Έχουμε δώσει ραντεβού στις δώδεκα. Λίγο μετά το χτύπημα του κουδουνιού, πίσω από το κρύσταλλο της βαριάς μεταλλικής εξώθυρας διακρίνεται η μορφή ενός ψηλού άνδρα. Είναι ο Μιχάλης Κατζουράκης και το διατηρητέο διώροφο κτίριο στον Κεραμεικό είναι το μέρος που τα τελευταία χρόνια αποτελεί το ατελιέ του.
«Το πρώτο ατελιέ που έκανα ήταν στον κήπο μου, στη συνέχεια τροποποίησα ένα μέρος του σπιτιού μου. Αργότερα βρήκα έναν χώρο κοντά στο Ολυμπιακό Στάδιο, το υπόγειο ενός εργοστασίου αλλαντικών με ράμπα. Εκεί κατάφερα να τακτοποιήσω τα έργα μου έως ότου απαλλοτριώθηκε και κατεδαφίστηκε. Έμεινα άστεγος πάλι. Διέσπειρα τα έργα στο σπίτι μου και σε αποθήκες. Έχω χάσει αρκετά» μας διηγείται, περιγράφοντας την πορεία προς το λειτουργικό και υποδειγματικά οργανωμένο ατελιέ στον Κεραμεικό, ενώ στο βάθος ακούγονται σουίτες για σόλο βιολοντσέλο του Μπαχ.
Αρχικά ο Μιχάλης Κατζουράκης σκόπευε να εγκατασταθεί σε ένα διπλανό κτίριο, ωστόσο, όταν μέσα από έναν γκρεμισμένο τοίχο –να ήταν μεσοτοιχία άραγε;– ανακάλυψε τον χώρο που στεγάζει σήμερα το ατελιέ του, τροποποίησε τα σχέδιά του. «Το είδα και τρελάθηκα. Είχε θέα. Ήταν μεγάλο, ψηλό, ευήλιο».
Εμπνέεται από εικόνες και αντικείμενα που προσπερνάμε. Αποτυπώνει φωτογραφικά μεσοτοιχίες κτιρίων γκρεμισμένων, τα κλειστά παράθυρα εγκαταλελειμμένων σπιτιών της Αθήνας.
«To 2004 ήταν η πρώτη φορά που απέκτησα πραγματικά χώρο. Ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις προσδοκίες μου. Μπήκα λίγο αργότερα. Ήταν ερείπιο» μας λέει, ενώ αφηγείται τις παρεμβάσεις που έγιναν ώστε το μεσοπολεμικό κτίριο να εξυπηρετεί πλέον τον νέο του ρόλο, διατηρώντας το ύφος του.
«Είναι μέρος όπου έρχομαι ορισμένες ώρες την ημέρα, δουλεύω και μου αρέσει. Δεν έχω άλλες προσδοκίες από αυτό» μας λέει με αυτόν τον μοναδικό, συμπαγή του λόγο.
Η εναλλαγή όλων αυτών των χώρων, ωστόσο, μέσα στο πέρασμα του χρόνου γίνεται παράλληλα με την περιπετειώδη διαδρομή του στα δημιουργικά επαγγέλματα που έχει αλλάξει από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα από τις σπουδές του στη Γαλλία, έως περίπου το 2000.
Οι τρεις καριέρες, η ζωγραφική και η γλυπτική
«Έχω κάνει τρεις καριέρες», λέει γελώντας. Οι βραβευμένες δουλειές, μαζί με τη σύζυγό του Αγνή και τον Φρέντι Κάραμποτ, στο πρωτοποριακό Διαφημιστικό Κέντρο Αθηνών «Κ&Κ», που ανέδειξαν το πρόσωπο μιας εξωστρεφούς και κοσμοπολίτικης Ελλάδας, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 έως και το 1967· τα εκθεσιακά περίπτερα που στήθηκαν από τη Γαλλία και τη Γερμανία έως την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ· η μελέτη και ο σχεδιασμός εσωτερικών χώρων.
Οι δημιουργίες του θα εκτεθούν στα μάτια χιλιάδων ανθρώπων, καθώς θα κοσμήσουν από εργοστάσια έως ξενοδοχεία και, φυσικά, κρουαζιερόπλοια που ταξίδεψαν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, με τα έργα του ενσωματωμένα σε ένα μεγάλο εύρος των κοινόχρηστων χώρων τους.
Ο ίδιος, όμως, βάζει σαφή όρια ανάμεσα στις δουλειές με τις οποίες καταπιάστηκε για βιοπορισμό, όπως χαρακτηριστικά λέει, και στην τέχνη του. «Ήμουν δώδεκα ετών, διάβαζα την εγκυκλοπαίδεια και έλεγα στον πατέρα μου πως χάνω τον χρόνο μου στο σχολείο. Ο Μιχαήλ Άγγελος σε εκείνη την ηλικία ήταν ήδη στο ατελιέ», μας λέει, ενώ θυμάται την αγωνία των γονιών του για την εμπλοκή του με την τέχνη.
«H ζωγραφική και η γλυπτική ήταν πάντοτε εκεί», υπογραμμίζει. Ανυποχώρητα, διαπιστώνει κανείς, βλέποντας την πορεία του. Οι δουλειές για τον Μιχάλη Κατζουράκη, που κινείται ανελλιπώς μέσα σε μια εποχή μεγάλης κινητικότητας, τρέχουν με φρενήρεις ρυθμούς. «Υπήρξαν φορές που ταξίδεψα στις ΗΠΑ και επέστρεψα με το ίδιο πλήρωμα αεροπλάνου», διηγείται, ενώ θυμάται πως απέρριψε προτάσεις για την επέκταση των δραστηριοτήτων του στο Λονδίνο και στο Μαϊάμι.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες εξασφαλίζει χρόνο για την τέχνη του. Περπατάει «άσκοπα», όπως λέει ο ίδιος, και παρατηρεί το δομημένο περιβάλλον. Φωτογραφίζει αστικά τοπία, τόσο στα μέρη όπου ζει όσο και σε εκείνα που επισκέπτεται. Στα ταξίδια του δραπετεύει από τον καταναγκασμό των τουριστικών αξιοθέατων, στην Ινδία φωτογραφίζει αποθήκες, στο Μεξικό βουλκανιζατέρ, στο Βιετνάμ μάντρες με σπασμένα γυαλιά.
Εμπνέεται από εικόνες και αντικείμενα που προσπερνάμε. Αποτυπώνει φωτογραφικά μεσοτοιχίες κτιρίων γκρεμισμένων, τα κλειστά παράθυρα εγκαταλελειμμένων σπιτιών της Αθήνας. Τα καφάσια των ψαράδων και τα καταστήματα στη Λήμνο που τα μεσημέρια κατέβαζαν λευκά πανιά στις βιτρίνες για να προστατεύσουν το εμπόρευμα από τον ήλιο. Μεταβολίζει και αξιοποιεί όλο αυτό το υλικό στον ελάχιστο χρόνο που έχει. «Η αφορμή είναι πάντα πραγματική. Ερεθισμοί από γεγονότα», είχε πει παλιότερα.
Ζωγραφίζει, κατασκευάζει έργα για συγκεκριμένους χώρους, πειραματίζεται συνεχώς με νέα υλικά. Παντρεύει τη λαμαρίνα με το καραβόπανο, τις σιδερόβεργες με το ξύλο και το χαρτί. Χρησιμοποιεί σπασμένα μπουκάλια, φώτα νέον, τυπογραφικά πλαίσια. Μεταλλικές περσίδες και σωλήνες με φως. «Καθένας βλέπει διαφορετικά πράγματα», μας λέει καθώς συζητάμε για την ανεξάντλητη παλέτα των υλικών. Και παράλληλα πραγματοποιεί εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Τα έργα του μπαίνουν σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Και στις καλλιτεχνικές δουλειές μοιάζει τόσο αεικίνητος όσο και στις πρωινές.
Πώς, όμως, κατάφερνε να συνδυάσει τις «για βιοπορισμό» πρωινές επαγγελματικές δραστηριότητες με την καλλιτεχνική δημιουργία; Πότε προλάβαινε να δημιουργήσει; «Το χρωστάω στην Αγνή», μας λέει τρυφερά. «Με άφηνε να ζωγραφίζω τα βράδια, τα Σαββατοκύριακα. Ήταν φοβερά υπομονετική. Και στις διακοπές μας, μια συνήθεια που διατηρώ ακόμη», μας λέει λίγες ημέρες προτού δώδεκα νέα έργα στα οποία δουλεύει το τελευταίο διάστημα συσκευαστούν για να τον ακολουθήσουν στις καλοκαιρινές του διακοπές.
«Έχω διαπιστώσει πως τα πολύ καλά έργα μου τα έχω κάνει πάνω σε μεγάλη πίεση χρόνου. Ο Ζογγολόπουλος, με τον οποίο ήμασταν φίλοι, έλεγε στην Αγνή πως δεν πρέπει να σταματήσω να δουλεύω γιατί αυτό με κινητοποιεί ως καλλιτέχνη». Ανάμεσα στα έργα που δημιουργήθηκαν σε τέτοιες συνθήκες συγκαταλέγεται και το μεικτής τεχνικής «Ο Κ 60 Α» του 1993, διαστάσεων 178 x 290, που πλέον εκτίθεται στον τρίτο όροφο του νέου κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης.
Έργα άριστα ταξινομημένα
Στο ατελιέ του ο καλλιτέχνης μάς συστήνει κι άλλα έργα αυτής της περιόδου. Στον καμβά σκληροί δοκοί συνυπάρχουν με αμμοβολημένα και βαμμένα κομμάτια λαμαρίνας αλλά και μαλακά υλικά. «Αυτά αποτελούν πράγματα που με ενδιαφέρουν».
Τα ερείπια φαίνεται πως ιντριγκάρουν διαχρονικά τον Μιχάλη Κατζουράκη. Στα χρόνια των σπουδών του ολοκληρώνει την πρώτη αφαιρετική μεσοτοιχία. Η θεματική επανέρχεται με τα χρόνια.
«Με απασχολούν αυτά που βλέπω στην πόλη. Ουσιαστικά, ερείπια της αρχιτεκτονικής. Τα ερείπια έχουν μια ζωή αποτυπωμένη επάνω τους, που ένα καινούργιο κτίριο δεν την έχει» λέει, ενώ μας παρουσιάζει έναν πίνακα που εμπνεύστηκε από ένα καμένο κτίριο στο Παρίσι, του οποίου τα παράθυρα είχαν καλυφθεί με μαδέρια. «Πέρασα πριν από μερικά χρόνια, το έχουν φτιάξει, στενοχωρήθηκα πολύ. Αλλά το έχω αποτυπώσει», μας λέει με το χαρακτηριστικό χιούμορ του, ενώ ξεναγούμαστε στο ατελιέ.
Τα έργα είναι αναρίθμητα, απ’ όλες τις περιόδους του πολυσχιδούς καλλιτέχνη, άριστα ταξινομημένα. Αποκαλύπτονται αναπαραστατικοί πίνακες από τα φοιτητικά του χρόνια και το σύντομο πέρασμα από τον εξπρεσιονισμό και τη χειρονομιακή ζωγραφική. «Αυτά είναι μερικά απομεινάρια».
Η γεωμετρική αφαίρεση, το έργο με το περίπτερο της πλατείας Συντάγματος. Το ανάπτυγμα ενός κύβου. Η σειρά «variations». Έργα με ακριλικά χρώματα και λαμπτήρες φθορισμού, έργα με νέον, κινητικά έργα που αλλάζουν μορφή όταν ο θεατής περπατάει, όπως εκείνο στην αποβάθρα του μετρό στην Πανόρμου. Τα παράθυρα της σειράς «windows». Φωτογραφίες με χρωματικές επεμβάσεις. Ψηφιακές εκτυπώσεις πάνω σε πωρόλιθο. Μακέτες γλυπτών για δημόσιους χώρους. Οι μεσοτοιχίες φυσικά – τα ίχνη των κτιρίων που κατέρρευσαν. Και μαζί με αυτά, κάτω από το φως που μπαίνει ανεμπόδιστο στον χώρο, τα νέα έργα του καλλιτέχνη.
Μεσοτοιχίες
«Δουλεύω, αλλά όχι όπως πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια, είμαι πλέον ογδόντα οκτώ» μας λέει ο Μιχάλης Κατζουράκης, ενώ σε έναν πάγκο διακρίνεται μία από τις σειρές των έργων πάνω στις οποίες εργάζεται. Και στον δεύτερο χώρο εργασίας, οι νέοι πίνακες που θα τον ακολουθήσουν στις διακοπές του. «Πρόκειται για δώδεκα παραλλαγές επάνω σε ένα θέμα». Οι μεσοτοιχίες και πάλι παρούσες. «Θα δούμε πώς θα βγει».