ΤO 1994, O ΜΙΜΗΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ ανέβασε τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο με το Θέατρο Τέχνης.
Είχε συζητήσει με τον Μίμη Μυταρά να κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια, με τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη που έκανε τη μετάφραση και ήθελε να χρησιμοποιήσει τη μουσική που είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις, την οποία είχε σε μια μαγνητοταινία με τον Μάνο να τραγουδά και την ακούγαμε στο σπίτι μας.
Πήγε στον Χατζιδάκι την άνοιξη του 1994, στο σπίτι του. Ο Χατζιδάκις του είπε «Μίμη, να την πάρεις τη μουσική, αλλά είναι παλιά, να γράψετε καινούργια μουσική, αυτό σας προτείνω».
Ο Χατζιδάκις είχε γράψει αυτή την περίφημη μουσική το 1957, για τον «Πλούτο» που σκηνοθέτησε ο Κάρολος Κουν, με σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Μόραλη, και ανέβηκε στο Θέατρο Πεδίου Άρεως από τις 4-10 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς.
Μερικοί άνθρωποι δεν ξεχάσαμε ποτέ αυτούς τους στίχους, που μας γυρνάνε κάθε τόσο σε μια πολύ ευτυχισμένη περίοδο της ζωής μας.
Ο Κουγιουμτζής τότε μίλησε με τον Χρήστο Λεοντή, που έγραψε τη μουσική της παράστασης, αλλά υπήρχε το θέμα των εμβόλιμων, για τα οποία δεν είχε στίχους. Ήθελε κάτι ανάλαφρο και παιγνιώδες και δεν μπορούσε να σκεφτεί ποιος θα τα έγραφε.
Εγώ τότε δούλευα, έκανα πρόμο και στις εκδόσεις Άμμος που έβγαζαν καταπληκτικά παιδικά βιβλία και τις είχε ο σύζυγος της Μαριανίνας Κριεζή, Πέτρος Γαϊτάνος. Έδωσα στον Μίμη να διαβάσει το «Είμαι ένας βάτραχος μικρούλης, ο Εμμανουήλ Α. Μπακακούλης» που είχε διασκευάσει και το «Μια τίγρη φοβερή, φοβερή και τρομερή» και ο Μίμης αποφάσισε να πάμε στη Μαριανίνα και να της ζητήσει να γράψει τα εμβόλιμα.
Η Μαριανίνα αποφάσισε να το κάνει, αλλά τα στιχάκια έφταναν με το σταγονόμετρο. Δεν μπορούσε κανένας να κρατήσει μούτρα στη Μαριανίνα, πηγαίναμε και ερχόμαστε στο Ψυχικό και καθόμασταν ώρες και κοιτάζαμε το φαξ μέχρι να φτάσουν οι στίχοι. Τελικά έφτασαν.
Ήταν καταπληκτικά αυτά που έγραφε η Μαριανίνα και δεν χρειάζεται να το πω εγώ. Για κάποιον λόγο, μάλλον γιατί έφτασαν τελευταία στιγμή, οι στίχοι δεν μπήκαν στο πρόγραμμα, δεν υπήρχαν στο έργο, σαν να χάθηκαν από προσώπου γης. Ούτε στο βιογραφικό της υπάρχει αυτή η δουλειά.
Μερικοί άνθρωποι δεν ξεχάσαμε ποτέ αυτούς τους στίχους, που μας γυρνάνε κάθε τόσο σε μια πολύ ευτυχισμένη περίοδο της ζωής μας. Μίλησα με τη Γεωργία Σιδέρη στο Θέατρο Τέχνης, τον άνθρωπο του Μίμη, που είχε επιμεληθεί και το πρόγραμμα, και αρχίσαμε να ψάχνουμε και προσπαθήσαμε να θυμηθούμε όλες τις λεπτομέρειες.
Ο Δημήτρης Δεγαΐτης κάθισε και έγραψε τους στίχους ξανά, ακούγοντας από το αρχείο την παράσταση, και είπαμε να τα σώσουμε, να τα δημοσιεύσουμε, να περάσουν στο αρχείο του Τέχνης και να μην τα σκεπάσει η σκόνη του χρόνου. Η αλήθεια είναι πως όταν βρήκαμε τα στιχάκια αρχίσαμε να τα τραγουδάμε. Τίποτα δεν έχουμε ξεχάσει, και με αυτά, Μαριανίνα, σε αποχαιρετούμε με αγάπη, πολλά γέλια και μεγάλη συγκίνηση.
1.
Ποιο έργο να διαλέξουμε απόψε να σας παίξουμε
Να παίξουμε τη Μήδεια δεν έχουμε Τροφό
την τσίμπισε μια σφήκα μια σφήκα στον γοφό
Να παίξουμε Αντιγόνη δεν έχουμε Ισμήνη
της έσπασε η ζώνη μέσα στο καμαρίνι
Ωιμένα!
Να παίξουμε Τρωάδες είναι περιοδεία
μας λείπει και απ' τις Βάκχες ακόμα άλλη μία
και μία Χοηφόρος και δύο Ευμενίδες
κι ο αγγελιοφόρος και όλοι οι Ατρείδες
Ωιμένα!
Βαριά τα στέμματά τους κι οι ρόλοι τους βουνό
στα παλάτια τους τα κρύα δεν περνάς κυρά Μαρία, δεν περνάς, περνάς
δεν περνώ, περνώ, περνώ, περνάς
και βγαίνουμε χοροπηδολογώντας
σε παραμύθι μπαίνουμε ονειροπερπατώντας
καραγκιοζάκια χύμα στα χέρια ενός τρελού
που μας κρατάει το νήμα και παίζουμε τον πλου, πλου.. πλου.....πλου....πλου...πλου....πλου.......
2.
Είδα στον ύπνο μου σκατά, Ολύμπιέ μου Δία
και τα σκατά είναι λεφτά, μου το 'πε κι η Πυθία.
3.
Ο βοσκός είχε μια γίδα
και μια μέρα η Λαΐδα
πήγε για να πάρει γάλα
και κατάπιε την κουτάλα.
Ντρίγκι, ντρίγκι, ντρίγκι, ντρι,
ήρθαν έντεκα γιατροί
και αντί για τη Λαΐδα εξετάσανε τη γίδα,
και τη βρήκανε θρεμμένη,
τρυφερή και ψωμωμένη,
και την κάνανε γιουβέτσι
και τους πέτυχε έτσι έτσι.
Ήμουνα εγώ εκεί
και μου δώσανε ρακή,
ντρίγκι, ντρίγκι, ντρίγκι, ντρίγκι
κι ένα κόκκαλο με ξίγκι.
4.
Δήμητρά μου γρηγορούσα
και παρθένα μου Αθηνά,
αχ! και τι δεν λαχταρούσα
μες της φτώχειας τα δεινά.
Έρχομαι απ’ την αγορά,
έρχομαι απ’ το παζάρι,
πήρα σανδάλια πορφυρά
με το μαργαριτάρι.
Πήρα αρώματα και λούσα
και μετάξια και λινά,
Δήμητρά μου γρηγορούσα
και παρθένα μου Αθηνά.
5.
Κι εγώ ήμουν απένταρος
και συ παιδί φτωχό,
μα κλώτσησε ένας Κένταυρος
της τύχης τον τροχό.
Και τα γρανάζια γύρισαν,
πλουτίσαμε κι εμείς,
πολλοί τον πλούτο μίσησαν,
τον έρωτα κανείς.
Φεγγαράκι μου θλιμμένο,
από έρωτα πεθαίνω.
6.
Ποιος να 'παιζε τον ρόλο μου
πριν δυο χιλιάδες χρόνια
σε τούτο εδώ το θέατρο
σε τούτη τη ζωή.
Εκείνοι που πιστέψανε
σε μια Ελλάδα αιώνια
σπασμένα είναι αγάλματα
κι εγώ τυφλό πουλί.
Και χρόνια και γενιές χωρίς ανάσταση,
δεν είναι παρά μόνο μια παράσταση.
Οι ρόλοι μας θα παίζονται σε δυο χιλιάδες χρόνια
σε τούτο εδώ το θέατρο
στου κόσμου τη σκηνή.
Θαρθούνε στην πατρίδα μας
ξανά τα χελιδόνια
κι η άνοιξη στο ορκίζομαι
θα είναι αληθινή.
Χάι Χάι, ο ύμνος στους θεούς ας πάει,
Χάι Χάι, και με σουράβλι ο Μάνος ας βοηθάει.
Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 13 Αυγούστου 1994 στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Μάνου Χατζιδάκι που είχε πεθάνει δυο μήνες νωρίτερα.
Την ώρα που έγραφα το σημείωμα, μου τηλεφώνησε η Ελένη Δήμου και με παρακάλεσε να δημοσιοποιήσουμε, ότι όποιος επιθυμεί, αντί στεφάνων, μπορεί να καταθέσει τα χρήματα στην Κιβωτό του Κόσμου. Η εξόδιος ακολουθία θα γίνει στην Ερέτρια την Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου.