Ήταν πρωτοετής στο Yale, όταν μπήκε στο δωμάτιό του η φίλη του, Μάγκι ντε Κουέβας και είδε πάνω από το κρεβάτι του μια αφίσα του Μαξ Ερνστ και από κάτω Iolas Gallery. Σημάδεψε με τον αντίχειρά της την αφίσα και είπε στον συμφοιτητή της: «αυτός είναι θείος της μητέρας μου». Το καλοκαίρι που ακολούθησε τον πήρε μαζί της στην Ελλάδα για διακοπές κι έτσι ο 19χρονος Γουίλιαμ Τζόουνς βρέθηκε φιλοξενούμενος στο σπίτι της γιαγιάς της φίλης του, της Νίκι Στάιφελ, απέναντι από την περίφημη έπαυλη του εκκεντρικού συλλέκτη και γκαλερίστα Αλέξανδρου Ιόλα, με τον οποίο ανέπτυξε μια σύντομη φιλία.
Κινηματογραφιστής και συγγραφέας σήμερα, ήρθε στην Αθήνα για να δείξει τη δουλειά του στην Breeder Gallery, αλλά και για να συμπληρώσει την έρευνά του σε σχέση με ένα βιβλίο που ετοιμάζει για εκείνον – χάρη σε επιδότηση που εξασφάλισε από το Ίδρυμα Άντι Γουόρχολ, τον οποίο επίσης κάποτε συνάντησε χάρη στον Ιόλα. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, εισέβαλε μαζί μας στην εγκαταλελειμμένη έπαυλη Ιόλα, περιφέρθηκε μαζί μας ανάμεσα στα σκουπίδια και το ρημαδιό, προσπάθησε να επαναφέρει μνήμες από το μακρινό καλοκαίρι του 1982 και μίλησε για τη σημασία να ξαναθυμηθεί η Αμερική τον σπουδαίο Μαικήνα της μοντέρνας τέχνης.
— Τι εντύπωση σου είχε κάνει τότε ο Ιόλας;
Είχα μείνει ενεός! Ήμουν 19 χρονών και δεν είχα ξανασυναντήσει κάποιον σαν αυτόν μέχρι τότε. Περιτριγυριζόταν βέβαια από έναν κύκλο ανθρώπων κάπως κυνικών και, όντας πολύ νέος, είχα λίγο τρομάξει. Υπήρχε μια πλευρά του Ιόλα που δεν έμοιαζε σοβαρή...
— Θα τον έλεγες εκ πρώτης όψεως κραυγαλέο κι αυτό πίστευε η πλειονότητα της κοινωνίας...
Αυτό είναι βέβαιο. Δεν είμαι σίγουρος, αν κι εγώ ο ίδιος πήρα αρκετά σοβαρά την ευκαιρία που μου δόθηκε να τον γνωρίσω από κοντά. Ήξερα ότι ήθελα να γίνω καλλιτέχνης, αλλά όχι αυτού του είδους.
Νομίζω, εντέλει, ότι αυτή η ελαφριά περσόνα της κοσμικής ζωής είχε να επιδείξει και μια πολύ σοβαρή πλευρά. Ξέρω, για παράδειγμα, ότι στήριζε οικονομικά για δεκαετίες τον Μαξ Ερνστ, την ώρα που είχε πάψει να πουλάει η δουλειά του για δεκαετίες. Πόσες γκαλερί το κάνουν αυτό στις μέρες μας;
— Τι εννοείς;
Δεν γνώριζα ακόμη τον εαυτό μου. Δεν τον πήρα στα σοβαρά τότε. Ήταν λάθος μου. Αλλά πιστεύω ότι αυτό που φαινόταν ανάλαφρο τότε, ήταν μέρος ενός θεάτρου το οποίο έκρυβε κάτι πολύ σοβαρότερο και απείρως πιο ενδιαφέρον.
— Κουβέντιασες μαζί του για την τέχνη;
Όχι, παρόλο που γνώριζα τη δουλειά των καλλιτεχνών, έργα των οποίων βρίσκονταν στη βίλα. Αυτό ήταν κάτι καταπληκτικό: δεν είχα ξαναδεί τέχνη εκτός μουσείων. Στο living room ενός σπιτιού! Αλλά στη δική του περίπτωση λειτουργούσε και σαν εκθετήριο της γκαλερί του. Νομίζω, εντέλει, ότι αυτή η φαινομενικά ελαφριά περσόνα της κοσμικής ζωής είχε να επιδείξει μια πολύ σοβαρή πλευρά. Ξέρω, για παράδειγμα, ότι στήριζε οικονομικά για δεκαετίες τον Μαξ Ερνστ, την ώρα που είχε πάψει να πουλάει η δουλειά του για δεκαετίες. Πόσες γκαλερί το κάνουν αυτό στις μέρες μας; Ήταν ο πρώτος που έκανε έκθεση του Άντι Γουόρχολ, πολύ προτού αρχίσει να τον παίρνει οποιοσδήποτε στα σοβαρά.
— Πώς σε αντιμετώπισε εκείνος;
Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι να μου είπε ήταν αν ήξερα την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη. Ήμουν έναν 19χρονος από την Αμερική, του είπα πως όχι. Μου έπιασε το χέρι, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε «ήταν ένας από εμάς». Αυτή είναι και η σημαντικότερη ανάμνηση που έχω από εκείνο το ταξίδι. Ήμουν νέος, δεν ήμουν σίγουρος τι εννοούσε, αλλά υποπτευόμουν. Αυτό που θέλω να πετύχω με το βιβλίο που ετοιμάζω είναι να υπενθυμίσω στην Αμερική τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε ο Ιόλας στην ιστορία της αμερικανικής τέχνης. Υπήρξε ο άνθρωπος πίσω από την περίφημη Συλλογή Μενίλ στο Τέξας. Μία από τις σημαντικότερες συλλογές τέχνης της Αμερικής. Ένα μουσείο του οποίου οι επιλογές ήταν του Ιόλα.
— Ποια είναι ακριβώς η ιδιότητά σου; Γράφεις και κάνεις ταινίες συγχρόνως;
Ακριβώς. Τελευταία τα βιβλία έχουν αποκτήσει μεγαλύτερο κομμάτι του ενδιαφέροντός μου. Το τελευταίο μου βιβλίο είναι για τον Μπόιντ Μακντόναλντ, τον εκδότη του περιοδικού «Straight to Hell». Ένα περιοδικό που ξεκίνησε το 1973 ως περιθωριακό και σταδιακά αγκαλιάστηκε από τον χώρο των καλλιτεχνών και τους νέους. Δημοσίευε ανώνυμα ιστορίες σεξ των αναγνωστών του. Ουσιαστικά πορνοπεριοδικό.
— Επρόκειτο για αληθινές ιστορίες ή ψεύτικες;
Εκείνος μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά μεταξύ μιας αληθινής και μιας ψεύτικης. Τις πρόδιδαν οι αστοχίες ή η τελειότητα, όπως τα πορνό που γυρίζονται. Τον ενδιέφεραν οι αυθεντικές ομοφυλόφιλες ιστορίες και όσο περισσότερο αποτυχημένες ήταν, τόσο πιο σέξι ήταν.
— Καθαρά γκέι περιοδικό;
Δεν του άρεσε ο όρος «γκέι». Προτιμούσε το «ομοφυλόφιλοι», γιατί, όπως έλεγε, γκέι είναι κάτι που λες στη μητέρα σου. Είναι σαν πολιτική δήλωση. Και αυτή η πλευρά τον ενδιέφερε περισσότερο. Τον ενδιέφεραν οι μυστικές εμπειρίες ετεροφυλόφιλων ανδρών.
— Άρα δεν τον ενδιέφερε καθόλου ο γκέι ακτιβισμός...
Έβλεπε τους ακτιβιστές σαν συνδικαλιστές που δεν έχουν σεξουαλική ζωή, που δεν μιλούσαν γι' αυτήν, και για εκείνον ο μόνος ακτιβισμός που μπορούσε να πάρει στα σοβαρά ήταν η λεπτομερής αφήγηση του σεξ και ο πόθος. Ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ ήταν συνδρομητής του «Straight to Hell» και όταν το ανακάλυψε, του πήρε συνέντευξη, το 1978. Πέθανε το 1983. Το περιοδικό εξακολουθεί να κυκλοφορεί από ανθρώπους της καλλιτεχνικής σκηνής. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να του γράψει μια βιογραφία και το αποφάσισα εγώ. Είχαν αρχίσει να πεθαίνουν οι φίλοι του και όταν πέθανε και ο Γκορ Βιντάλ, που επίσης ήταν φίλος του, σκέφτηκα ότι μόλις που προλάβαινα.
— Τι σε τράβηξε στην περίπτωσή του;
Ασχολούμαι με προσωπικότητες που δεν τους πήραν στα σοβαρά όσο ζούσαν, που η κυρίαρχη κοινωνία τούς θεωρεί ανόητες αδερφές ή διεστραμμένους. Εγώ θέλω να αναδείξω τη σοβαρή πλευρά τους. Το ίδιο έκανα με τον σκηνοθέτη Fred Halsted, που γύρισε ένα από τα πρώτα γκέι πορνό στο Λος Άντζελες, το «LA plays itself».
— Στην περίπτωση του Ιόλα, βέβαια, δεν έχουμε να κάνουμε με περιθώριο...
Ναι, είναι λίγο διαφορετική η περίπτωση του Ιόλα, αλλά με ενδιαφέρει να μιλήσω γι' αυτόν στην Αμερική, που τον έχει ξεχάσει τελείως. Θέλω να τοποθετηθώ στο ότι οφείλουμε να τον θυμόμαστε. Ο Μπόιντ ήταν υπέροχος συγγραφέας και θαύμαζαν τη δουλειά του ο Βιντάλ, ο Τένεσι Ουίλιαμς (βρέθηκαν τεύχη του «Straight to Hell» στη βαλίτσα του όταν πέθανε), ο Μπάροουζ. Δεν μπορούσε να θεωρηθεί εφάμιλλος, γιατί έγραφε το είδος που έγραφε...
— Πάντως, κι εσύ τον είχες ξεχάσει τον Ιόλα όλα αυτά τα χρόνια...
Δεν γνώριζα κανέναν που να συνδεόταν με ό,τι συνδεόταν εκείνος. Κανένας δεν ήταν σαν εκείνον. Μία από τις τελευταίες φορές που τον είδα ήταν στη Νέα Υόρκη και με πήρε μαζί του στο Factory του Γουόρχολ. Φορούσε ψηλά παπούτσια με πλατφόρμα, καλυμμένα με πορτοκαλί σατέν, και είχε ρίξει πάνω του μια ζακέτα από ρακούν. Μπήκαμε στο κτίριο, το προτελευταίο όπου στεγαζόταν το Factory, ήταν το 1983, ο Γουόρχολ ήταν πια μια διασημότητα, αλλά η δουλειά του δεν έπαιρνε πια σοβαρές κριτικές και ο ίδιος ήταν χλωμός σαν φάντασμα. Δεν είχε ποτέ πραγματικά αποκατασταθεί η υγεία του μετά την απόπειρα δολοφονίας του από τη Βάλερι Σολάνας. Όταν μπήκαμε, φωτογράφιζε μια γυναίκα που προσπαθούσε να δείχνει όσο πιο λαμπερή γινόταν. Με το που είδε τον Ιόλα, έδωσε την πολαρόιντ σε έναν βοηθό και η γυναίκα αμέσως μαράζωσε. Οι δυο τους αποσύρθηκαν να μιλήσουν κι εγώ περιφέρθηκα στον χώρο, που δεν ήταν πια αυτό που ήταν στα '60s, αλλά μια επιχείρηση.
— Τι θυμάσαι από τον Ιόλα εκείνης της επίσκεψης στη Νέα Υόρκη;
Μόλις λίγα χρόνια πριν είχε αρχίσει να μεταδίδεται το MTV και ο Ιόλας ήταν ενθουσιασμένος, πίστευε ότι ήταν η νέα τέχνη. Ήταν σοβαρός με οτιδήποτε είχε να κάνει με την τέχνη. Ήταν κάπως μυστήριος, αλλά δεν έχω συναντήσει κανέναν σαν αυτόν ποτέ ξανά. Αφοσιωνόταν στους ανθρώπους που πίστευε, όπως έκανε με τον Μαξ Ερνστ. Αυτού του είδους οι σχέσεις δεν υφίστανται σήμερα στην καλλιτεχνική πιάτσα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό κομμάτι της κληρονομιάς του.
— Θα μιλήσεις με άλλους γι' αυτόν;
Θα ξεκινήσω με τις προσωπικές αναμνήσεις μου και μετά θα κάνω την έρευνά μου. Με ενθουσιάζει να ανακαλύπτω αυτό που κρύβεται πίσω από τη δημόσια εικόνα ενός ανθρώπου. Θέλω να αποκαλύψω τι βρισκόταν πίσω από τη μάσκα της φαιδρότητας. Κάτι που ανακάλυψα πολύ αργότερα αφότου τον συνάντησα. Τα ονόματα που εκπροσωπούσε άλλωστε στο τέλος ήταν κάπως ξεπερασμένα. Θα γράψω το βιβλίο και μετά θα γυρίσω κάτι σαν ντοκιμαντέρ, αλλά όχι ακριβώς, θα παραθέτω τις αναμνήσεις μου.
— Αναγνώρισες σήμερα το σπίτι;
Μετά βίας.
— Θα αντιμετώπιζαν στην Αμερική ένα σπίτι-μνημείο σαν του Ιόλα όπως εμείς στην Ελλάδα;
Μάλλον όχι.
— Έχει να κάνει με το ότι ο Ιόλας ήταν αυτό που ήταν;
Απολύτως. Αυτό είναι μέρος της θέσης μου στο βιβλίο μου. Συνδέω την περίπτωσή του με την γκέι ιστορία. Προσωπικότητες που δεν αναγνωρίστηκαν και έπεσαν θύματα απαξίωσης, επειδή δεν ήταν το «σωστό» είδος γκέι. Παραήταν γκέι! Ποια είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του «πάρα πολύ» και του «όσο πρέπει» γκέι; Νομίζω ότι πρόκειται για ερώτηση ιδεολογικής και ιστορικής σημασίας και αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργεί η αμερικανική κοινωνία. Όχι ότι δεν το βρίσκεις σε άλλες κοινωνίες, μπορεί και στην ελληνική. Γι' αυτούς που εκδηλώθηκαν και το παράκαναν...
Ιnfo:
WILLIAM E. JONES
Τετάρτη 18 Μαΐου, 8 μ.μ.-10 μ.μ.
Lecture &Screening
The Breeder, Ιάσονος 45, 10436, Αθήνα