Από τον Γιάννη Πολύζο
Το χιπ-χοπ έστελνε τους γονείς σου για τσάι! Έστελνε για τσάι κάθε μορφή εξουσίας, θυμάμαι ας πούμε όταν ήμουν μικρός κι άρχισα να μιλάω στην αργκό πώς την ψώνιζε ο πατέρας μου!
Ο Chris Weingarten ("last rock critic standing" γράφει ο ίδιος αυτοσαρκαστικά στο βιογραφικό του στο twitter) έγραψε ιστορία ως μουσικοκριτικός στο περιοδικό Rolling Stone, ενώ κείμενά του δημοσιεύει και στο SPIN και τη Village Voice. Ένα απ' τα βιβλία του μιλά για τον εμβληματικό δεύτερο δίσκο των Public Enemy, και μ' αυτή την αφορμή του μιλήσαμε...
Θυμάσαι πότε πρωτοσκέφτηκες να πεις την ιστορία...
...μέσα από τα σαμπλ;
Ναι, και μέσα από τις παράλληλες αφηγήσεις για τους Public Enemy και τον James Brown.
Λοιπόν, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να φτιάξω μια σελίδα στο excel με όλα τα σαμπλ που μπορούσα ν’ αναγνωρίσω και, ξέρεις, έχει πλάκα, αυτή η λίστα υπάρχει στο Wikipedia και στο WhoSampled.com και στο The-Breaks.com, αυτές οι πληροφορίες ήταν ήδη διαθέσιμες. Οπότε πήρα κατά κάποιο τρόπο αυτό το υλικό και το κοίταξα με βάση τις χρονολογίες, πότε είχε κυκλοφορήσει κάθε τραγούδι. Κι αφού το κοίταξα έτσι, έμοιαζε λες και τα τραγούδια που σαμπλάρανε ν’ αφηγούνταν την ιστορία της επαναστατικής αφροαμερικάνικης μουσικής –σε κάποια σημεία η σύνδεση ήταν τόσο βαθιά και τόσο δυνατή που ήταν σχεδόν μαθηματική. Εδώ που τα λέμε, αυτή είναι η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή του να γράφεις εκτενή κείμενα στην εποχή του ίντερνετ, δηλαδή ποια μορφή αφήγησης μπορείς να δώσεις... στην πληροφορία.
Πότε και πώς ανακάλυψες το Nation of Millions;
Έχει πλάκα γιατί ανέκαθεν τους ήξερα από το Yo! MTV Raps και ήδη από τότε όλοι τούς αντιμετώπιζαν –ακόμα κι οι συνομήλικοί τους– σαν σεβάσμιους γέροντες, σαν κάποιους που μιλούσανε για κάτι πιο μεγάλο απ’ τη μουσική. Οπότε αρχικά κι εγώ κάπως έτσι αντιλαμβανόμουν τη μουσική τους. Αλλά το Nation of Millions δε μου την είπε μέχρι το γυμνάσιο ή το λύκειο. Και τότε γούσταρα γιατί άκουγα φανατικά εναλλακτικό μέταλ, Ministry, NIN κτλ, και η πανκ αγριάδα, τα σαμπλ από Slayer, τα ξερά φασαριόζικα μπητ βαλμένα το ένα πάνω στ’ άλλο, ξέρεις, μού ’σκασε στη μάπα όπως θα μού ’σκαγε ένας ροκ δίσκος. Και απλά... τον έλιωσα! [γέλια]
Πώς ήταν να είσαι ένας λευκός πιτσιρικάς που άκουγε ένα σκληροπυρηνικό ραπ γκρουπ σαν τους Public Enemy;
Άρχισα ν’ ακούω ραπ το 1987-88 όταν ήμουν εφτά-οχτώ χρονών κι ακόμα θυμάμαι τα περίεργα, ρατσιστικά σχόλια που έκανε ο κόσμος γιατί δεν το καταλάβαινε, ξέρεις, “Αυτό δεν είναι μουσική” και “Είναι απλώς ένα μάτσο... n-words που ουρλιάζουν”. Και πιστεύω πως ο λόγος που το χιπ χοπ είχε απήχηση σε πολλούς λευκούς πιτσιρικάδες τότε –σου θυμίζω πως ήταν ο καιρός της μεγάλης του σύναξης, με RUN DMC, Beastie Boys, Public Enemy– ήταν γιατί το χιπ χοπ είναι μουσική της αποξένωσης. Όπως όταν οι ράπερ μιλάνε για... οτιδήποτε νιώθουν, για την αίσθηση της αποξένωσης από την κοινωνία, από την κυβέρνηση, ξέρεις, για τον ανελέητο ρατσισμό που είναι εγγενής στην κουλτούρα μας –τα λευκά παιδιά απ’ τα προάστια νιώθουν αποξενωμένα εξαιτίας πολύ πιο απλών πραγμάτων όπως η εξουσία και η θρησκεία αλλά το συναίσθημα είναι ίδιο ακόμα κι αν προέρχεται από διαφορετική πηγή... Επιπλέον, έστελνε τους γονείς σου για τσάι! Έστελνε για τσάι κάθε μορφή εξουσίας, θυμάμαι ας πούμε όταν ήμουν μικρός κι άρχισα να μιλάω στην αργκό πώς την ψώνιζε ο πατέρας μου! [γέλια]
Πιστεύω πως ο λόγος που το χιπ χοπ είχε απήχηση σε πολλούς λευκούς πιτσιρικάδες το 1987 ήταν γιατί το χιπ χοπ είναι μουσική της αποξένωσης.
Μπορεί ν’ ακουστεί παράξενο αλλά όταν διάβασα το βιβλίο του Chuck D, Fight the Power, μου φάνηκε λίγο ρατσιστικό. Γράφει ας πούμε ότι η οργή των μαύρων για τους λευκούς δε θα σβήσει ποτέ, ότι τριακόσια χρόνια σκλαβιάς δε γίνεται να συγχωρεθούν.
Νομίζω πως είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι... [μεγάλη παύση] δεν μπορούμε να μιλάμε για ζητήματα όπως αυτό, δεν είμαστε σε θέση να μιλήσουμε. Ούτε εγώ ούτε εσύ μπορούμε να πούμε τι γίνεται και τι δε γίνεται να συγχωρεθεί όταν πρόκειται για κάτι που δε συνέβη σ’ εμάς. Έχουμε ακόμα, ξέρεις, οι λευκοί έχουν ακόμα πολλά προνόμια στην Αμερική οπότε...
Να το θέσω αλλιώς: πιστεύεις πως η μουσική παραμένει φυλετικά διαχωρισμένη στις ΗΠΑ; Για παράδειγμα, πήγα σε τέσσερα-πέντε χιπ χοπ τζαμ την περασμένη χρονιά και κάθε φορά ήμουν ένας απ’ τους δέκα λευκούς ανάμεσα σε πεντακόσια άτομα. Κι έπειτα πηγαίνεις σε μια ροκ συναυλία κι οι μόνοι μαύροι εκεί μέσα είναι οι σεκιουριτάδες.
Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον... είναι ότι το πιο ετερόκλητο κοινό από φυλετική άποψη είναι το κοινό του μέταλ. Το κοινό του χιπ χοπ στις ΗΠΑ έχει μεγάλη ποικιλομορφία σ’ ό,τι αφορά τη φυλετική σύνθεσή του, όμως πιστεύω ότι αυτή έχει να κάνει με τις γειτονιές όπου διοργανώνονται τα λάιβ. Όταν στήνουν ένα λάιβ στο Μανχάταν σε κάποιο κλαμπ όπου παίζουνε συνήθως, ξέρεις, οι Shins, τότε η πλειοψηφία του κοινού θα είναι λευκοί. Αν στήσουν το ίδιο λάιβ στο Κουήνς, το πιθανότερο είναι πως η πλειοψηφία του κοινού θα είναι μαύροι. Πιστεύω πως η μουσική σήμερα είναι λιγότερο φυλετικά διαχωρισμένη παρά ποτέ, και σ’ ό,τι αφορά τα ακροατήρια πιστεύω πως έχει να κάνει λιγότερο με τη μουσική και περισσότερο με το μέρος όπου γίνεται το λάιβ.
Ο Jello Biafra είχε την άποψη ότι η μουσική βιομηχανία προωθούσε τη σκηνή του Σιάτλ για να κατευθύνει τους λευκούς έφηβους μακριά από το χιπ χοπ.
[γέλια] Κάθε φορά που κάποιος μου αναφέρει μια θεωρία συνωμοσίας σχετικά με τη μουσική βιομηχανία η αντίδραση μου είναι, μάγκα μου, αν οι δισκογραφικές ήξεραν τι διάολο έκαναν δε θά ’ταν σήμερα χωμένες στα σκατά! Το μοντέλο για να βγάλεις χρήματα στο ίντερνετ ας πούμε παίζει εδώ και μια δεκαετία, και καμία μεγάλη δισκογραφική δεν έχει βρει ακόμα την άκρη, δηλαδή έλεος! Δεν υπάρχει περίπτωση κάποια εταιρεία να είναι τόσο ξύπνια ώστε να στήσει τέτοιο κόλπο. Θέλω να πω, οι Nirvana κάνανε το μπαμ προτού σκάσει ο Dr. Dre και φέρει τα πάνω κάτω, έτσι; Δηλαδή τι μπορεί να φοβούνταν οι δισκογραφικές το ’91, τον MC Hammer;!
Ο Μπιάφρα υπονοούσε κάποιου είδους πολιτική συνωμοσία αλλά φαντάζομαι πως οι Public Enemy και το πολιτικοποιημένο ραπ γενικότερα δεν είχανε μεγάλη δημοτικότητα τότε.
Όχι, ναι, είχανε δημοτικότητα αλλά το χιπ χοπ είχε γίνει ποπ μουσική στις αρχές των ’90s, το είχανε ξενερώσει με διάφορες μπούρδες τύπου Dose FX και Digital Underground. Δεν ήταν ας πούμε... όταν ο κόσμος λέει ότι φοβάται το ραπ εννοεί ότι φοβάται το γκάνγκστα ραπ κι αυτό δεν ήταν προτεραιότητα για τις εταιρείες μέχρι το ’92, οι πωλήσεις του δεν πλησίαζαν ούτε κατά διάνοια τους Nirvana μέχρι, ξέρω ’γώ... Βασικά μου φαίνεται εντελώς ηλίθια αυτή η θεωρία! [γέλια]
Οι καλύτεροι ραπ δίσκοι είναι κείνοι όπου το σαμπλάρισμα είναι λίγο εκτός, οι λούπες είναι λίγο άρρυθμες αλλά παρ' όλ' αυτά τις αφήνανε ν' ακούγονται κι αυτά τα λαθάκια ήταν που κάνανε το αποτέλεσμα θεϊκό! Κι οι Public Enemy φτιάξανε το αριστούργημα αυτής της φάσης, δηλώνοντας ας πούμε ότι "Αυτό εδώ είναι ένα ανοιχτό πεδίο κι εμείς θα σκεφτούμε πού θα πέσει"
Στη σελίδα εβδομήντα πέντε γράφεις ότι το 1988 ήταν η χρυσή χρονιά του χιπ χοπ. Θα ήθελες να επεκταθείς λίγο;
Φαντάζομαι ότι θα μπορούσα να σου αναφέρω ονόματα όλη μέρα, αν θες να σου αναφέρω ονόματα: Slick Rick, Biz Markie, Ultramagnetic MCs, MC Lyte, Marley Marl, το πρώτο EP των De La Soul, το Straight Outta Compton, Eazy-E, Sir Mix-a-Lot, ο πρώτος δίσκος των Jungle Brothers, ο δεύτερος δίσκος των Boogie Down Productions, και σ’ τα λέω όπως μού ’ρχονται, έτσι; Το Μαϊάμι έκανε πολλές κινήσεις με μπάντες όπως οι Anquette, ήταν απίστευτο πόσο ταλέντο και πόση ελευθερία παίζανε τότε. Και πιστεύω ότι αυτό συνέβη γιατί οι δισκογραφικές δεν ήξεραν ακόμα τι να κάνουν με το ραπ. Ξέρεις, ήταν μια στιγμή όπου όλοι ήταν σ’ ένα στυλ, ουάου, οι RUN DMC γεμίζουν στάδια, οι Beastie Boys έχουν crossover χιτ στο ραδιόφωνο, κι οι δισκογραφικές απλώς λέγανε “Δεν καταλαβαίνουμε το ραπ, δεν καταλαβαίνουμε ποιο είναι καλό ραπ τραγούδι και ποιο είναι μάπα, οπότε ας υπογράψουμε μ’ αυτούς που τρέχουνε τη φάση κι ας τους αφήσουμε να κάνουν ό,τι γουστάρουν”. Οι εταιρείες δεν παρεμβαίνανε πολύ, δεν υπήρχε η λογική “Πρέπει να γράψεις κι ένα r’n’b χιτάκι, πρέπει να συνεργαστείς με τον έτσι κι έτσι σ’ ένα κομμάτι”.
Επιπλέον δεν είχαν ακόμα χαραχτεί σύνορα ανάμεσα στο ποπ ραπ και στο γκάνγκστα ραπ και στο συνειδητοποιημένο ραπ, ξέρεις, δεν υπήρχε κανένας διαχωρισμός μεταξύ Jazzy Jeff και NWA, υπήρχε μόνο ένα ανοιχτό πεδίο για πειραματισμό. Και ήταν όντως πειραματισμός, τα σάμπλερ είχανε μόνο ένα-δυο χρόνια που χρησιμοποιούνταν στη δισκογραφία. Όλοι δοκίμαζαν να παίξουν μ’ αυτό το καινούριο παιχνίδι, όλοι μαθαίνανε πώς να το χειρίζονται και, ξέρεις, οι καλύτεροι ραπ δίσκοι είναι κείνοι όπου το σαμπλάρισμα είναι λίγο εκτός, οι λούπες είναι λίγο άρρυθμες αλλά παρ’ όλ’ αυτά τις αφήνανε ν’ ακούγονται κι αυτά τα λαθάκια ήταν που κάνανε το αποτέλεσμα θεϊκό, έτσι;! Κι οι Public Enemy φτιάξανε το αριστούργημα αυτής της φάσης, δηλώνοντας ας πούμε ότι “Αυτό εδώ είναι ένα ανοιχτό πεδίο κι εμείς θα σκεφτούμε πού θα πέσει... και η τελευταία νότα” –δεχτήκανε ως δώρο το γεγονός ότι τα σάμπλερ τους δεν ήταν ολόσωστα, όλοι οι άλλοι προσπαθούσανε να σβήσουν τις ατέλειες και κείνοι έλεγαν “Εμείς έτσι γουστάρουμε”.
Θεωρώ ότι το ‘She Watch Channel Zero’ γέννησε τις μισές μπάντες που εμφανίστηκαν μετά απ’ το ’90, ότι αυτή η ιδέα του crossingoverείχε καθοριστική επίδραση στην εξέλιξη της σύγχρονης μουσικής.
Χμμ, περίεργο που λες κάτι τέτοιο γιατί το ‘Channel Zero’ είναι τόσο διαφορετικό από τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου. Και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές το 1988 να βάλεις ροκ κιθάρες σ’ ένα κομμάτι του δίσκου σου, είχε γίνει μόδα σχεδόν. Ξεκίνησε με τους RUN DMC και τους Beastie Boys που είχαν κάνει τεράστιες επιτυχίες αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν άλλο στη ραπ κοινότητα που να κατάφερε κάτι ανάλογο έπειτα –αν και κατά κάποιο περίεργο τρόπο αυτό το crossover ήταν προάγγελος του Kid Rock, των Limp Bizkit και... του Beck. [γέλια] Οτιδήποτε άλλο έκαναν οι Public Enemy σ’ αυτό το δίσκο στεκόταν πραγματικά από μόνο του, ήταν σαν να λέγανε “Επινοούμε ένα νέο τρόπο για να φτιάξεις μουσική”. Το ‘Channel Zero’ ήταν σαν να κοιτούσανε λίγο πίσω απ’ την πλάτη τους, τι συνέβαινε στον περίγυρό τους.
Ναι, αλλά δε διάλεξαν ένα στάνταρ ροκ ριφ, διάλεξαν ένα ριφ από Slayer.
Ακριβώς, διάλεξαν ένα ριφ από Slayer κι εκεί είναι όλη η φάση! Θέλω να πω, αρχικά σκοπεύανε να χρησιμοποιήσουν το ‘Re-Ignition’ των Bad Brains το οποίο σάμπλαρε ο Chubb Rock την ίδια χρονιά. Νομίζω ότι οι Public Enemy θέλανε να γράψουν ένα χιτ, ένα κομμάτι που να είναι πιασάρικο αλλά να έχει δύναμη και ενέργεια κι αυτό επιχείρησαν με το ‘Channel Zero’. Το ριφ από Bad Brains δεν τους έκανε γιατί έχει ροκ γκρουβάρισμα, ταίριαζε να είναι το σκληρό κομμάτι στο άλμπουμ του Τσαμπ Ροκ αλλά το Nation of Millions βγάζει τέτοια υπερένταση και άγχος και παράνοια, κι αυτό ακριβώς είναι οι Slayer. Οπότε απ’ αυτή την άποψη ταίριαζε καλά με τα υπόλοιπα κομμάτια, ξέρεις, ένα ριφ από Slayer. Θέλω να πω, είναι δύσκολο ακόμα και να φανταστείς ποιες ροκ μπάντες θα μπορούσαν να σταθούνε στο πλευρό των Public Enemy, ξέρεις, δεν είναι σύμπτωση που αυτοί οι τύποι έγιναν φίλοι με τους Anthrax –το θρας στα ’80s είχε την ίδια υπερένταση, τα ίδια υψηλά bpm, την ίδια τρέλα κι όλ’ αυτά τα διαολεμένα, πριμαριστά, τσιριχτά σόλο.
Ανέφερες τον Kid Rock και τους Limp Bizkit μα εγώ είχα κατά νου μπάντες όπως οι Senser, οι Consolidated, οι Techno Animal, οι Dälek ή ακόμα κι οι Rage Against The Machine. Ο Kevin Shields, για παράδειγμα, έχει δηλώσει ότι ήθελε ν’ αναπαράγει τον πολυεπίπεδο ήχο της Bomb Squad χρησιμοποιώντας συμβατικά όργανα.
Ναι, αυτή είναι η πιο αστεία και η πιο γαμάτη φάση με τους Public Enemy! Αν ρωτούσες κάποιον το 1988 ποιο κομμάτι θα έβρισκε απήχηση στο ροκ κοινό, θα σου έλεγε το ‘Channel Zero’. Αλλά στην πραγματικότητα ήταν το ‘Bring the Noise’ και το ‘Rebel without a Pause’, ξέρεις, τα πιο χαοτικά κομμάτια τους. Στους Rage Against The Machine η κουλ φάση ας πούμε είναι ότι ο Tom Morello είναι περισσότερο επηρεασμένος από τις σειρήνες και τους θορύβους και τα συγκοπτόμενα σκρατς που έχωνε η Bomb Squad, παρά από κάποιο ριφ που σάμπλαρε σ’ ένα κομμάτι.
Άλλαξε καθόλου η οπτική σου για το άλμπουμ ενώ έγραφες το βιβλίο ή ενδεχομένως τώρα που το εγχείρημα ολοκληρώθηκε κι υπάρχει ένα βιβλίο για το Nation of Millions που φέρει την υπογραφή σου;
Χμμ, όταν έδωσα περισσότερη προσοχή στις λεπτομέρειες –ξέρεις, για πολλά χρόνια το άκουγα σαν ένα κράμα ήχων– άρχισα να ξεχωρίζω σιγά σιγά τα συστατικά του, και τώρα κάθε φορά που τ’ ακούω είναι σαν ν’ ακούω μόρια να συγκρούονται μεταξύ τους. Είναι σαν να βλέπω ας πούμε μια κατασκευή από Lego, σαν να διακρίνω πιο καθαρά τα κομματάκια της, και πώς σ’ ένα μέτρο κολλάνε μεταξύ τους με τον τάδε τρόπο και σ’ ένα άλλο μέτρο κολλάνε με το δείνα τρόπο. Οπότε συνεχίζω ν’ απολαμβάνω το άλμπουμ σ’ ένα μοριακό, ας πούμε, επίπεδο γιατί κάποια στιγμή το προσέγγισα έτσι.
σχόλια