ΤI HΡΘΕ ΠΡΩΤΟ; Το μωρό ή η μουσική; Μερικές εβδομάδες αφότου γέννησα, συνειδητοποίησα ότι ο γιος μου ηρεμούσε μόνο όταν του τραγουδούσα και τον κουνούσα ρυθμικά κάτω από τον απορροφητήρα. Το πρόβλημα ήταν πως το μυαλό μου θύμιζε νάιλον με φούσκες, από αυτό που τυλίγουν τα εύθραυστα αντικείμενα, και το μόνο που θυμόμουν ήταν παλιά διαφημιστικά τζινγκλάκια.
Όταν έψαχνα στο ΥouΤube, μου έβγαιναν τραγούδια που έμοιαζαν ενορχηστρωμένα από έναν μόνο άνθρωπο, με ένα κουταλάκι, δύο πιρούνια, μουσικό θέμα από παιδικό συνθεσάιζερ και στίχους από αλγοριθμικό εφιάλτη.
Όσο πιο πολύ ακούω τη «Λιλιπουπόλη» ως ενήλικη, τόσο πιο πολύ καταλήγω πως δεν είναι «για παιδιά» – έτσι όπως έχουμε συνηθίσει τουλάχιστον να απευθυνόμαστε στα παιδιά σήμερα, περίπου σαν να είναι λοβοτομημένα. Παραείναι οξυδερκής, περίπλοκη, φανταχτερή και αστεία, με τον ίδιο τρόπο που καμιά φορά τα καλύτερα δράματα είναι και αυτά που σε κάνουν να γελάς πικρά.
Έβαλα και ξανάκουσα όλα τα τραγούδια της «Λιλιπούπολης». Αποφάσισα πολύ γρήγορα πως αυτά δεν είναι τραγούδια για παιδιά – κάποια ήταν μια βουτιά στη μελαγχολία.
Το «Χρυσαλιφούρφουρο» μου θύμισε το «Κοπερτί» της Λένας Πλάτωνος, ένα πολύ σκληρό τραγούδι που μιλά για τη μοναξιά, αλλά σε παιδική έκδοση («Στα λαγκάδια της Λιλιπούπολης / βγαίνει ένα λουλουδάκι / που το λεν Χρυσαλιφούρφουρο / και μοιάζει με χρυσό τριανταφυλλάκι./ Φύσα, φύσα το Χρυσαλιφούρφουρο / φύσα το την άνοιξη να φέρεις / Κι αν πετάξει σαν φτερό και πούπουλο / κάποιος σ’ αγαπάει και δεν το ξέρεις»). Προφανώς, η ομοιότητα δεν είναι τυχαία, γράφτηκαν περίπου την ίδια εποχή από την ίδια στιχουργό, την υπέροχη Μαριανίνα Κριεζή.
Εξάλλου, η δημιουργικότητα, η τρέλα αλλά και οι ενορχηστρώσεις πολλών τραγουδιών της «Λιλιπούπολης» θυμίζουν το «Σαμποτάζ» της Λένας Πλάτωνος που κυκλοφόρησε το 1981, γεγονός καθόλου παράλογο αν σκεφτεί κανείς ότι πολλοί από τους δημιουργούς ήταν οι ίδιοι και στα δύο εγχειρήματα (Λένα Πλάτωνος, Μαριανίνα Κριεζή και η Σαβίνα Γιαννάτου στα φωνητικά).
Έψαξα πολύ να βρω πότε ακριβώς ξεκίνησε η «Λιλιπούπολη». Κανείς δεν ξέρει αν κλείνει τα 44 ή τα 45 χρόνια. Οι συντελεστές αναφέρουν πως ξεκίνησαν να δουλεύουν τον Δεκέμβρη του ’76, αλλά μάλλον η πρώτη εκπομπή βγήκε στον αέρα του Τρίτου Προγράμματος στις 19/12/1977. Η τελευταία μεταδόθηκε στις 22 Μαΐου του 1980, λίγους μήνες πριν γεννηθώ.
Με τον αδελφό μου ακούγαμε τη «Λιλιπούπολη» σε επαναλήψεις ή σε κασέτες. Καθόμασταν στην κουζίνα του πατρικού μας σπιτιού με τα μπεζ πλακάκια, σε δύο σκαμπό, ένα άσπρο κι ένα καφέ. Για κάποιον λόγο θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια το κασετόφωνό μας, ένα ογκώδες τετράγωνο μαύρο και ασημένιο Philips. Το στρογγυλό κουμπί του ραδιοφώνου ήταν επίτηδες τραχύ στο άγγιγμα, για να μη γλιστρά το χέρι όταν άλλαζε συχνότητα.
Τα επεισόδια της «Λιλιπούπολης» ήταν πολύ αστεία, αλλά μάλλον κι αυτά δεν ήταν ακριβώς παιδικά. Το αγαπημένο μου επεισόδιο ήταν αυτό με τον παπαγάλο και την Όφη-Σόφη. Ο παπαγάλος ήθελε να φάει σοκολατάκια και η Όφη-Σόφη δεν τον άφηνε γιατί προσπαθούσε να του μάθει καλούς τρόπους. Ταυτιζόμουν με τον παπαγάλο γιατί ήθελα μονίμως να φάω τα πάντα (50 σοκολατάκια με αμύγδαλο, ζάχαρη σε κύβους, ένα ολόκληρο σπιτάκι από τούρτα γενεθλίων – όλα αυτά είναι πραγματικά παραδείγματα όσων έχω φάει κατά καιρούς) και ποτέ δεν με άφηναν.
Μου άρεσε το τραγούδι με το χοντρό μπιζέλι αλλά και η πρωτο-φεμινίστρια Χιονάτη που παντρευόταν τον πρίγκιπα του παραμυθιού, αλλά αυτός έβγαινε ψευδός, πομπώδης και σεξιστής και της έφερνε για δώρο γενεθλίων «το χγυσό τσεμπέρι, τη χγυσή ξεσκονίστρα και τη χγυσή κατσαρόλα», ενώ εκείνη τον αποκαλούσε «ο κηφήνας που παντρεύτηκα».
Γνώριζα πως η Χιονάτη ήταν η Άννα Παναγιωτοπούλου, αλλά όχι ότι τον πρίγκιπα υποδυόταν ο Λευτέρης Βογιατζής. Δεν ήξερα τις πολιτικές πιέσεις που δεχόταν ο Χατζιδάκις να λογοκρίνει ή να αλλάξει την εκπομπή, αν και, ξανακούγοντας τώρα πια τα επεισόδια, καταλαβαίνω γιατί – πολλές σκηνές αγγίζουν την πολιτική σάτιρα.
Πάνω απ’ όλα αυτά, όμως, ο κόσμος της «Λιλιπούπολης» είναι ένα ολοκληρωμένο τεχνικολόρ αριστούργημα. Ένα καράβι με χρυσά κουπιά που λέγεται «φίστικος» μοιράζει θαλασσινά φιστίκια και μια καφέ αρκούδα τρέχει φορτωμένη με έναν ξύλινο μπουφέ.
Υπάρχουν πέντε τραγούδια που κινούνται αποκλειστικά γύρω από ένα και μοναδικό χρώμα, το άσπρο, το κίτρινο, το καφέ, το ροζ και το πράσινο. Όλα τα μουσικά είδη συνυπάρχουν, από την μπόσα νόβα (που συνοδεύει ένα ζευγάρι που οργιάζει, πασαλείβοντας ο ένας τον άλλον με μαρμελάδες και λουκούμια σε ένα ζαχαροπλαστείο) μέχρι το τσιφτετέλι που χορεύει «η ασιατική γρίπη που έρχεται από την Ανατολή».
Όσο πιο πολύ ακούω τη «Λιλιπουπόλη» ως ενήλικη, τόσο πιο πολύ καταλήγω πως δεν είναι «για παιδιά» – έτσι όπως έχουμε συνηθίσει τουλάχιστον να απευθυνόμαστε στα παιδιά σήμερα, περίπου σαν να είναι λοβοτομημένα. Παραείναι οξυδερκής, περίπλοκη, φανταχτερή και αστεία, με τον ίδιο τρόπο που καμιά φορά τα καλύτερα δράματα είναι και αυτά που σε κάνουν να γελάς πικρά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.