H Nico πέθανε στην Ίμπιζα πριν από τριάντα καλοκαίρια, στις 18 Ιουλίου του 1988, κατά τη διάρκεια της πιο ζεστής μέρας εκείνης της χρονιάς, σύμφωνα με τα ισπανικά μετεωρολογικά χρονικά.
Οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν διόλου ιδανικές για μια μαυροφορεμένη και γενικώς βαριά ντυμένη (μπουφάν, μπότες, κασκόλ, πλήρης σκοταδόψυχη εξάρτυση παντός καιρού) μεσόκοπη και ολίγον υπέρβαρη γυναίκα, ασθμαίνουσα πάνω σ' ένα παλιό ποδήλατο, οι ακριβείς αίτιες του δυστυχήματος όμως δεν έγιναν ποτέ απολύτως ξεκάθαρες, όπως και τίποτα σχεδόν στην κυριολεκτικά μυθική περιπλάνησή της στα εγκόσμια τα προηγούμενα 49 χρόνια.
Δεν ήταν ακριβώς μυθομανής ούτε ψώνιο (δεν είχε ανάγκη, είχε συνευρεθεί με ιερά τέρατα), απλώς προτιμούσε τις πιο εξωφρενικές εκδοχές μιας έτσι κι αλλιώς απίστευτα κοσμοπολίτικης και περιπετειώδους ύπαρξης από τα χαμηλά στα ψηλά και πάλι πίσω, ξανά και ξανά.
Ένας ταξιτζής τη βρήκε πεσμένη, αλλά έχουσα ακόμα τις αισθήσεις της, στην άκρη του δρόμου και τη μετέφερε από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, αλλά λόγω high season (υποθέτει κανείς ότι θα είχαν και φόρτο εργασίας με το τσούρμο ταβλιασμένων από το ecstasy ρέιβερ εκείνο τον καιρό), γραφειοκρατίας και περιορισμένης ευθύνης δεν μπορούσε να βρει άκρη.
Δεν ήταν ακριβώς μυθομανής ούτε ψώνιο (δεν είχε ανάγκη, είχε συνευρεθεί με ιερά τέρατα), απλώς προτιμούσε τις πιο εξωφρενικές εκδοχές μιας έτσι κι αλλιώς απίστευτα κοσμοπολίτικης και περιπετειώδους ύπαρξης από τα χαμηλά στα ψηλά και πάλι πίσω, ξανά και ξανά.
Όταν, τελικά, έγινε εισαγωγή, ήταν αργά για να αντιμετωπιστεί η εγκεφαλική αιμορραγία που είχε υποστεί από την πτώση.
Ο γιος της Ari, με τον οποίον είχαν εγκατασταθεί μαζί στο νησί που η ίδια είχε επισκεφτεί πρώτη φορά ως έφηβο και ραγδαία ανερχόμενο μοντέλο τριάντα και πλέον χρόνια πριν, δήλωσε ότι η μάνα του τού είχε πει φεύγοντας ότι θα πήγαινε μια βόλτα με το ποδήλατο στην πόλη και θα ψώνιζε και λίγη φούντα επ' ευκαιρία.
Την πρέζα την είχε (είχαν) κόψει, υποτίθεται, ενώ πριν από λίγο καιρό, σε μια καθόλου τυπική εκδήλωση ενήλικης υπευθυνότητας, είχε ανοίξει και τον πρώτο τραπεζικό λογαριασμό στη ζωή της.
Όταν έγινε γνωστό το μοιραίο την επόμενη μέρα, οι περισσότεροι που τη θυμόντουσαν ακόμα αντέδρασαν σαν να επρόκειτο για χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου με επιμύθιο ένα κακό αστείο: η Πρωθιέρεια του Σκότους, η Βασίλισσα των Πάγων, η Σειρήνα της Ομίχλης, η Βαλκυρία του Λυκόφωτος, η πάλαι πότε θρυλική σαντέζα της τζετ σετ μποεμίας και των βελούδινων υποκόσμων, έσβησε τελικά, πέφτοντας από το ποδήλατο μέρα μεσημέρι.
Την προηγούμενη χρονιά είχε εμφανιστεί και στα μέρη μας (όχι ότι υπάρχουν στο Διαδίκτυο και πολλά ίχνη που να το επιβεβαιώνουν, παρότι κατά καιρούς έχουν επιπλεύσει διάφοροι αστικοί μύθοι σχετικοί με την εδώ σύντομη παραμονή της) με το αρμόνιό της και την ιδιοσυγκρασιακή και καρτερική μπάντα της, αλλά δεν είχα πάει να τη δω λόγω εφηβικής αλαζονείας, ανασφάλειας και έλλειψης κουράγιου να αντιμετωπίσω τα μεσήλικα ζόρια και τη βασανιστικά ξεθωριασμένη λάμψη μιας τόσο εμβληματικής φυσιογνωμίας που είχα συνδέσει αποκλειστικά σχεδόν με το ντεμπούτο των Velvet Underground και οτιδήποτε άλλο μου φαινόταν εντελώς εκτός αποδεκτού πλαισίου (ακόμα δεν είχα ιδέα ούτε καν για το δίπτυχο απόκοσμου πένθους και ερμητικού avant ροκ που συνιστούν τα δύο άλμπουμ που είχε κυκλοφορήσει στις αρχές των '70s, το «The Marble Index» και το «Desertshore»).
Κάπως έτσι έχασα και τον Johnny Thunders. Θλιβερή επιπολαιότητα. Θα έδινα τα πάντα (τρόπος του λέγειν) για να έχω παρευρεθεί, ακόμα κι αν επρόκειτο –ειδικά αν επρόκειτο– για οριακά ζωντανά ναυάγια, που όμως περιείχαν και με το παραπάνω, ως πρωτοπόροι και οι δύο μιας πανκ και μετα-πάνκ ευαισθησίας και αντίληψης, όλα αυτά τα στοιχεία κινδύνου, παροξυσμού και αισθητικής τρομοκρατίας που ίσχυαν ακόμα στις ζωντανές εμφανίσεις, τότε που δεν υφίστατο η έννοια των νοσταλγικών τουρνέ αναβίωσης και επανασύνδεσης και η σκηνή είχε μέλλον, ακόμα κι αν σύντομα αποδείχτηκε ότι η Nico δεν είχε, ούτε και ο Johnny Thunders βέβαια, που πέθανε τρία χρόνια μετά στη Νέα Ορλεάνη.
Η τραγική ειρωνεία (μία από τις άπειρες που σηματοδοτούν με έντονους γραφικούς χαρακτήρες το χαοτικό βιογραφικό της) είναι ίσως ότι αυτή ακριβώς η τελευταία πράξη της καριέρας και της ζωής της –τα χρόνια του λυκόφωτος κατά τη δεκαετία του '80, με τις περιοδείες στις πιο παρακμιακές συναυλιακές τρύπες της Ευρώπης, ενώπιον περιορισμένου και συχνά εχθρικού κοινού– έχει ίσως και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθιστώντας την εκ των υστέρων πρότυπο απόλυτης καλλιτεχνικής αυτονομίας, ακόμα και ανένδοτης γυναικείας χειραφέτησης, παρότι δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι τα πήγαινε πολύ καλά με τον φεμινισμό ή με τις γυναίκες γενικότερα.
Προφανώς κάπως έτσι το αντιλήφθηκε και η Ιταλίδα σκηνοθέτις Σουζάνα Νικιαρέλι, η περσινή ταινία μυθοπλασίας της οποίας με τίτλο «Nico, 1988» εστιάζει ακριβώς στα «πέτρινα» τελευταία χρόνια, με την εξαιρετική Δανή ηθοποιό Τρίνε Ντίρχολμ να ενσαρκώνει εμπνευσμένα και επάξια τη Nico στην ύστατη φάση της, να (μην) διαχειρίζεται αδιέξοδα και να χάνεται σε μαύρες τρύπες, αναπαράγοντας σποραδικά επί σκηνής τον «ήχο της ήττας», αγγίζοντας με τη φωνή και το αρμόνιο τα όρια ενός κλονισμένου τευτονικού μεγαλείου ή μιας κωμικοτραγικής βαγκνερικής παρωδίας σε post-punk/goth αποχρώσεις.
Nico, 1988
Αυτή ακριβώς η τελευταία «σκηνή» (που διήρκεσε από το 1982 περίπου και μετά) καταγράφεται με τους πιο γλαφυρούς και μελαγχολικούς τόνους σε ένα από τα πιο όμορφα βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ για τη ζωή πλάι σε ροκ «σταρ» και για τα διόλου glamorous στην πραγματικότητα παρασκήνια της sex & drugs & rock 'n' roll φαντασίωσης.
Συγγραφέας του ο James Young, που εγκατέλειψε νεαρός μια σχετικά υποσχόμενη ακαδημαϊκή καριέρα για να «τα δει όλα», συνοδεύοντας στα πλήκτρα τη Σκοτεινή Θεά ανά τις περιοδείες της στη γηραιά ήπειρο και παραπέρα. Το βιβλίο, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1992, έχει τίτλο «Songs they never play on the radio» και η αφήγησή του ξεκινά ως εξής:
«Το κοιμητήριο του Δάσους του Γκρούνεβαλντ βρίσκεται στα περίχωρα του Βερολίνου, στη λίμνη Wannsee. Στη συνείδηση του 21ου αιώνα το Βερολίνο έχει υπάρξει συνώνυμο ενός ιδιαίτερου είδους κλειστοφοβικού άγχους, σαν μια περίκλειστη από ξηρά Μαδαγασκάρη, αποτελούμενη από αλλόκοτα υβρίδια. Κατά συνέπεια, μοιάζει παράξενο το γεγονός ότι η Nico είναι θαμμένη σ' ένα όμορφο, σχεδόν αγροτικό σκηνικό και μάλιστα στα περιμετρικά όρια μιας πόλης διάσημης για τα τέρατά της, για την οποία όμως εκείνη προ πολλού δεν έτρεφε καμία συμπάθεια... Από την αρχή, η Nico φαινόταν προορισμένη για μια ζωή παράξενων εντάσεων και περίεργων σκηνικών. Ο πατέρας της προερχόταν από πλούσια οικογένεια και η μητέρα της από σαφώς πιο ταπεινή. H Nico γεννήθηκε Κρίστα Πάφγκεν στις 16 Οκτωβρίου του 1938 στην Κολωνία. Ο πατέρας της επέμενε να μεγαλώσει με καθολική ανατροφή, με όλα τα μυστήρια και τις δυστυχίες που αυτό συνεπάγεται...».
Κατατρεγμένη από τους ισοπεδωτικούς συμμαχικούς βομβαρδισμούς που έκαναν λαμπόγυαλο την Κολωνία, η οικογένεια αναζήτησε καταφύγιο στο Βερολίνο πριν κλείσει η μικρή Κρίστα τα τρία της χρόνια. Με τον πατέρα της δεν θα προλάβαινε να συνάψει καμία πραγματική σχέση. Λίγο καιρό μετά την κατάταξή του στη Βέρμαχτ, δέχτηκε πυρά (πιθανόν «οικεία») που του προκάλεσαν βαριά εγκεφαλική βλάβη και κατέληξε σε ψυχιατρικό ίδρυμα.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου είχε οδηγηθεί ως ελαττωματικό εξάρτημα του Ράιχ και, σύμφωνα με μια τρίτη εκδοχή, εκτελέστηκε επί τόπου από τον επικεφαλής της μονάδας του.
Με την ψυχικά διαταραγμένη μητέρα της, αντίθετα, η σχέση της έμελλε να είναι μακροχρόνια και γεμάτη τριβές, πίκρες και ενοχές.
Η πρώτη, καθοριστικά τραυματική εμπειρία για την Κρίστα (μετά τους ήχους των αδυσώπητων βομβαρδισμών) συνέβη στα 15 της, όταν βιάστηκε στο Βερολίνο από Αμερικανό στρατιώτη, ο οποίος στη συνέχεια καταδικάστηκε και εκτελέστηκε. Λίγο μετά, ξεκίνησε η καριέρα της ως διάσημου μοντέλου που της επέτρεψε να φύγει και να μην κοιτάξει ποτέ ξανά πίσω.
Ακολουθεί η λίγο-πολύ γνωστή λιτανεία της διαδρομής στα απώτατα όρια του τζετ σετ και του underground. Η ανακάλυψή της από τον φωτογράφο Herbert Tobias που της χάρισε και το «παράνομα» με το οποίο έμελλε να γίνει γνωστή και που προερχόταν από τον Νίκο Παπατάκη, τον οποίο ο Tobias είχε ερωτευτεί στο Παρίσι (ακολούθως, η Nico θα γινόταν αχώριστη με τον Παπατάκη, κυκλοφορώντας παντού ως «οι δύο Νίκο»).
Η επιφανής καριέρα ως μοντέλο και protégéé της Coco Chanel.
Η παρουσία της στο σινεμά, με πιο χαρακτηριστική φυσικά την εμφάνισή της στην «Nτόλτσε Βίτα» του Φελίνι (Μαρτσέλο: «Τι γλώσσα μιλάς, Νικολίνα;» - Nico: «Eskimo... χο, χο, χο»).
Η βραχύβια σχέση με τον Αλέν Ντελόν και ο γιος της Ari που προέκυψε από αυτήν και ποτέ εκείνος δεν αναγνώρισε, παρά την ανατριχιαστική ομοιότητα.
Τα χρόνια στο Factory ως «μούσα του Γουόρχολ» και ερμηνεύτρια στο ντεμπούτο των Velvet Underground, το απόλυτο ορόσημο για οτιδήποτε έχει χαρακτηριστεί στη συνέχεια «εναλλακτικό / ανεξάρτητο ροκ».
Τα εντατικά μαθήματα ναρκισσισμού (λες και τα είχε ανάγκη) από μια σειρά επιφανών και προβληματικών γκόμενων του ροκ πανθέου (Brian Jones, Lou Reed, Bob Dylan, Jim Morrison, Jimi Hendrix, Jackson Browne κ.ά.).
Το πρώτο της άλμπουμ με τίτλο «Chelsea Girl» όπου ερμήνευσε κυρίως συνθέσεις πρώην και νυν εραστών και η ίδια θεωρούσε προϊόν συμβιβασμού, παρότι κι αυτό υπήρξε επιδραστικό ακόμα και για μεγαθήρια τραγουδοποιίας, όπως ο Leonard Cohen.
Τα δύο αριστουργηματικά άλμπουμ που προαναφέρθηκαν, με τα δικά της τραγούδια, που συγκροτούν ένα αυτόνομο και αυτοτελές σύμπαν (όπως έχει χαρακτηριστικά γραφτεί, το «Marble Index» ειδικά «δεν είναι ένας δίσκος που ακούς, αλλά, ναι, τρύπα που πέφτεις μέσα») και επανακυκλοφόρησαν το 2007 σε κοινή έκδοση υπό τον τίτλο «The Frozen Borderline» («Η παγωμένη μεθόριος» – όνομα και πράγμα).
Η συνεργασία και η συμβίωση με τον Γάλλο σκηνοθέτη Φιλίπ Καρέλ (ζούσαν μαζί σ' ένα τεράστιο λοφτ στο Παρίσι, χωρίς έπιπλα και με τους τοίχους βαμμένους κατάμαυρους) που, σύμφωνα με την ίδια, ήταν αυτός που την έχωσε στην ηρωίνη, στην οποία «εισήγαγε» με τη σειρά της και τον έφηβο γιο της.
Η μετάβαση στα παράξενα '80s με άλλον ένα σημαντικό δίσκο (το μοναδικό της προσωπικό άλμπουμ όπου δεν έβαλε το χέρι του ο John Cale ως παραγωγός), το «Drama of Exile» του 1981, για να ακολουθήσει η μετοίκησή της στο Μάντσεστερ, όπου η ηρωίνη έρρεε φθηνή και άφθονη.
Ακόμα και μια μονταρισμένη σύνοψη του βιογραφικού της μοιάζει κατασκευασμένη, κινηματογραφική, λογοτεχνική, προϊόν μυθοπλασίας γεμάτο θηριώδη κλισέ, στα οποία θα μπορούσαν να προστεθούν και όλα τα κακόβουλα και σεξιστικά στερεότυπα που της έχουν κατά καιρούς αποδοθεί και προορίζονται συχνά για Γερμανίδες επιβλητικής παρουσίας και ιδιοσυγκρασιακής φύσης (σαν την Μάρλεν Ντίτριχ και τη Λένι Ρίφενσταλ, φέρ' ειπείν), που το αισθητικό τους αποτύπωμα στην κουλτούρα είναι τεράστιο, αλλά δύσκολο να αποτιμηθεί με συμβατικούς όρους − από νυμφομανή και λεσβία ως εγωμανή σαδομαζοχίστρια και ναζί.
Της ίδιας της άρεσε να δηλώνει «ναζί αναρχική τζάνκι» και κανείς ποτέ δεν ήταν σίγουρο αν «τρολάρει» ή όχι. Αυτές οι δηλώσεις, πάντως, πετάγονταν ανέμελα από το στόμα της (και μ' αυτήν τη βαριά φωνή που ειδικευόταν στο να τραγουδάει γοτθικά νανουρίσματα «πιο κρύα απ' τον θάνατο») στην πρώιμη πανκ και μετα-πάνκ περίοδο, όταν το επιπόλαιο φλερτ με την αισθητική του ναζισμού λειτουργούσε εκ μέρους της πρώτης πανκ γενιάς ως δόλωμα/σπάσιμο στη «συντηρητική» γενιά που πολέμησε εναντίον των ναζί, στη γενιά των γονιών τους δηλαδή.
Το βέβαιο είναι ότι ακόμα κι αν επιζούσε παραπάνω (γιατί υπήρξε ήδη επιζήσασα, πολύ πριν κλείσει τα σαράντα) και προλάβαινε τις εποχές του αχαλίνωτου ρεβιζιονισμού και της vintage λατρείας του παρελθόντος, και πάλι δεν θα ήξεραν πώς να την περιφέρουν στις σύγχρονες τελετές νοσταλγίας και αναγνώρισης, αφού σχεδόν σίγουρα θα αποτελούσε τον χειρότερο εφιάλτη οποιασδήποτε αντίληψης πολιτικής ορθότητας και ευπρέπειας.
Αυτό που μένει πλέον είναι η πλήρης επανεκτίμηση και αναθεώρηση των «έρημων χρόνων» της ζωής και της τέχνης της, της εποχής που «πάχυνε και έγινε πρεζάκι», όπως είχε γράψει ο Γουόρχολ στα ημερολόγιά του (στο «Popism» φάνηκε, πάντως, πιο γενναιόδωρος, παρομοιάζοντάς την με «IBM κομπιούτερ με προφορά Γκάρμπο» αλλά και με «ευάλωτη γραμμή ζωής που διαπερνά ένα παρελθόν στρωμένο με ανείπωτες κακουχίες»).
Η Nico ήταν συγχρόνως η Πεντάμορφη και το Τέρας και η μακρόσυρτη τελευταία πράξη της μοιάζει με ένα εκκωφαντικό «άντε και γαμηθείτε» (σε λούπα) προς όλους όσοι επιχείρησαν να τη σβήσουν από την Ιστορία και να την παρουσιάσουν ως εντυπωσιακή, αλλά ενοχλητική γλάστρα με σωστές διασυνδέσεις.
Όπως παραδέχεται στο βιβλίο του και ο James Young, παρά τα όσα τράβηξε δίπλα της: «... Μας επηρέασε όλους. Μπορεί να μοιάζει παράδοξο, αλλά, παρά τον τερατώδη εγωισμό και τα φρικαλέα σκηνικά, υπήρχε κάτι σχεδόν αγνό πάνω της. Ένα είδος συμπυκνωμένης θέλησης. Σίγουρα όχι κάτι χαριτωμένο, γλυκό ή κοινωνικά αποδεκτό, αλλά κάτι έντονο, ασυμβίβαστο και αφοπλιστικά ειλικρινές. Μας επηρέασε, με κάποιο έμμεσο τρόπο ίσως... κανείς μας δεν ήθελε να είναι σαν αυτή, μας βοήθησε όμως να χαρτογραφήσουμε ένα διαφορετικό τοπίο για τις ζωές μας – διαφορετικό από τον κυρίαρχο αναρριχητισμό των '80s. Ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν σκεφτήκαμε τον εαυτό μας ως κομμάτι της μουσικής βιομηχανίας. Ήμασταν πάντα εκεί που δεν συνέβαινε...».