρουσα παράμετρο. Το γεγονός ότι όντως τα τρένα έχουν υπάρξει τόπος γέννησης ερώτων. Μου εξηγεί: «Όταν έκανα τις πρώτες μου επαφές και μπήκα σε καμπίνα οδηγού τούς είπα ποιο ήταν το θέμα της ταινίας κι ενθουσιάστηκαν. ''Επιτέλους κάποιος να κάνει αυτό το πράγμα ταινία. Οι μισοί γάμοι στο σινάφι μας έγιναν έτσι'' μου είπαν. Παλιότερα, η πόρτα ανάμεσα στην καμπίνα του οδηγού και του πρώτου βαγονιού είχε ένα τζαμάκι. Όλοι αυτοί οι έρωτες γεννιόντουσαν από το τζαμάκι αυτό. Υπήρχε και μια γραμμή του ΗΣΑΠ που κάτι πράσινα λεωφορεία συνέχιζαν μέχρι το Πέραμα. Έμαθα ότι το μισό Πέραμα είναι τέτοιοι γάμοι. Ηλεκτροδηγοί που ερωτεύονταν επιβάτισσες».
Η σκηνοθέτις υπήρξε επί 19 χρόνια βοηθός του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Αναπόφευκτα έχει περάσει και σ' αυτήν η αισθητική και η ποιητική των εικόνων του σημαντικού δημιουργού. Δεν μου το αρνείται, η επιρροή είναι εμφανής σε πολλές πλευρές της ταινίας, η οποία μάλιστα είναι αφιερωμένη σε εκείνον που έφυγε πρόωρα, αλλά μου εκφράζει την ανάγκη να εξηγήσει τους λόγους που την έκανε: «Εκτός του ότι ήθελα να μιλήσω για την Αθήνα, είχα και δύο έντονες ιστορικές ανάγκες. Η μία ήταν επειδή έχω κουραστεί να βλέπω στο σινεμά μια φλυαρία εικόνων χωρίς ουσιαστικά να λένε τίποτα, στην συντριπτική τους πλειοψηφία. Επειδή πιστεύω ότι το σινεμά βρίσκεται σε μια περίοδο της ζωής του που αλλάζει, επειδή πιστεύω ότι το σινεμά είναι η τέχνη του μυστικού, του αθέατου. Στο σινεμά για μένα δεν εικονοποιούνται ιστορίες, οι εικόνες οι ίδιες πρέπει να λένε την ιστορία τους. Είχα λοιπόν την ανάγκη να επιστρέψω στις τελείως δομικές αρχές του κινηματογράφου. Μία ακίνητη κάμερα, ένας χώρος, δύο άνθρωποι που κοιτάζονται και συνδιαλέγονται μέσα από τη σιωπή τους. Είχα ανάγκη να κάνω μια ελεγεία πάνω στη σιωπή. Το άλλο που είχα ανάγκη να κάνω ήταν μια απόδοση ενός φόρου τιμής –το ένοιωθα μέσα μου σαν χρέος- σε πέντε κινηματογραφιστές που για μένα είναι οι πνευματικοί μου δάσκαλοι. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ο Ντράγιερ, είναι ο Μπρεσόν, είναι ο Αντονιόνι, είναι ο Βέντερς και είναι ο Αγγελόπουλος. Γι' αυτό η ταινία έχει πάρα πολλές σαφείς αναφορές στο σινεμά και των 5 αυτών ανθρώπων».
Info:
Για Πάντα
Σκηνοθεσία: Μαργαρίτα Μαντά
Παίζουν: Άννα Μάσχα, Κώστας Φιλίππογλου
Ταινιοθήκη της Ελλάδος "Λαΐς"
Πεμ-Τετ 18:30, 20:15, 22:00
σχόλια