Πατήστε στο εικονίδιο cc για υπότιτλους
__________________________________________________________________________
Στο σπαρακτικό "Τέλος της Άνοιξης" (Late Spring - 1949), στο γνώριμο μοτίβο των οικογενειακών υποθέσεων που κυριαρχούν στις ταινίες του Όζου, ένας πατέρας προσπαθεί να πείσει την κόρη του παντρευτεί. Καθόλου πρωτότυπο θέμα, ωστόσο, ειδωμένο με τέτοιο λεπτό χιούμορ, ευαισθησία και μια περίεργη μελαγχολία να διατρέχει το φιλμ, που το μετατρέπει σε πραγματική σπουδή, πάνω στον χρόνο που κυλά, χωρίς να δίνει εξήγηση σε κανέναν και για τίποτα και τελικώς προκύπτει ένα πραγματικό κινηματογραφικό ποίημα.
Δύο, τρία πράγματα για τον Γιασουτζίρο Όζου
Του Πλάτωνα Ριβέλλη
Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Πλάτωνα Ριβέλλη «Η φανερή γοητεία και η κρυφή συγκίνηση τού κινηματογράφου» (εκδ. Φωτοχώρος)
O Yasujiro Ozu γεννήθηκε στο Tokyo στις 12 Δεκεμβρίου του 1903 και πέθανε στην ίδια πόλη στις 12 Δεκεμβρίου του 1963. Έζησε εργένης όλη του τη ζωή μαζί με τη μητέρα του, η οποία πέθανε λίγους μήνες πριν από τον γιο της. Ήδη από μαθητής άφηνε τα μαθήματα και έτρεχε στους κινηματογράφους να παρακολουθήσει αμερικανικές ταινίες. Το 1923 προσλαμβάνεται από τα στούντιο Shockiku στο Tokyo αρχικά σαν βοηθός οπερατέρ και πολύ γρήγορα σαν βοηθός σκηνοθέτη. Την πρώτη του ταινία την κάνει το 1927. Από αυτήν την εποχή ξεκινάει και η συνεργασία του με τον σεναριογράφο που έμελλε να τον ακολουθήσει (με λίγα διαλείμματα) σε όλη του τη ζωή, τον Kogo Noda. Άλλωστε και ο Ozu, όπως και τόσοι άλλοι σημαντικοί σκηνοθέτες, ήθελε να δουλεύει με τους ίδιους συνεργάτες, ηθοποιούς και συνεργείο. Ο οπερατέρ Yushun (ή Yuharu) Atsuta, οι ηθοποιοί Chisu Ryu και Setsuko Hara, ο σκηνοθέτης Senji lto και αργότερα ο Kojun Saito και άλλοι, υπήρξαν σταθεροί συνεργάτες στις περισσότερες ταινίες του Ozu.
Μέχρι το 1930 ο Yasujiro Ozu κάνει διάφορες ταινίες που του παραγγέλνει το στούντιο στο οποίο εργάζεται, αλλά μόνον από το 1931 ασχολείται με μια πιο προσωπική κινηματογραφική γραφή. Οι ταινίες της δεκαετίας 1930-1940 σημαδεύουν το ξεκίνημα της προσωπικής του θεματολογίας και του ιδιαίτερου ύφους του. Ο Yasujiro Ozu μένει για καιρός πιστός στον βωβό κινηματογράφο, αν σκεφτούμε ότι η πρώτη του ομιλούσα ταινία («Ο μοναχογιός») γυρίστηκε το 1936, ενώ η πρώτη γιαπωνέζικη ομιλούσα χρονολογείται από το 1931. Μετά τον πόλεμο ο Ozu απομακρύνεται περισσότερο από τις επιρροές του αμερικανικού κινηματογράφου, αναπτύσσει ένα πιο προσωπικό κινηματογραφικό ύφος, καλλιεργεί τη θεματολογία του και κάνει ακόμα πιο λιτή την γραφή του. Η πρώτη του σημαντική μεταπολεμική ταινία (και από τις καλύτερές του γενικώς) είναι το «Τέλος της άνοιξης», που από τους ίδιους τους Ιάπωνες χαρακτηρίστηκε σαν το πιο γιαπωνέζικο φιλμ που είχε γίνει ποτέ. Με τα χρόνια ο παραγωγικός ρυθμός του Ozu μειώνεται, αλλά η ποιότητα κινείται πια σε εξαιρετικώς υψηλά επίπεδα («Ταξίδι στο Tokyo», «Άνθη της ισημερίας», «Τέλος του φθινοπώρου», «Ένα φθινοπωρινό απόγευμα» κ.ά.).
Τα θέματα των ταινιών του Ozu αναφέρονται στις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στις οικογένειες. Στους γάμους, στους θανάτους, στις αμηχανίες, στα αδιέξοδα. Στους πατέρες ή στις μητέρες με τους γιους ή με τις κόρες. Το πλαίσιο της πλοκής είναι συνήθως αστικές οικογένειες, εκεί όπου δεν παρεισφρύουν εξωγενή στοιχεία, όπως π.χ. η έσχατη φτώχεια, στοιχεία που επηρεάζουν και αλλοιώνουν τις συναισθηματικές συγκρούσεις. Ο Ozu διεισδύει σε βάθος, χωρίς όμως να καταφεύγει σε δραματοποιήσεις που να στηρίζονται είτε στην πλοκή είτε στον κινηματογραφικό χειρισμό της. Ουδέποτε ταινίες με τόσο αυτονόητα θέματα και με τόσο φαινομενικά απλό χειρισμό έχουν καταφέρει να συγκινούν σε τόσο υψηλό βαθμό, όπως οι ταινίες του Yasujiro Ozu. Αυτό μάλιστα το επιτυγχάνουν με έναν υπόγειο και διακριτικό τρόπο. Παρασέρνουν τον θεατή με εικόνες απλής καθημερινότητας και τον οδηγούν σε μιαν απροσδόκητη κορύφωση, στην οποία όμως παίζουν πρωτεύοντα ρόλο αυτές ακριβώς οι φαινομενικά απλές καθημερινές εικόνες που στην αρχή της ταινίας πέρασαν απαρατήρητες. Αυτό επιτυγχάνεται με τον θαυμάσιο και ελεγχόμενο ρυθμό που δίνει ο Ozu στις ταινίες του. Αρχή-αρχή «μπαίνουν» οι χαρακτήρες και ακολουθούν μικρές παράλληλες ιστορίες που μας πλησιάζουν και μας απομακρύνουν από το κεντρικό θέμα, μέχρι που να έρθουν όλες να «δέσουν» και να αποκαλυφθεί στο τέλος η σημασία κάθε μικρής φράσης ή μεμονωμένης σκηνής. Το υπέροχο τέλος των ταινιών του είναι αυτό που προσδίδει στις προηγούμενες σκηνές την ακριβή σημασία τους. Είναι μάλλον σίγουρο ότι το κοινό που έχει συνηθίσει στο τηλεοπτικό zapping δύσκολα θα βρει τον χρόνο να παρατηρήσει μια ταινία του Ozu. Αν δηλαδή κάποιος δει μερικές ενδιάμεσες σκηνές ή αν πιαστεί να βγάλει συμπεράσματα από τις πρώτες σκηνές είναι μάλλον βέβαιο ότι θα εγκαταλείψει την ταινία. Αν όμως αφεθεί στην ταινία, τότε θα διαπιστώσει ότι ο Ozu έχει την ικανότητα να σε «ρουφάει» μέσα στον κόσμο του. Μετά από αυτή την εμπειρία η παρακολούθηση κάθε επόμενης ταινίας του θα αναλογεί με τη χαρά μιας νέας συνάντησης με ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο. Αρκεί κάποιος να «μπει» μέσα στον κόσμο του Ozu για να μην θέλει να «βγει».
Στην ουσία το σύνολο του έργου του είναι μια μεγάλη ταινία σε πολλά μέρη. Είναι καλύτερα μάλιστα να δει κανείς κοντά-κοντά τις ταινίες του Ozu, για να βυθιστεί στο κλίμα του και στον λόγο του και να αρχίσει να γεύεται τις μικρές παραλλαγές πάνω στα ίδια θέματα. Συχνά οι ηθοποιοί παίζουν σχεδόν τον ίδιο ρόλο, ή έχουν και όμοια ονόματα (όπως π.χ. Noriko ή Koichi). Για την ακρίβεια πρόκειται για μια σειρά κομματιών μουσικής δωματίου. Ένα σύνολο κουαρτέτων με ίδιο γενικό ύφος και μικρές αλλά σημαντικές παραλλαγές. Αυτές οι μικρές παραλλαγές αναδεικνύονται σε μείζονες μέσα από τη σχετική θεματική ομοιομορφία, ενώ παράλληλα η μια ταινία συμπληρώνει την άλλη. Το θέμα του γάμου της κόρης επανέρχεται συχνά στις ταινίες του και μάλιστα η ταινία που ετοίμαζε και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει είχε και πάλι ανάλογο θέμα, δηλαδή έναν πατέρα που ήξερε ότι είχε καρκίνο, ο οποίος ήθελε να παντρέψει την κόρη του. Τελικά, έχει κανείς την αίσθηση πως η οικογένεια του Ozu αποτελείτο και από όλα αυτά τα πρόσωπα, τα οποία ο ίδιος μετακινούσε σε ένα ατελείωτο παζλ, όπου οι γονείς, οι παππούδες, τα παιδιά, οι νύφες, οι γαμπροί, εναλλάσσονταν και ταυτόχρονα έμεναν οι ίδιοι...
Τέλος, μια μομφή που εκφράσανε οι νεότεροι ιάπωνες σκηνοθέτες εναντίον του Ozu είναι ότι δεν ασχολήθηκε με την πολιτική και με τα κοινωνικά προβλήματα της σύγχρονης Ιαπωνίας, με λίγα λόγια πως δεν ήταν αρκετά στρατευμένος. Πέραν του ότι δεν υπάρχει ένας γενικός κανόνας καλλιτεχνικής συμπεριφοράς και θεματολογίας, τα έργα του Ozu περιέχουν σε μεγάλο βαθμό στοιχεία κοινωνικών παρατηρήσεων, μόνο που δεν παίρνουν παραταξιακές, δηλαδή στρατευμένες, θέσεις. Δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην πολυπλοκότητα των συναισθημάτων και των δομών και αποφεύγουν έναν εύκολο μανιχαϊσμό. Αν το έκαναν αυτό, δεν θα διέθεταν ούτε το βάθος, ούτε το μυστήριο, ούτε τη διαχρονικότητα που τα κάνει μοναδικά.... Μια άλλη παρατήρηση αφορά την «ιαπωνικότητα» του Ozu. Ισχυρίζονται πως η δυσκολία για τον δυτικό θεατή έγκειται στο ότι ο Ozu μιλάει για μιαν άλλη κοινωνία με ένα άλλο κινηματογραφικό συντακτικό. Μπορούμε να παραφράσουμε κάτι που είχε πει ένας γάλλος σχολιαστής για τον Mizoguchi, λέγοντας πως για να καταλάβουμε τον Ozu δεν χρειάζεται να μάθουμε ιαπωνικά αλλά οζουϊκά. Πράγματι ο Ozu, όπως κάθε μεγάλος σκηνοθέτης, έχει το δικό του γλωσσικό ιδίωμα και μιλάει για τα δικά του πράγματα. Μόνο που όταν ο δημιουργός είναι σημαντικός αυτά τα τελευταία μπορούν να γίνουν πράγματα όλων μας. Επομένως μπορεί να μιλάει ο σκηνοθέτης για την ιαπωνική κοινωνία, τους θεσμούς της, τον τρόπο λειτουργίας της, την εξέλιξή της μέσα στα τελευταία χρόνια, αλλά μέσα από αυτά, και πέραν από το ενδιαφέρον που και αυτά μπορεί να έχουν για μας, μιλάει για θέματα βαθύτερα, ίσως και διαχρονικότερα. Αν ισχυριστούμε το αντίθετο, τότε για να καταλάβουμε ένα γουέστερν θα έπρεπε να έχουμε ζήσει σε ράντσο και για να εκτιμήσουμε έναν γοτθικό ναό θα έπρεπε να ήμασταν πιστοί καθολικοί.
Οι ήρωες του Ozu υποφέρουν και χαίρονται χωρίς να υφίστανται πιέσεις εξωτερικών γεγονότων (όπως φερ' ειπείν παρατηρούμε στις ταινίες του Mizoguchi). Ό,τι συμβαίνει στους ήρωες του Ozu βρίσκεται μέσα στην πιο συνηθισμένη ροή ζωής. Και αυτό είναι που στο τέλος δίνει στον θεατή, όχι απλώς ανάγλυφη, αλλά πολύ βαθιά χαραγμένη μέσα του την τραγική διάσταση της ζωής. Της αρχής της, του τέλους της και, κυρίως, της διάρκειάς της. Γιατί κατά έναν ανεξήγητο τρόπο. ο Ozu πετυχαίνει με καθαρά κινηματογραφικά μέσα να αφήνει μια αιωρούμενη γεύση πικρίας και ασφυξίας, που προκύπτει μέσα από αυτή την ευγένεια, την ανοχή, την τρυφερότητα, την αγάπη της οικογένειας, χωρίς την οποία δεν μπορούμε να κάνουμε, αλλά και εξαιτίας της οποίας πληγωνόμαστε.
Παράλληλο, αν και δευτερεύον θέμα του η σχέση της παλαιάς με τη νέα Ιαπωνία, τόσο στην αισθητική όσο και στα ήθη και στις συνήθειες. Χωρίς όμως ποτέ να εκφέρει κρίσεις αρνητικές ή θετικές πάνω σε αυτήν την εξέλιξη, ή τουλάχιστον φροντίζοντας όταν το κάνει προς τη μία πλευρά να το επανορθώνει κάνοντάς το και προς την άλλη. Για μας τους δυτικούς θεατές το ενδιαφέρον και η περιέργεια είναι ακόμα μεγαλύτερη, αφού είμαστε μάρτυρες συμπεριφορών που δεν γνωρίζουμε και συχνά δεν κατανοούμε. Όλα τα συναισθήματα και τα πάθη κρύβονται πίσω από μια αυτοσυγκράτηση. Οι διάλογοι μεταξύ των οικείων προσώπων δίνουν την αίσθηση μιας πρώτης γνωριμίας. Κανείς δεν αγγίζει κανέναν και όταν αυτό σπανίως γίνεται αποκτά μια τρομακτική βαρύτητα ...Αυτό που επιδιώκει να δείξει ο Ozu, ή τουλάχιστον αυτό που προκύπτει από τις ταινίες του, είναι πρώτον ότι όλα τα συναισθήματα και τα γεγονότα διογκώνονται και περιπλέκονται κατά δυσανάλογο και παράλογο τρόπο μέσα στον οικογενειακό πυρήνα, δεύτερον ότι τα συναισθήματα δεν είναι ποτέ ξεκάθαρα και μονοσήμαντα, τρίτον ότι όπως κανείς δεν είναι απόλυτα κακός ή απόλυτα καλός έτσι και τίποτα από όσα συμβαίνουν δεν είναι απόλυτα κακό ή καλό, αλλά όλα ακολουθούνται ή συμπληρώνονται από το αντίθετό τους και τέταρτον ότι η λέξη-κλειδί είναι η μοναξιά και ότι πιθανόν η οικογένεια είναι ένα μέσο να αντιμετωπίσει, να κρύψει, αλλά και να τονίσει κανείς τη μοναξιά του.
... Οι ταινίες του Ozu, ίσως επειδή κρίθηκαν υπερβολικά ιαπωνικές, άργησαν να προβληθούν στη Δύση, όπου άρχισαν να προβάλλονται (με πρώτη το «Ταξίδι στο Tokyo») σχεδόν δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του. Η επιρροή του όμως πάνω σε μερικούς σημαντικούς σύγχρονους σκηνοθέτες υπήρξε μεγάλη και ιδιαίτερα στον Jim Jarmusch και στον Wim Wenders, ο οποίος του αφιέρωσε και μια ντοκουμενταρίστικη ταινία του, το «Tokyo Ga» (1985). Όπως άλλωστε παρατηρεί ο ίδιος σε αυτήν την ταινία, οι ταινίες του Ozu αποτελούνται από ατόφιες σκηνές αλήθειας, που είναι αναμφίβολο αν θα μπορέσουμε να ξαναδούμε σε εποχές, όπως η δική μας, βομβαρδισμένες από καταιγισμό «ψεύτικων» εικόνων. Στο ντοκυμαντέρ αυτό έχουμε την τύχη να δούμε τον αιώνιο πρωταγωνιστή του Ozu, τον Chisu Ryu, σε μεγάλη ηλικία, να μιλάει με απεριόριστο σεβασμό και αγάπη για τον δάσκαλό του, από τον οποίο τον χώριζε μόνον ένας χρόνος ηλικίας, και να ομολογεί πως του οφείλει ό,τι είναι και ό,τι έκανε. Μάλιστα ο Wenders μας έχει λίγο πριν ομολογήσει πως τρέφει για τον Ryu τον μεγαλύτερο δυνατό σεβασμό και θαυμασμό για ηθοποιό. Στην ίδια ταινία υπάρχει και ένα εξαιρετικά συγκινητικό απόσπασμα συνέντευξης με τον βασικό οπερατέρ του Ozu, τον Atsuta, που ομολογεί και αυτός την αφοσίωσή του στον δάσκαλο. Το αξιοπερίεργο και θλιβερό είναι ότι ο Ryu με λύπη προσθέτει πως αν τον αναγνωρίζουν στον δρόμο οφείλεται στη συμμετοχή του σε ένα τηλεοπτικό σήριαλ, μια και κανείς από το ευρύ κοινό στην Ιαπωνία δεν μοιάζει να γνωρίζει ή να θυμάται τον Ozu.
Φιλμογραφία
• Zange no yaiba (Το σπαθί της τιμωρίας), 1927 α/μ (ασπρόμαυρη)
• Wakodo no yume (Όνειρα της νιότης), 1928 α/μ
• Nikutaibi (Ένα όμορφο σώμα), 1928 α/μ
• Hikkoshi fufu (Ένα ζευγάρι μετακομίζει), 1928 α/μ
• Kabocha (Η κολοκύθα), 1928 α/μ
• Nyobo funshitsu (Μια χαμένη γυναίκα), 1928 α/μ
• Kaishain seikatsu (Η ζωή ενός υπαλλήλου), 1929 α/μ
• Wasei kenka tomodachi (Φίλοι στη μάχη), 1929 α/μ
• Wakaki hi (Mέρες της νιότης), 1929 α/μ
• Takara no yama (Το βουνό των θησαυρών), 1929 α/μ
• Daigakuwa detakeredo (Αποφοίτησα, αλλά...), 1929 α/μ
• Tokkan kozo (Ένα τίμιο αγόρι), 1929 α/μ
• Kekkongaku nyumon (Μια εισαγωγή στον γάμο), 1930 α/μ
• Rakudai wa shitakeredo (Απέτυχα, αλλά...), 1930 α/μ
• Hogaraka ni ayume (Περπάτα χαρούμενα), 1930 α/μ
• Ashi ni sawatta koun (Η τύχη ακούμπησε τα πόδια μου), 1930 α/μ
• Erogami no onryo (Το εκδικητικό πνεύμα του έρωτα), 1930 α/μ
• Sono yo no tsuma (Η σύζυγος μιας νύχτας), 1930 α/μ
• Ojosan (Δεσποινίς), 1930 α/μ
• Shukujo to hige (Η κυρία και ο γενειοφόρος), 1931 α/μ
• Tokyo no gassho (Η χορωδία του Tokyo), 1931 α/μ
• Bijin aishu (Οι δυστυχίες της ομορφιάς), 1931 α/μ
• Umaret wa mita keredo (Γεννήθηκα, αλλά...), 1932 α/μ
• Haru wa gofujin kara (Η άνοιξη έρχεται από τις γυναίκες), 1932 α/μ
• Seishun no yume imaizuko (Πού είναι τώρα τα όνειρα της νιότης;), 1932 α/μ
• Mata au hi made (Μέχρι την προσεχή μας συνάντηση), 1932 α/μ
• Tokyo no onna (Γυναίκα του Tokyo), 1933 a/m
• Degigokoro (Ένα καπρίτσιο), 1933 α/μ
• Hijosen no onna (Μαχόμενη γυναίκα), 1933 α/μ
• Haha o kowazuya (Μια μητέρα πρέπει να αγαπιέται), 1934 α/μ
• Ukigusa monogatari (Η ιστορία με τα χορταράκια στον άνεμο), 1934 α/μ
• Haikori musume (Μια αθώα κοπέλα), 1935 α/μ
• Tokyo no yado (Ένα πανδοχείο στο Tokyo), 1935 α/μ
• Daigaku yoitoko (Το κολέγιο είναι ωραίο μέρος), 1936 α/μ
• Hitori musuko (Ο μοναχογιός), 1936 α/μ
• Shuzo wa nani o wasuretaka (Τι ξέχασε η κυρία), 1937 α/μ
• Todake no kyodai (Αδελφοί και αδελφές της οικογένειας Toda), 1941 α/μ
• Chichi ariki (Ήταν ένας πατέρας), 1942 α/μ
• Nagaya shinshiroku (Το αρχείο ενός σπιτονοικοκύρη), 1947 α/μ
• Kaze no naka no mendori (Μια κότα στον άνεμο), 1948 α/μ
• Banshun (Τέλος της άνοιξης), 1949 α/μ
• Munekata shimai (Οι αδελφές Munekata), 1950 a/m
• Bukushu (Αρχή του καλοκαιριού), 1951 α/μ
• Ochazuke no aji (Η γεύση του πράσινου τσαγιού μετά το ρύζι), 1952 α/μ
• Tokyo monogatari (Ταξίδι στο Tokyo), 1953 α/μ
• Soshun (Αρχή της άνοιξης), 1956 α/μ
• Tokyo boshoku (Ηλιοβασίλεμα στο Tokyo), 1957 α/μ
• Higanbana (Άνθη της ισημερίας), 1958 έγχρ.
• Ukigusa (Χορταράκια στον άνεμο), 1959 έγχρ.
• Ohayo (Καλημέρα), 1959 έγχρ.
• Akibiyori (Τέλος του φθινοπώρου), 1960 έγχρ.
• Kohayagawa-ke no aki (Το φθινόπωρο της οικογένειας Kohayagawa ή Τέλος του καλοκαιριού), 1961 α/μ και έγχρ.
• Samma no aji (Ένα φθινοπωρινό απόγευμα ή Η γεύση του σακέ ή Η γεύση του ψαριού), 1962 έγχρ.
σχόλια