Οι περισσότεροι άνθρωποι που έγραψαν για τον Μπάμπη Αργυρίου, αυτές τις τελευταίες μέρες, τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν χωρίς να τον έχουν συναντήσει ποτέ. Κι αυτό γιατί την τελευταία δεκαπενταετία της ζωής του, ο Μπάμπης την πέρασε έγκλειστος σ’ ένα διαμέρισμα της Δημητρίου Γούναρη, κοιτάζοντας τον κόσμο πίσω από τη μπαλκονόπορτά του. Παρακολουθούσε τους φρέσκους φοιτητές που ανανεώνονταν διαρκώς να ψωνίζουν φαγητά, ποτά, μπλουζάκια, τσιγάρα και βιβλία. Το ποτάμι της ζωής να κυλάει ένα μέτρο μπροστά του, κι ο ίδιος να μην έχει τη δυνατότητα να απλώσει το χέρι του και να γεμίσει μια χούφτα για να ξεδιψάσει. Γιατί ο Μπάμπης, πάνω και πέρα απ’ όλα τα άλλα, ήταν ένας άνθρωπος που λάτρευε τη ζωή, παρά τις αναποδιές και τις δυσκολίες που είχε βιώσει και βίωνε μέχρι τέλους.
Έλεγε κάποτε ότι αν είχε γεννηθεί σε μιαν άλλη χώρα, στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, πιθανότατα θα είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια επιτυχημένη ανεξάρτητη δισκογραφική, ένα έγκυρο μουσικό περιοδικό ή το καλύτερο δισκάδικο της Δυτικής Ακτής. Βλέπετε, στις χώρες που εκτιμούν αληθινά τον πολιτισμό, ο Μπάμπης θα μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα και άνετα με το αμαξίδιό του, να πηγαίνει σε συναυλίες, σε μπαρ και στο σινεμά, και να μην παρατηρεί απλώς τη ζωή.
Δημιουργούσε καινούργιες λέξεις, ανακάτευε τις υπάρχουσες σε απίθανους συνδυασμούς και είχε πάντοτε ένα λογοπαίγνιο έτοιμο στην άκρη της γλώσσας του: για το deadline έλεγε με σοβαρό ύφος «μα εδώ μιλάμε περί γραμμής ή θανάτου», ή αποκαλούσε τους αγαπημένους του δίσκους αφροδισκόκρεμά του.
Οι περισσότεροι που έγραψαν γι’ αυτόν αναφέρθηκαν κυρίως στην προσφορά του στη δημιουργία μιας ανεξάρτητης μουσικής σκηνής στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να συνειδητοποιούν ίσως πόσο δρόμο χρειάστηκε να διανύσει, πόσο κόπο και προσπάθειες για να ξεκινήσει στα δεκαπέντε του χρόνια από ένα χωριουδάκι του κάμπου των Σερρών, χωρίς λεφτά και γνωριμίες, για να ζήσει στη μεγάλη πόλη. Ίσως το ελαττωματικό γονίδιο που προκάλεσε την ασθένειά του, τη μυϊκή δυστροφία, να πήγαινε πακέτο με κάποιο άλλο σπάνιο γονίδιο – της λατρείας για τη μουσική; Της ικανότητας να ξεχωρίζει το σπάνιο και πράγματι αξιόλογο με την πρώτη νότα; Του ακάματου πείσματος να ζήσει από τη μουσική, τη μεγάλη του αγάπη, πληρώνοντας το όποιο κόστος;
Από τον ερασιτεχνικό σταθμό στο mail order, από το fanzine Rolling Under στη δισκογραφική Lazy Dog και το δισκάδικο, είχε πάντοτε το ένστικτο να πιάνει τις αλλαγές στη μουσική, στα έντυπα, στις αισθητικές τάσεις. Ήταν από τους πρώτους που κατάλαβε ότι το ενημερωτικό μουσικό έντυπο βαδίζει προς το τέλος του, και τότε έστησε τη μουσική ενημερωτική διαδικτυακή πύλη mic.gr. Ελπίζοντας αρχικά ότι θα κατάφερνε να βρει αρκετές διαφημίσεις ώστε να δημιουργήσει ένα επιτελείο συνεργατών που θα αμείβονταν, έτσι ώστε η γραφή να αποζημιώνεται όπως της αξίζει. Απογοητεύτηκε γρήγορα, όταν κατάλαβε ότι οι διαφημιστές δεν ενδιαφέρονταν για τον Patrik Fitzerald, τους Astronauts, τους Band of Holy Joy, αλλά συνέχισε κάνοντας αυτό που αγαπούσε πιο πολύ απ’ όλα: να μοιράζεται την αγαπημένη του μουσική με γνωστούς και αγνώστους.
Εκτός των απίστευτων γνώσεών του για τη μουσική, ο Μπάμπης αγαπούσε τις λέξεις, τον λόγο, τη γραφή. Είτε επρόκειτο για τον τίτλο σ’ ένα κείμενο συνεργάτη του, είτε για δισκοκριτική, ο τρόπος που συνδύαζε κι έπαιζε με τις λέξεις ήταν αμίμητος. Δημιουργούσε καινούργιες λέξεις, ανακάτευε τις υπάρχουσες σε απίθανους συνδυασμούς και είχε πάντοτε ένα λογοπαίγνιο έτοιμο στην άκρη της γλώσσας του: για το deadline έλεγε με σοβαρό ύφος: μα εδώ μιλάμε περί γραμμής ή θανάτου, ή αποκαλούσε τους αγαπημένους του δίσκους αφροδισκόκρεμά του. Όταν αποφάσισε το 2012 να γράψει βιβλία σαν αυτά που θα ήθελε να διαβάζει αλλά δεν υπήρχαν στην αγορά, στρώθηκε στη δουλειά και μέσα σε εφτά χρόνια έγραψε τα τρία γνωστά βιβλία του, Έχω όλους τους δίσκους τους, Προτιμώ τα παλιά τους και Άλμπουμ διασκευών. Στο συρτάρι του είχε άλλα δύο έτοιμα, κι ένα ακόμα στα σκαριά, και ποιος ξέρει πόσα ακόμα κλωθογύριζαν στο μυαλό του.
Ζώντας για χρόνια με μια δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι του, είχε προνοήσει να γράψει ένα είδος προσωπικού επικήδειου ή αποχαιρετισμού, όπου ανάμεσα στα άλλα έγραφε: «Επειδή δεν ανακάλυψα κανένα εμβόλιο που σώζει ζωές, δεν συνέθεσα καμιά "Περιμπανού", δεν έγραψα το "Πόλεμος και ειρήνη" (ούτε το διάβασα είναι η αλήθεια), δεν ανακάλυψα κάτι επαναστατικό όπως το φερμουάρ ή το καζανάκι που θα έκανε τη ζωή των ανθρώπων πιο εύκολη, οι μόνοι που έχουν λόγο να με θυμούνται είναι οι κοντινοί μου».
Ο Μπάμπης σφράγισε τις ζωές των φίλων και συνεργατών του, κι ας μην ανακάλυψε κάτι τόσο επαναστατικό όσο το καζανάκι. «Ξέρω πως ζω μέσα στις αναμνήσεις πολλών ανθρώπων αλλά αυτό δε με κάνει να νιώθω πιο δυνατός, λιγότερο μόνος», είχε γράψει. Θα ήθελα να του απαντήσω παραφράζοντας έναν στίχο του αγαπημένου του Mark. E. Smith: When you’re dead and gone, your vibrations will live on.