Kat Dahlia - Μy garden
Η 24χρονη Katriana Huguet –όπως είναι το αληθινό όνομα της Kat Dahlia– είναι κουβανέζικης καταγωγής, γράφει μόνη τα τραγούδια της και ραπάρει εξαιρετικά. Μεγάλωσε ακούγοντας μια ευρεία γκάμα μουσικών, από τον BB King και τους Doors μέχρι τον Frank Sinatra και τη συμπατριώτισσά της Celia Cruz, αλλά οι στίχοι της έχουν τη διαύγεια και την ειλικρίνεια της κοφτής γλώσσας του Bob Marley – ο οποίος είναι το μεγάλο της είδωλο. Στην παραγωγή του δίσκου της συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, η Missy Elliott και ο Timbaland, αυτό όμως που τον κάνει να ξεχωρίζει δεν είναι η κάπως ιλουστρέ παραγωγή αλλά η τραχιά, σχεδόν επιθετική φωνή της Kat, η οποία ερμηνεύει εξίσου επιτυχημένα το hip-hop, τη salsa και το ragamuffin. Με εξαίρεση τα πιο αργά κομμάτια (ευτυχώς λίγα μέσα στο σύνολο), ο δίσκος είναι κεφάτος και upbeat, φτιαγμένος για πάρτι και βόλτες με ανοιχτό αυτοκίνητο – σε μεταφέρει πάραυτα στο Μαϊάμι, την ιδιαίτερη πατρίδα της Kat. Πιο κολλητικά κομμάτια του δίσκου είναι το «My Garden», το «Gangsta» και το σπαραχτικό «Just another dude».
The Decemberists - What a terrible world, what a beautiful world
Από φτωχό αδερφάκι του Σιάτλ, το Πόρτλαντ του Όρεγκον έγινε στις αρχές της νέας χιλιετίας το επίκεντρο μιας πλούσιας indie/folk/punk μουσικής σκηνής (ναι, ξέρω, από εκεί ξεκίνησαν παλιότερα και οι Wipers). Το 2000 ο εκ Μοντάνα ορμώμενος Colin Meloy επέλεξε το Πόρτλαντ για να φτιάξει το γκρουπ που ονόμασε Decemberists – μια νύξη στους Ρώσους Δεκεμβριστές. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το συγκρότημα φαίνεται ότι κάνει μια ουσιαστική στροφή, κι αφήνοντας στην άκρη τις αναφορές σε ιστορικά γεγονότα και folk θρύλους, εστιάζει στο παρόν. Στο εναρκτήριο τραγούδι του νέου άλμπουμ, «The singer addresses his audience», ο Meloy λέει (χοντρικά): «Το ξέρουμε ότι σας ανήκουμε, ότι χτίσατε τη ζωή σας γύρω μας – αλλά we had to change some». Άλλαξαν, αλλά με πόση δεξιοτεχνία γίνεται αυτή η μεταστροφή! Η indie/baroque folk τους βουτάει στα νάματα της ευφυούς ποπ και της βρετανικής μελωδικής τραγουδοποιίας, και γίνεται πιο ζωντανή και κεφάτη, πιο ραδιοφωνική – κι αυτό κάθε άλλο παρά αρνητικό είναι. Ακόμα και ο τίτλος του δίσκου, που είναι μια αποστροφή του Μπαράκ Ομπάμα, γειώνει το ηχητικό αποτέλεσμα στο σήμερα. Τα ηλεκτρικά όργανα, με απόλυτο σεβασμό στα παραδοσιακά (βιολί, φυσαρμόνικα, ακορντεόν, μπάντζο), ξεσπούν σε blues και surf περάσματα, ενώ οι έξοχες γυναικείες φωνές στα φωνητικά (Laura Veirs, Rachel Flotard, Kelly Hogan) συμπληρώνουν το μελωδικό κομψοτέχνημα, το οποίο βάζει υποψηφιότητα για ένα από τα πιο φωτεινά και ανοιξιάτικα άλμπουμ της χρονιάς. Αναζητήστε το «Lake Song» και το «Wrong Year» – και το «Anti-Summer Song».
Belle and Sebastian - Girls in peacetime want to dance
Ο Stuart Murdoch είναι ένας μετρ της ποπ μουσικής – με όλες τις θετικές και αρνητικές συνεκδοχές του όρου. Ωστόσο, δεκαοκτώ χρόνια μετά το πρώτο άλμπουμ των Belle and Sebastian, μοιάζει να έχει εξαντλήσει τα αποθέματα των folk/rock/pop επιρροών του. Ή ίσως βαρέθηκε να ακούγεται σαν διάδοχος των Kinks, του Nick Drake, του Donovan και σαν Βρετανός ομόλογος του Burt Bacharach. Ο ίδιος μιλάει για τους διαγωνισμούς της Eurovision που έβλεπε στην εφηβεία του – και στρέφεται στη eurodisco των ’70s και στη synth-pop των ’80s, θα συμπληρώσω. Οι μελωδικές γραμμές και τα τρυφερά φωνητικά είναι ακόμα εκεί, στο «The cat with the cream» για παράδειγμα, ίσως γι’ αυτό ξενίζει η αλά Frank Farian εισαγωγή του «Enter Sylvia Plath». Πόσο μάλλον το εντελώς εκτός κλίματος «Everlasting Muse», που περνάει από το kletzmer σε μια Moricon-ική horn section. Αλλά η φωνή του Stuart συνεχίζει να χαϊδεύει τα αυτιά, οι στίχοι είναι ευφάνταστα συνειρμικοί. Κάθε μουσικός που έχει επιδείξει βαθιά αφοσίωση στην αγαπημένη του μουσική, την chamber και την twee pop, εν προκειμένω, δικαιούται να αλλάξει καλλιτεχνική πορεία. Μόνο που με τρώει η υποψία ότι ο αγαπητός Γλασκώβιος Stuart παρασύρθηκε από τη δίνη της αναβίωσης των ’70s. Στο repeat: τo «Allie», με τις jangle κιθάρες του.
Mark Ronson - Uptown special
Ο Βρετανός παραγωγός της Amy Winehouse, της Adele και πολλών άλλων δοκιμάζει ξανά την τύχη του μ’ έναν δίσκο –τον τέταρτο προσωπικό του– που ακούγεται σαν «εισαγωγή στη μαύρη μουσική των τελευταίων 40 χρόνων». Κι αν στο εναρκτήριο κομμάτι νομίζετε ότι μιμείται τον Stevie Wonder, κάνετε λάθος: ο Stevie συμμετέχει αυτοπροσώπως. Στην πρώτη ακρόαση ο δίσκος εκπλήσσει – ξεχνάς τι ακούς, προσπαθώντας να καταλάβεις σε τι παραπέμπει το κάθε τραγούδι. Το κύριο βάρος πέφτει στο χορευτικό funk της δεκαετίας του ’80, αλλά υπάρχουν και πιο soft-rock κομμάτια, όπως το «Summer Breaking», στο οποίο τραγουδάει ο Kevin Parker («Tame Impala»). Η αναβίωση της σόουλ είναι πραγματικότητα, έστω κι αν τη θέση του James Brown έχει καταλάβει ο ράπερ Mystikal ή ο Χαβανέζος σταρ του r’n’b, Bruno Mars. Στο «I can’t loose» νομίζεις ότι ακούς μια χαμένη ηχογράφηση του Michael Jackson, λουστραρισμένη και σύγχρονα μιξαρισμένη. Τους στίχους έχει γράψει ο Αμερικανός συγγραφέας Michael Chabon, παρότι δεν θα έλεγα ότι αυτό κάνει το αποτέλεσμα πιο σοφιστικέ από τον μέσο r’n’b δίσκο. Ίσως, τελικά, να ισχύει το be careful what you wish. Οι αναβιώσεις παλαιότερων μουσικών ειδών –της soul/funk εν προκειμένω– έχουν το ενδιαφέρον τους, αρκεί να μην επιχειρεί ο ακροατής συγκρίσεις με τους δίσκους που καθόρισαν το κάθε είδος. Πόσο μάλλον όταν το βάρος πέφτει στη «λευκή» σόουλ των ’70s. Τον δίσκο κλείνει η δεύτερη συνεργασία του Stevie Wonder, με τα οικεία riff της φυσαρμόνικας. Παρά τις όποιες επιμέρους αντιρρήσεις, το «Feel Right» και το «Uptown Funk» είναι ό,τι πιο χορευτικό έχω ακούσει εδώ και πολύ καιρό.
Benjamin Clementine - At least for now
O 26χρονος Benjamin Sainte-Clementine, αυτοδίδακτος τραγουδιστής και πιανίστας, γεννήθηκε στην Γκάνα, μεγάλωσε στο νότιο Λονδίνο κι έμαθε να τραγουδάει ζητιανεύοντας ψιλά στους δρόμους της Μονμάρτρης. Το ερμηνευτικό και πιανιστικό ύφος του θυμίζει τον Anthony Hegarty (των Anthony & the Johnsons) και τη Nina Simone, αν και ο ίδιος δηλώνει ότι μεγάλωσε ακούγοντας κλασική μουσική και ότι είναι επηρεασμένος από τον Erik Satie και τους Γάλλους τραγουδοποιούς Jacques Brel και Leo Ferre. Όλα αυτά, μαζί με στοιχεία από την κλασική τζαζ και τα torch songs, βρίσκονται επιτυχώς ομογενοποιημένα στο πρώτο άλμπουμ του Clementine – που όσοι τον ανακάλυψαν εγκαίρως, τον είδαν live στο Gazarte στις 20/12 της προηγούμενης χρονιάς. Η ευελιξία με την οποία ανεβοκατεβαίνει τις οκτάβες παραπέμπει σε κλασικό τενόρο και συγχρόνως σε τραγουδιστή της σόουλ και των γκόσπελ. Το πιάνο κυριαρχεί και εξαφανίζει σχεδόν τα υπόλοιπα όργανα που τον συνοδεύουν: ένα βιολί, μια κιθάρα, διακριτικά κρουστά. Από τα 11 συναρπαστικά τραγούδια του άλμπουμ, θα σύστηνα το «London», το «Nemesis» και το «Condolence».
σχόλια