Απεικόνιση σχεδόν φωτογραφική. Φως ζεστό, μαγικό, που ξεπηδά από εκεί που ο ζωγράφος επιλέγει και με τρόπο που μόνο εκείνος ήξερε να διαχειριστεί.
Τα πρόσωπα γεμάτα ένταση. Η χαρά που αναβλύζει από τους χαρακτήρες του έργου, ανόθευτη. Η αίσθηση της ένωσης και του μοιράσματος με αφορμή μια παραδοσιακή γιορτή, δυνατή πολύ.
Άνδρες και γυναίκες, καλικάντζαροι, νέοι και πιο ηλικιωμένοι, έπιπλα και σκεύη σκορπισμένα, μάσκες, ρούχα, ξάφνιασμα, λάγνα βλέμματα, ανάμεικτα συναισθήματα και διάθεση που παραπέμπουν σε γιορτή. Ή όπως ακριβώς το ονόμασε κι εκείνος, ένα «Καρναβάλι στην Αθήνα».
Εδώ και χρόνια στην καρδιά της πόλης, στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών - Ίδρυμα Βούρου Ευταξία εκτίθεται ο εν λόγω σπουδαίος πίνακας του Νικολάου Γύζη (1842-1901).
Η αντιπαράθεση του διονυσιακού και του απολλώνιου στοιχείου, η αναμέτρηση του φωτός και της σκιάς, της οικογενειακής ζωής και των εκστασιασμένων καρναβαλιστών ως ένα είδος δαιμόνων – όλα αυτά δημιουργούν ένα έργο εξαίσιο που ξεφεύγει από την παγίδα τού να αποτελεί ένα απλό, άκακο και αφελές βουκολικό ενσταντανέ.
«Πρόκειται για ελαιογραφία σε μουσαμά που ολοκληρώθηκε το 1892 μετά από τουλάχιστον μία δεκαετία πειραματισμών και έρευνας πάνω στην σύνθεση και την λειτουργία του φωτός στο έργο», αναφέρει ο διευθυντής του Μουσείου Στέφανος Καβαλλιεράκης.
»Στο εσωτερικό ενός φτωχικού σπιτιού, στα μέσα του 19ου αιώνα, μία οικογένεια καθισμένη γύρω από το τραπέζι, διασκεδάζει με το έθιμο των μασκαράδων όταν αυτοί εισβάλουν για να τρομάξουν τα παιδιά. Η σκηνή, λουσμένη σε ένα ζεστό φως που μπαίνει από το παράθυρο, ανακατεύεται με τη μυρωδιά του γαλακτομπούρεκου, τον καπνό απ' το τσιγάρο και τις αγκαλιές των παιδιών. Οι αισθήσεις και τα συναισθήματα κυριαρχούν σε αυτό το αριστουργηματικό έργο που αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα καλύτερα του κορυφαίου».
Είναι κι αυτό ένα έργο της ωριμότητάς του ζωγράφου (που γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1842 στο Σκλαβοχώρι της Τήνου), που ξεκάθαρα υπογραμμίζουν τη νοσταλγία του για την πατρίδα.
«Ο Γύζης, ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της λεγόμενης Σχολής του Μονάχου, μπορεί στο συγκεκριμένο έργο να δημιουργεί μια ρωπογραφία, αναπαριστώντας σκηνές μιας πεζής καθημερινότητας σε κάποιο χωριάτικο οικίσκο του 19ου αιώνα, πλην όμως μένοντας πιστός στην υψηλή ζωγραφική της Ιστορίας και των Μύθων, εντάσσει πλήθος συμβόλων και αλληγοριών στο έργο αυτό που εκτίθεται στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών», εξηγεί ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος.
«Η αντιπαράθεση του διονυσιακού και του απολλώνιου στοιχείου, η αναμέτρηση του φωτός και της σκιάς, της οικογενειακής ζωής και των εκστασιασμένων καρναβαλιστών ως ένα είδος δαιμόνων – όλα αυτά δημιουργούν ένα έργο εξαίσιο που ξεφεύγει από την παγίδα τού να αποτελεί ένα απλό, άκακο και αφελές βουκολικό ενσταντανέ».
Στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών - Ίδρυμα Βούρου Ευταξία, εν τω μεταξύ, δεν εκτίθεται μόνο ο περίφημος πίνακας αλλά φυλάσσεται και μια σπάνια, ανέκδοτη επιστολή του Νικολάου Γύζη στον Νικηφόρο Λύτρα.
Αδερφικοί φίλοι (το καλοκαίρι του 1865, που ο Γύζης έφθασε στη Γερμανία για να σπουδάσει στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου), οι δυο κορυφαίοι εκπρόσωποι της Σχολής του Μονάχου συναντήθηκαν αμέσως, μοιράστηκαν ταξίδια, στιγμές, εμπειρίες και σχεδόν παράλληλες πορείες στην τέχνη τους.
Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση και εννέα χρόνια πριν από τον θάνατο του Γύζη, οι δύο Τηνιακοί ζωγράφοι αλληλογραφούν.
Στη συγκεκριμένη επιστολή ο Γύζης (του απευθύνεται αποκαλώντας τον «Λύτρα μου») του εξομολογείται τη βαθιά του επιθυμία να επιστρέψει στην Ελλάδα (πόθο του που δεν συμμερίζονται οι γιατροί), του μιλά για την κόπωση και τα ιατρικά προβλήματα που έχουν κάμψει τις δυνάμεις του και, μεταξύ άλλων, του αποκαλύπτει πως το «Καρναβάλι» αγοράστηκε από την Κυβέρνηση της Βαυαρίας προς 12.000 μάρκα, ως δώρο για τη νέα Πινακοθήκη.
Ολόκληρη η επιστολή του Νικολάου Γύζη στον Νικηφόρο Λύτρα:
Μόναχον 25/6 Αυγούστου 1892
Αγαπητέ Λύτρα!
Με μεγάλην μου ευχαρίστησην έλαβα το γράμμα σου, και μάλιστα αφού μου δίδεις και παραγγελείαν.
Τας κορνίζας του Όθωνος και της Αμαλίας τας παρήγγηλα, και μάλιστα χθες επήγα επίτηδες εις την έκθεσιν, όστις εκεί εύρον ωραίον δείγμα, πράγματι, εύρον μιαν ωραίαν και ομοίαν ως αυτήν σχεδόν παρήγγηλα και τας ιδικάς σου, στέλνω δε ότι και ου εις το κατάστημα της Φιλεκπαιδευτικής θα μένετε ευχαριστημένος, αρέσει να σου ειπώ δε δια να γελάσεις ότι πρώτη φορά επήγα εις έκθεσιν, και έβλεπα μόνον τας κορνίζας.
Τούτο μόνον σε παρακαλώ ευθύς να μου γράψης εις ποίαν διεύθυνσιν να τας στείλω. Εις την ιδικήν σου, ή εις την της Εταιρίας θα τας λάβης δι όσον είναι δυνατόν το ογρηγορότερον τώρα που επέρασον όλες σχεδόν αι εκθέσεις, δεν έχουν οι κορνιζάδες δουλιαίς.
Με τα καλά πράγματα που ήκουσες δια εμέ είναι βεβαίως και πολλές ψευτιαίς ανακαλουμέναις η αλήθεια είναι ότι και το plakat της έκθεσης ήρεσε πάρα πολύ, και το Καρναβάλι επίσης αρέσει πολύ και ηγοράσθη παρά την εδώ Κυβέρνηση, δια την νέαν Πινακοθήκην, αντί 12.000 μάρκων, αυταί είναι αι αλήθειαι.
Λύτρα μου, είμαι πάρα πολύ κουρασμένος άνθρωπος, και είναι καθήκον μου επί τέλους να αναπαυθώ, είχα σχεδόν αποφασίσει να έρθω τώρα το θέρος εις την Ελλάδα σου, σας δω όλους εις την πατρίδα μου, δυστυχώς όμως έπαθα προ ολίγων εβδομάδων πάλιν εις τον οφθαλμόν μου μικρόν ερεθισμόν όστις μετά ολίγας ημέρας εθεραπεύθη εντελώς, αλλά μολοντούτο, ο ιατρός δεν με συμβουλεύει να έρθω τώρα εις ταις μεγάλαις ζέσταις και ταις σκόναις. Λέγει θα είναι προτιμότερον εδώ εις την εξοχήν να αναπαυθώ που είναι τα πάντα καταπράσινα. Ως εκ τούτο σήμερον αναχωρώ μεθ' όλης της οικογενείας μου ήτις σε χαιρετά, πλησίον της λίμνης Στάρενμπεργκ, εις εν πολύ ωραίον χωριουδάκι, και αφού επί ολίγας εβδομάδας αναπαυθώ θα δω εάν είναι καιρός να έλθω περί τον Σεπτέμβριον, ή να το αναβάλω δια την ερχόμενην άνοιξιν περί το Πάσχαν, θα ιδώ και θα σου γράψω. Μην το διαδίδεις όμως, διότι επιθυμώ να σας τρομάξω.
Σε παρακαλώ την εσώκλειστον απόδειξιν δώσε και πάλιν εις την Τράπεζαν οι εισπράξεις και από εξ μηνών και το συνάλλαγμα μου το στέλνεις. Θα με υποχρεώσεις πολύ.- Αρώτησε δε και πόσον τιμώνται αι μετοχαί της Τράπεζας.
Ταύτα και σε ασπάζομαι οικογενειακώς.
Ν. Γύζης