Σε περιόδους κοινωνικών αποδιαρθρώσεων και κρίσεων το ζήτημα «ναρκωτικά» μπαίνει πάντα σε νέες βάσεις, αποκτώντας επιπρόσθετη αρνητική αίγλη, οδηγώντας ένα ακόμη μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές.
Προσφάτως διαβάσαμε στα μίντια πως στις ΗΠΑ, μέσα σ’ ένα χρόνο, καταγράφηκαν πάνω από 100.000 νεκροί, από υπερβολική δόση ναρκωτικών, κάτι που συνδέεται οπωσδήποτε (και) με τον κοινωνικό αποκλεισμό λόγω Covid-19.
«Οι θάνατοι από υπερβολική δόση αυξάνονται εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες, επιταχύνθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια και, σύμφωνα με νέα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν σήμερα αυξήθηκαν σχεδόν κατά 30% τον τελευταίο χρόνο. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι οι βασικοί παράγοντες είναι η αυξανόμενη επικράτηση της θανατηφόρας φαιντανύλης στο παράνομο εμπόριο ναρκωτικών και η πανδημία Covid-19, η οποία άφησε πολλούς χρήστες ναρκωτικών κοινωνικά απομονωμένους και ανίκανους να λάβουν θεραπεία ή άλλη υποστήριξη». (efsyn.gr, 17 Nοε. 2021)
Η Τέχνη και βεβαίως το τραγούδι έχει ασχοληθεί από παλαιά με το θέμα, επιδιώκοντας την απομυθοποίησή του, προβάλλοντάς το στις ρεαλιστικές διαστάσεις του.
Μπορεί όλοι να γνωρίζουμε κάποια πράγματα, για τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκαν τα ναρκωτικά μέσα από τα «χασικλίδικα» ρεμπέτικα, για παράδειγμα, αλλά πριν απ’ αυτά υπήρξαν τα αμερικάνικα blues εκείνα που επιχείρησαν να περιγράψουν τις ποικίλες διαστάσεις του ζητήματος.
Κατ’ επέκταση οφείλουμε να πούμε πως η θεματολογία, που περιστρέφεται γύρω από τα ναρκωτικά, δεν είναι «προνομιακός» χώρος μόνο για το rock ή το hip hop, καθώς ήταν το blues και η jazz εκείνα, που ασχολήθηκαν πρώτα με το ζήτημα, σε επίπεδο ηχογραφήσεων.
Έτσι λοιπόν από την εποχή των «κλασικών blues», στη δεκαετία του 1920, εκατό χρόνια πριν, τα ναρκωτικά υπήρξαν «θέμα» για τη λαϊκή τραγουδοποιία, η οποία, σε πάμπολλες περιπτώσεις, κατόρθωσε να αποδώσει με θάρρος και τόλμη όλες τις διαστάσεις του, απαλείφοντας τις ψευτορομαντικές πλευρές, και περιγράφοντας με λιτή και αποδραματοποιημένη γλώσσα την «τρέλα», το παραλήρημα, την τεταμένη κατάσταση του ατόμου.
Εξάλλου το blues είναι βάση σχεδόν για κάθε «έντεχνη» λαϊκή μουσική στον δυτικό κόσμο. Από την jazz και το rock, μέχρι την soul, το funk και το hip hop. Χωρίς την επίδραση του blues, και τις μετατροπίες που απέκτησε αυτό μέσα στα χρόνια, για ποικίλους λόγους και αιτίες, κανένα από τα προαναφερόμενα είδη δεν θα υπήρχε – ή, τέλος πάντων, κανένα δεν θα είχε την μορφή, με την οποία το αναγνωρίζουμε σήμερα. Θα ήταν κάπως αλλιώς ή κάτι άλλο.
Έτσι λοιπόν από την εποχή των «κλασικών blues», στη δεκαετία του 1920, εκατό χρόνια πριν, τα ναρκωτικά υπήρξαν «θέμα» για τη λαϊκή τραγουδοποιία, η οποία, σε πάμπολλες περιπτώσεις, κατόρθωσε να αποδώσει με θάρρος και τόλμη όλες τις διαστάσεις του, απαλείφοντας τις ψευτορομαντικές πλευρές, και περιγράφοντας με λιτή και αποδραματοποιημένη γλώσσα την «τρέλα», το παραλήρημα, την τεταμένη κατάσταση του ατόμου.
Επιπλέον τα τραγούδια, και κυρίως οι καταστάσεις που αυτά περιγράφουν, δεν μπορεί παρά να ήταν απότοκο και των κατασταλτικών νομοθεσιών της εποχής, σε σχέση με τις ουσίες – μη εξαιρούμενου και του αλκοόλ, καθώς από το 1920 έως το 1933 η Αμερική ήταν επισήμως «στεγνή», με ελάχιστο νόμιμο αλκοόλ να είναι διαθέσιμο.
Φυσικά κυκλοφορούσε πολύ παράνομο αλκοόλ (bathtub gin, moonshine κ.λπ.), που ήταν ακριβό και στο οποίο δεν είχαν όλοι πρόσβαση, ενώ την ίδια ώρα ήταν «ελεύθερα» ποικίλα drugs, στα οποία κατέφευγαν, κάπως αναγκαστικώς, οι εξαρτημένοι.
Μετά το 1937, όμως, όταν στην πράξη απαγορεύεται και η κάνναβη, μέσω του Marihuana Tax Act, η τραγουδοποιία θα προσαρμοστεί, και αυτή, σταδιακά, στα νέα δεδομένα.
“Cocaine blues”
Το πιο διάσημο blues που αναφέρεται στα ναρκωτικά είναι φυσικά το “Cocaine blues”. Το τραγούδι έγινε ευρέως γνωστό στη δεκαετία του ’60 κυρίως από τα live του σημαίνοντος Reverend Blind Gary Davis (1896-1972) και μπορεί κανείς να το ακούσει, ως “Coco blues”, κατ’ αρχάς χωρίς λόγια, στο LP της βρετανικής 77 Records “Pure Religion and Bad Company”, που κυκλοφόρησε το 1962 (ηχογράφηση από τον Ιούνιο του 1957, στην Νέα Υόρκη), αλλά και ως “Cocaine blues” (με λόγια αυτή τη φορά) στο LP τής Kicking Mule “Let Us Get Together” (1974), από ηχογράφηση στην Νέα Υόρκη στα mid-60s και ξανά ως “Cocaine blues” στο LP τής Biograph “Blues and Gospel Volume 2 / Lord I Wish I Could See” (1971), από ηχογράφηση στην Νέα Υόρκη, τον Μάρτιο του ’71. O Reverend Blind Gary Davis τραγουδούσε / σπηκάριζε στίχους σαν κι αυτούς:
«Πήγαινε στο γιατρό και πες του να ’ρθει γρήγορα
η κοκαΐνη μ’ έχει αρρωστήσει
μου ’χει κάνει άνω-κάτω το μυαλό(...)
Εσύ όμως να μην έρθεις γρήγορα
αυτή η κοκαΐνη μ’ έχει “ανάψει”
μου ’χει κάνει άνω-κάτω το μυαλό».
Οι εκδοχές του Davis (μιας και το τραγούδι αναφέρεται ως traditional) υπήρξαν διάσημες πολύ πριν ο ίδιος το ηχογραφήσει. Είναι πολύ πιθανόν, μάλιστα, απ’ αυτόν να το άκουσε ο Bob Dylan, συμπεριλαμβάνοντάς το στις παραστάσεις του ήδη από το 1961 (μια τέτοια εκτέλεση, από τον Δεκέμβριο του ’61, ακούγεται στο ανεπίσημο “The Minnesota Tapes”).
Το “Cocaine blues” θ’ αποτελέσει folk-blues στάνταρντ καθ’ όλη τη διάρκεια των σίξτις και θα αποδοθεί από τα πιο διάσημα ονόματα της εποχής.
Ο σπουδαίος Dave Van Ronk (1936-2002) θα τραγουδήσει το “Cocaine blues” στο LP του “Folksinger” [Prestige International, 1962] και την ίδια σχεδόν διασκευή (με τα λόγια πάντα του Blind Gary Davis) θα ξαναθυμηθεί ο Bob Dylan το 1997 στο “Love Sick” double-EP. Bob Dylan και Dave Van Ronk ήταν βεβαίως φίλοι εκείνα τα χρόνια (στις αρχές του ’60).
Ο δε Van Ronk θα πει το “Cocaine blues” τρεις-τέσσερις φορές ακόμη, με πιο σημαντική αυτήν από το ψυχεδελικό του άλμπουμ “Dave Van Ronk and The Hudson Dusters” [Verve Forecast, 1968]. Ως συνθέτη, ο νεοϋορκέζος τροβαδούρος αναφέρει στην αρχή κάποιον “Jordan” (αργότερα στα credits έγραφε “Davis”), αλλά για το ποιος ήταν αυτός ο Jordan θα τα πούμε στη συνέχεια.
Το “Cocaine blues” θα αποδώσουν φυσικά, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, μερικοί από τους σημαντικότερους folkists και singer-songwriters της περιόδου, επηρεάζοντας και αυτοί από την μεριά τους δεκάδες κατοπινούς συναδέλφους τους. Να μερικά ονόματα:
Το τραγούδι αποδίδει ο Tom Rush στον δίσκο του “Blues, Songs, Ballads” [Prestige, 1965], μαθαίνοντάς το από κάποιον Bob Jones, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο.
Ο μοναδικός Dick Fariña, μαζί με τον Eric Von Schmidt και τον Blind Boy Grunt (που δεν ήταν άλλος από τον Bob Dylan) λένε το τραγούδι στο LP “Dick Fariña & Eric Von Schmidt” [Folklore, 1963].
O αξεπέραστος βρετανός ακουστικός κιθαρίστας Davy Graham το συμπεριλαμβάνει στο “Folk Blues & Beyond” [Decca, 1965], αποδίδοντας την κλασική εκδοχή τού Blind Gary Davis, την οποίαν όμως είχε μάθει από τον Ramblin’ Jack Elliott.
Ο Ramblin’ Jack Elliott δισκογραφεί το “Cocaine” αρκετές φορές, με πρώτη αυτήν από το 1958, στο 10ιντσο της Topic “Jack Takes the Floor”.
Ο Αυστραλός Trevor Lucas (αργότερα στους ηγήτορες του folk-rock Fairport Convention) ερμηνεύει το “Cocaine blues” στο άλμπουμ του “See That my Grave Is Kept Clean” [East, 1964].
Ο γνωστός τοις πάσι πλέον Nick Drake τραγουδάει κι αυτός το “Cocaine blues” σε κάποιο bootleg του (“Tanworth- in-Arden”) από το 1967-68 – κάτι που συνέβη, σε κάθε περίπτωση, με δεκάδες ακόμη μουσικούς από τα sixties έως σήμερα, ανάμεσά τους, δε, και την Μαριάννα Τόλη (1952-2018)!
Περί το 1967 η εξαιρετική τραγουδίστρια με τη γνωστή μουσικο-θεατρική καριέρα, ως απλώς Marianna, παρουσιάζει ένα 4-tracks EP στην Zodiac του Αλέξανδρου Πατσιφά (ο οποίος την πίστευε πολύ), που περιείχε τα τραγούδια “He was a friend of mine” (στην διασκευή του Bob Dylan), “Four strong winds” (του Ian Tyson), “Cocaine blues” (στην διασκευή του Dave Van Ronk) και “You were on my mind” (της Sylvia Tyson).
Πώς έφθασε στ’ αυτιά της Μαριάννας Τόλη η διασκευή του Dave Van Ronk στο “Cocaine blues” δεν ξέρουμε. Το πιο πιθανόν είναι να είχε πέσει στα χέρια της το LP “Folksinger” του Van Ronk, που είχε κυκλοφορήσει το 1962-63, όταν εκείνη είχε βρεθεί για σπουδές στην Αμερική. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, έχουμε να κάνουμε με μιαν απροσδόκητη (για τα ελληνικά δεδομένα) επιλογή, που μας ευθυγράμμιζε, τότε, με το αμερικανικό folk δεδομένο. Ας μείνουμε σ’ αυτό δηλαδή, που είναι άκρως εντυπωσιακό!
Αρκετές από τις εκτελέσεις / διασκευές του “Cocaine blues” καταγράφονται ως traditional, άλλες εμφανίζουν το όνομα του Rev. Gary Davis στα credits και άλλες το επώνυμο Jordan.
Ο Luke Jordan (1892-1952) λοιπόν ήταν ο πρώτος που ηχογράφησε τραγούδι με τίτλο “Cocaine blues”, στην Charlotte της North Carolina, την 16η Αυγούστου 1927. Το δικό του “Cocaine blues”, που είναι εντελώς διαφορετικό στην στιχοπλοκή και την μουσική από τις εκδοχές του Rev. Blind Gary Davis, μπορεί κανείς να το ακούσει στο CD της Indigo “East Coast Blues” (1996) και ακόμη στο CD της Document “The Songster Tradition”, στο οποίο περιλαμβάνονται όλες οι ηχογραφήσεις του αγνώστου αυτού μουσικού, που καταγόταν από το Lynchburg της Virginia. Στο βιβλίο τού Tony Russell “Blacks Whites and Blues” [Studio Vista, London 1970] διαβάζουμε:
«Στον βορρά, στην Βιρτζίνια, ο William Moore από την Rappahannock έπαιζε rags, ενώ ο Luke Jordan, ο οποίος δούλευε γύρω από την Lynchburg, τραγουδούσε το “Traveling coon” και το “Look up, look down”. Το δικό του “Cocaine blues”, με το ευχερές κιθαριστικό μέρος, συσσωμάτωνε στοιχεία από ένα παλαιότερο τραγούδι, το “Furniture man”. Τον Jordan, τον θυμόντουσαν διάφοροι να παίζει, εκείνη την εποχή, σε μαύρα και λευκά ακροατήρια».
Φαίνεται δε πως ήταν τόσο δημοφιλής ο Luke Jordan, ώστε ένας λευκός κιθαρίστας, ο Dick Justice (1903-1962), ηχογράφησε το “Cocaine blues” (του Jordan) μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1929, κάνοντάς το κι αυτός επιτυχία.
Ας σημειώσουμε, ακόμη, πως αυτό το κλασικό τραγούδι, το “Cocaine blues”, που έκανε γνωστό ο Blind Gary Davis, δεν έχει καμία σχέση με το πιο γνωστό “Cocaine” του rock, που δεν είναι άλλο από εκείνο του J.J. Cale, ούτε βεβαίως με το “Cocaine blues” της country, που τραγούδησε και ο Johnny Cash.
“Dope head blues”
Περίπου την ίδια εποχή που ηχογράφησε ο Luke Jordan το “Cocaine blues”, για την ακρίβεια την 28η Οκτωβρίου 1927 η Victoria Spivey (1906-1976), με την συνοδεία του Lonnie Johnson στην κιθάρα, ερμήνευε το “Dope head blues”. Οι στίχοι είχαν ως εξής:
«Δωσ’ μου μια μυτιά απ’ αυτή την πρέζα
θα πιάσω την αγελάδα όπως ο καουμπόι, και θα ρίξω τον ταύρο χωρίς το λάσο.
Έχω περισσότερα λεφτά απ’ όσα ο Henry Ford και ο John D. (σ.σ. Rockefeller). Δάμασα ένα σκύλο την προηγούμενη Δευτέρα, σαράντα άλλοι τρελαθήκανε. (…)
Άρπαξα βαριά πνευμονία, κι ακόμη νομίζω πως έχω την καλύτερη υγεία. (…)
Ο Πρόεδρος έστειλε να με καλέσουν, ο Πρίγκιπας της Ουαλίας με ακολουθεί.
Με στενοχώρησαν τόσο πολύ
Θα πάρω άλλη μια μυτιά και θα τους χώσω και τους δυο στη φυλακή».
Το τραγούδι που είναι πράγματι μοναδικό είναι, ίσως, το πρώτο επώνυμο κομμάτι που γράφτηκε ποτέ με θέμα τα ναρκωτικά στην Αμερική και περιέχεται σε διάφορες συλλογές με παλαιό υλικό της μεγάλης αυτής blueswoman (άκου π.χ. το “Complete Recorded Works Vol.1 1926-1927”, στην Document).
Επειδή σκοπός του κειμένου είναι, απλώς, να καταδειχθούν κάποιες «κρυφές» στιγμές του blues ρεπερτορίου και όχι οι φιλολογικές αναλύσεις –εξάλλου οι με έντονο τρόπο παραληρηματικοί στίχοι δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες– ας προσθέσουμε πως το “Dope head blues” μάλλον αγνοήθηκε από την μεταγενέστερη δισκογραφία, αφού στην εποχή τού blues revival στα χρόνια του ’60, φαίνεται πως το είπαν μόνον κάποιοι άγνωστοι Ολλανδοί, οι ’Papa’ Gay Pohl’s Low Down Blues Group ’65, το 1965.
Το “Dope head blues” το αποδίδουν πάντως οι Έλληνες This Is Nowhere, το 2014 και αυτό τους τιμά ιδιαιτέρως!
“Take a whiff on me”
Ένα άλλο κλασικό τραγούδι, που αναφέρεται ως τραγέλαφος στο πρόβλημα της κοκαΐνης είναι και το “Take a whiff on me” του Lead Belly (1888-1949), το οποίο πρωτοηχογράφησε ο άρχων αυτός του αμερικανικού λαϊκού τραγουδιού μέσα στο σωφρονιστήριο της Louisiana, την Angola, τον Ιούλιο του 1933, με την βοήθεια των θρυλικών ερευνητών, μουσικολόγων, folklorists κ.λπ. John και Alan Lomax (πατέρας και γιος). Οι στίχοι έλεγαν:
«Κερνάω μια μυτιά
Καθέναν από ’σας τον κερνάω μια μυτιά. (…)
Περπάτησα πάνω από το Ellum (σ.σ. γειτονιά του Dallas), μέχρι κάτω τον Main (σ.σ. κεντρικός δρόμος του Dallas)
προσπαθώντας να κάνω τράκα κανα κέρμα, για ν’ αγοράσω κοκαΐνη (…)
Η κοκαΐνη είναι για τ’ άλογα, μου είπε ο γιατρός, δεν είναι για τους ανθρώπους
“Θα σε σκοτώσει” μου ’πε, αλλά δεν μου ’πε πότε».
Το “Take a whiff on me” απoτέλεσε ένα διαρκές στάνταρντ του Lead Belly (από το 1933 έως το 1942 θα το ηχογραφήσει πέντε τουλάχιστον φορές, μόνον για τους Lomaxes), ενώ την ίδιαν εποχή θα το ερμηνεύσουν ακόμη ο Blind Jesse Harris (1937) και ο Will Starks (1942). Στο βιβλίο τού Alan Lomax “The Land Where the Blues Began” [Minerva, London 1994] ο Starks αφηγείται σε σχέση με το θέμα:
«Το επόμενο που μας απασχολεί είναι τι τραγούδια έλεγαν οι κοκαϊνοπότες. Δες, συνήθως έμπαιναν στο λούκι, παρασυρμένοι από την ιδέα πως θα μπορούσε έτσι να γίνουν ένα είδος αγροτικού ήρωα. Όταν είχαν τα σαλούν στην Λάμπερτ κι εκείνες τις μικρές αγροικίες, πουλούσαν κοκαΐνη και ό,τι άλλο εσύ έψαχνες να βρεις. Ρώτησα κάποτε έναν συνάδελφο:
“Eph, ποιος χρησιμοποιεί την κόκα σ’ αυτή τη δουλειά;”.
Μου είπε: “Όλοι οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτή την αυλή, και σε δικαιολογούν που απορείς – όλοι όσοι θα έρθουν εδώ αργότερα”.
Είπα: “Πώς επιδρά αυτό το πράγμα; Σαν το ουίσκι ας πούμε;”.
“Φίλε μου σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα. Άμα μπορείς να μεθύσεις μ’ αυτό, το ουίσκι δεν θα σου κάνει ούτε για να το μυρίσεις”.
Μάλιστα κύριε. Εύρισκες παντού κάποτε σ’ αυτό το μέρος. Άκουσα δε πως πολλοί το μάθαιναν από τους αλογατάρηδες. Συνήθιζαν αυτοί να δίνουν κόκα στα άλογα, στη συνέχεια δοκίμαζαν και οι ίδιοι, ενώ μετά έδιναν ακόμη και στις γυναίκες. Πήγαινε, έτσι, σχοινί-λουρί. Οι ίδιοι έλεγαν πως άμα αρχίσεις δεν κόβεται με τίποτα. Τρελαινόσουν, άμα δεν μπορούσες να βρεις. Πολλοί εξάλλου κατέληξαν στο τρελάδικο στην Τζάκσον. Άλλοι αυτοκτόνησαν. Άλλοι έπεφταν στους δρόμους. Αυτό το πράμα σου έτρωγε το μυαλό ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων».
Το “Take a whiff on me” τραγουδήθηκε ακόμη από τους Byrds (υπάρχει στο 2LP “Untitled” του 1970), τους Greenbriar Boys (υπάρχει στο “Ragged but Right” της Vanguard από το 1964), τους White Stripes το 2003-04 και από διαφόρους άλλους μέσα στα χρόνια.
“Knockin’ myself out”
Το “Knockin’ myself out” της Lil Green (1919-1954) είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό χασικλίδικο blues, που ηχογραφήθηκε ποτέ. Αυτό συνέβη την 21η Ιανουαρίου 1941 στο Σικάγο, σ’ ένα session στο οποίο συμμετείχαν ακόμη οι Simeon Henry πιάνο, Big Bill Broonzy κιθάρα κ.ά. Οι στίχοι του τραγουδιού πήγαιναν κάπως έτσι:
«Ακούστε κορίτσια κι αγόρια
πήρα ένα τσιγαριλίκι, δώστε μου φωτιά
κι αφήστε με να τραβήξω γρήγορα μια ρουφηξιά
θα γίνω τύφλα στη μαστούρα σιγά-σιγά.(…)
Δεν συνήθιζα να καπνίζω, ούτε να πίνω τίποτα απ’ αυτά
αλλά με άφησε ο άνθρωπός μου
κι αυτό έχει αλλάξει τελείως το μυαλό μου».
Η Lil Green υπήρξε μία σημαίνουσα μορφή των blues στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Παρότι πέθανε πολύ νέα (μόλις στα 35 της) πρόλαβε να κάνει αξιόλογη καριέρα ηχογραφώντας για την Bluebird, την RCA, την Aladdin και προς το τέλος της καριέρας της για την Atlantic. Προστατευόμενη, κατά μίαν έννοια, του Big Bill Broonzy σκοράρισε με το “Why don’t you do right?”, ένα τραγούδι που έκανε επίσης επιτυχία, χρόνια αργότερα, η Peggy Lee. Όπως θυμάται στην αυτοβιογραφία του ο Big Bill Broonzy [Cassell, London 1955]:
«Η Green ήταν μια βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα, η οποία δεν είχε ποτέ καπνίσει, ούτε πιεί. Ήταν μια αληθινή φίλη, με πολύ ζεστή καρδιά».
Το ότι η Lil Green τραγούδησε ένα κλασικό χασικλίδικο blues δεν σημαίνει πως και η ίδια κάπνιζε. Το ίδιο εξάλλου συνέβαινε και με κάποια «χασικλίδικα» ρεμπέτικα. Γράφονταν δηλαδή από συνθέτες, που δεν ήταν κατ’ ανάγκην χρήστες.
Όπως αποτυπώνουν τα λόγια του Κώστα Ρούκουνα οι Τάσος Σχορέλης και Μίμης Οικονομίδης στο βιβλίο τους «Ένας Ρεμπέτης / Κώστας Ρούκουνας / “σαμιωτάκι”» [Ρεμπέτικο Αρχείο, Μάρτιος 1974]:
«Για το χασίσι έχουνε πη πολλά. Τα πιότερα είναι ψέματα. Για τούτο φταίνε και κάτι παλιοί δικοί μας.(...) Τώρα βέβαια γράψαμε κι εμείς για χασίσια και τέτοια αλλά ας πούμε πως ήντουσαν και δέκα ντερβισόπαιδα πελάτες, που το κάνανε κέφι και τους αρέσανε τα τέτοια τραγουδάκια. Τ' ακούγανε μερακ(λ)ονόντουσαν και μας αφήνανε τα λεφτά τους. Το οποίον, γιατί να τους χαλάσουμε το κέφι; Αλλά άλλο να τα γράφης και άλλο να το τραβάς».
Το “Knockin’ myself out” (το αποδώσαμε ήδη, κάπως ελεύθερα, ως «γίνομαι τύφλα στη μαστούρα»), τραγουδήθηκε φυσικά και τα επόμενα χρόνια από λευκούς δημιουργούς. Ανθρώπους, που τους οφείλουμε αν μη τι άλλο τη διάσωση αυτών των τραγουδιών και την επανατοποθέτησή τους στις πιο σύγχρονες εκφραστικές ανάγκες.
Το εν λόγω κομμάτι απέδωσε ο σπουδαίος κιθαρίστας του blues-rock Michael Bloomfield (1943-1981) το 1963-64, ζωντανά, στο Big John’s στο Σικάγο και μπορεί κάποιος να το ακούσει σε διάφορα άλμπουμ του, όπως στο “Michael Bloomfield” [Takoma, 1978] ή στο “American Hero” [Thunderbolt, 1984]. Επιπλέον το ερμήνευσε και, η συμπατριώτισσά του Bonnie Koloc, στο LP της “Close-Up” [Epic, 1976].
Επίσης, μία ωραία ακουστική διασκευή παρουσίασε στη Βρετανία ο κιθαρίστας-αρμονικίστας Dave Peabody στο άλμπουμ “Payday” [Waterfront, 1979]. Σ’ αυτό το track ειδικά τον συνόδευε στην κιθάρα ο Steve Philips.
“Cocaine habit blues”
Διάσημο τραγούδι στην εποχή του υπήρξε και το “Cocaine habit blues” της Hattie Hart και των Memphis Jug Band (είναι ίδιο από μουσικής πλευράς με το “Cocaine blues”, αλλά έχει άλλους στίχους). Να σημειώσουμε πως γύρω στο 1930 η Hart ήταν μέλος των Memphis Jug Band (είχε αντικαταστήσει κατά μίαν έννοια την θρυλική Memphis Minnie) και πως το συγκεκριμένο κομμάτι ηχογραφήθηκε την 17η Μαΐου 1930. Στίχοι σκληροί, που δεν μασάνε:
«Η εξάρτηση που έχω από την κόκα είναι μία πολύ άσχημη κατάσταση
Είναι η χειρότερη συνήθεια απ’ όσες είχα ποτέ
Έι γλύκα σε κερνάω μια μυτιά.
Πήγα στου Mr.Beaman
είδα ένα σημάδι στο παράθυρο που έγραφε ‘όχι άλλη πρέζα’ (…)
Μ’ αρέσει το ουίσκι, γουστάρω το τζιν
αλλά ο τρόπος που αγαπάω την κοκαΐνη είναι πληγή».
Το τραγούδι ανακαλύφθηκε φυσικά στη δεκαετία του ’60 και γνώρισε και αυτό κάποιες άξιες «δεύτερες» εκτελέσεις. Η καλύτερη απ’ όσες έχουμε ακούσει είναι εκείνη των Βρετανών Panama Limited Jug Band, από τον πρώτο φερώνυμο δίσκο τους [Harvest, 1969].
Αλλά και στην Αμερική το “Cocaine habit blues” θα εκτιμηθεί δεόντως, και μάλιστα από μία τρανή περίπτωση του ακουστικού blues από τα σέβεντις και πέρα, τον Νεοϋορκέζο Roy Book Binder.
Ο Roy Book Binder, σε μια περιοδεία του, είχε επισκεφθεί και την Ελλάδα το 1992, δίνοντας δυναμικές συναυλίες σε Αθήνα και επαρχία. Ο άνθρωπος αυτός ζούσε, τότε, και για καιρό, σ’ ένα τροχόσπιτο, χωρίς μόνιμη βάση, παίζοντας όπου βρισκόταν και συνήθως για τα προς το ζην, απαιτώντας από το κοινό του μοναχά την προσήλωση και την ησυχία.
Όπως μας είχε διηγηθεί δε, παλαιότερα, ένας φίλος, σε μια παράστασή του στο Βόλο, είχε απαιτήσει να εκδιωχθεί κάποιος πελάτης από το μαγαζί, επειδή έκανε φασαρία, παίρνοντας, φυσικά, πίσω τα λεφτά του. Τέλος πάντων… Ο Roy Book Binder κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό LP του το 1971 (ήταν το “Travelin’ Man” στην Adelphi), ενώ το “Cocaine habit” ακούγεται στον τέταρτο δίσκο του, που έχει τίτλο “Goin’ Back to Tampa” και ο οποίος είχε τυπωθεί, το 1979, από την εταιρεία Flying Fish.
“Junker’s blues”
Κλασικό blues, με πολλές και ιδιαίτερες νύξεις στα ναρκωτικά είναι και το “Junker’s blues” του θρύλου πιανίστα από την Νέα Ορλεάνη Champion Jack Dupree (1909-1992). Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στο Σικάγο, στις 13 Ιουνίου 1940 και στην αρχή ο Jack Dupree δείχνει να αναφέρεται σε κάποιο αληθινό περιστατικό της εποχής, όπου κάποια παιδιά πιάστηκαν με ναρκωτικά και φυλακίστηκαν από 9 έως 99 χρόνια! Ακολουθούν στίχοι σαν κι αυτούς:
«Ο αδελφός μου, ο αδελφός μου χρησιμοποιεί βελόνα
η αδελφή μου σνιφάρει κοκαΐνη
αλλά εγώ δεν κάνω ηρωίνη
είμαι το πιο ωραίο αγόρι, που έχεις δει ποτέ
Η μάνα μου, η μάνα μου μού το ’πε
κι επίσης ο πατέρας μου
είναι κακή συνήθεια η πρέζα
γιατί δεν την παρατάς κι εσύ;».
Το τραγούδι, που θεωρείται, το ξαναλέμε, κλασικό, το είπε άπειρες φορές στη ζωή του ο Champion Jack Dupree με αλλαγές στα λόγια – και σε δίσκους πολλές φορές, από το ’60 και μετά, όπως για παράδειγμα στο περίφημο άλμπουμ του με τον σαξοφωνίστα King Curtis “Blues At Montreux” [Atlantic, 1972/73]. Από τον Jack Dupree το ξεσήκωσε και ο Michael Bloomfield, για να το πει κι εκείνος στο άλμπουμ του “Cruisin’ for a Bruisin’” [Takoma, 1981], όπως και ο Willy DeVille αργότερα.
“Reefer hound blues”
Στο “Reefer hound blues” (ηχογράφηση: 27 Σεπτεμβρίου 1938), ο πιανίστας Curtis Jones (1906-1971), που κατά πληροφορίες είχε εμφανισθεί και στην Ελλάδα, στην δεκαετία του ’60 (ποιος ξέρει σε ποιο καταγώγιο) περιγράφει τη φάση τού να είσαι high, μετά από τσιγαριλίκι (μαριχουάνας). Λέει πως νοιώθει σαν να είναι εκατομμυριούχος, πως δεν τον νοιάζει ακόμη και αν πεινάει, πως η ψυχή του και το σώμα του πετάνε, και πως κανένας δεν μπορεί να τον καταλάβει εκτός απ’ όσους φουμέρνουν όπως εκείνος.
Το τραγούδι δεν έγινε πολύ γνωστό, στα σίξτις ή πιο μετά, αλλά σήμερα το λέει φοβερά ο Catfish Keith – ένας από τους καλύτερους αμερικανούς ακουστικούς blues κιθαρίστες, από τα έιτις και μετά.
“Cocaine done killed my baby”
Αν και πρέπει να αποφεύγουμε τους ανώφελους παραλληλισμούς, σκεφτόμαστε τι θα σήμαινε για το ελληνικό τραγούδι της δεκαετίας του ’60, ας πούμε, το να εμφανιζόταν από το πουθενά και σε μια ηλικία εξήντα-βάλε, ένας άγνωστος τραγουδοποιός τού ρεμπέτικου τού επιπέδου τού Γιάννη Παπαϊωάννου. Ως κάτι τέτοιο υποθετικό ανάλογο χαιρετίστηκε η περίπτωση του Mance Lipscomb (1895-1976), στα αμερικανικά blues sixties.
Ο Lipscomb υπήρξε, κατά πρώτον, μια κινητή ηχοθήκη της προφορικής παράδοσης, αφού ο ίδιος είχε διασώσει δεκάδες λαϊκά τραγούδια και, κατά δεύτερον, ένας όλο φωτιά performer, υπερήφανος αλλά όχι κομπάζων για όσους τον γνώρισαν (έτσι γράφουν τα βιβλία), ο οποίος σχολίαζε ή παρατηρούσε τραγουδώντας.
Από εκείνους τους τύπους των ανθρώπων, που μιλάνε στη ζωή κοιτώντας την κατάματα, ο Mance Lipscomb έζησε στο μεγαλύτερο μέρος τού βίου του σε ξένα κτήματα, καρπούμενος μέρος των σοδειών τις οποίες παρήγαγε. Μάλιστα, ακόμη και όταν τον ανακάλυψε ο Mack McCormick σε κάποια φυτεία του Texas στις αρχές του ’60, ο Lipscomb θεώρησε πως ο «όρκος» του να μείνει πιστός στη γη δεν θα μπορούσε με τίποτα να παραβλεφθεί, μπροστά στη δόξα μιας εφήμερης μπίζνας.
Αξίζει να πούμε, επίσης, πως ο Mance Lipscomb είχε εμφανισθεί στην κλασική ταινία του Ροβήρου Μανθούλη “Le Blues Entre les Dents” (Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια), που είχε γυρισθεί το 1972.
Το συντριπτικό μέρος των εγγραφών του Mance Lipscomb έγινε για λογαριασμό της αμερικάνικης Arhoolie, του Chris Strachwitz. Μάλιστα, ο πολωνός εμιγκρές ξεκίνησε την εταιρεία του με το ιστορικό άλμπουμ τού Lipscomb “Texas Sharecropper and Songster” (1960), ενώ το 1964 τυπώνει και το “Texas Songster Volume 2”, εκεί όπου ο Mance Lipscomb τραγουδάει, ανάμεσα σε άλλα, το “Cocaine done killed my baby”.
«Η κοκαΐνη σκότωσε το μωρό μου
η κοκαΐνη πήγε να με τρελάνει
η κοκαΐνη θα σε σκοτώσει μετά από λίγο
φεύγω μακριά, να σ’ αφήσω,
παρότι ξέρω ότι κάτι τέτοιο θα σε στενοχωρήσει.
Η κοκαΐνη θα σε σκοτώσει λίγο πιο μετά
αλλά μην πεις ποτέ ότι δεν σ’ αγάπησα».
Και δύο τραγούδια με “stuff”
Στο “The stuff is here”, που ηχογραφήθηκε από την τραγουδίστρια του blues Georgia White (1903-1980;), στην Νέα Υόρκη, στις 5 Οκτωβρίου 1937, το «πράμα» σχετίζεται τώρα μ’ ένα πάρτυ. Για «να την βρούνε» όμως, απερίσπαστοι, οι καλεσμένοι... καλό είναι να κλείσουν τα παράθυρα και να κλειδώσουν τις πόρτες, για παν ενδεχόμενο!
Ένα άλλο χαρακτηριστικό τραγούδι είναι και το “I’m wild about my stuff”, που ηχογραφήθηκε στις 5 Ιουνίου 1930, από τον Kansas Joe McCoy (1905-1950) στη φωνή και την κιθαρίστρια Memphis Minnie (1897-1973). Ο τραγουδιστής είναι επηρεασμένος από το «πράμα» που «πίνει». Ξέρει ότι είναι δύσκολο να βρει καλής ποιότητας «πράμα», αλλά όταν το βρίσκει είναι εκείνο ακριβώς που του χρειάζεται. Τα ξεχνάει όλα μ’ αυτό και δεν τον νοιάζει τίποτα – ακόμα και τα φλερτ των κοριτσιών. Πιστεύει πως δεν κάνει κάτι κακό και στο τέλος μας αυτοσυστήνεται κιόλας, πως είναι ο Κάνσας Τζο.
Τα τραγούδια που είχαν να κάνουν με τα ναρκωτικά, στο λαϊκό αμερικάνικο ρεπερτόριο, δεν σχετίζονταν μόνο με το blues φυσικά (ένα θέμα που δεν το εξαντλήσαμε φυσικά), αλλά και με την jazz των μικρών ή μεγαλύτερων σχημάτων. Τέτοια τραγούδια είπαν πάρα πολλοί και πολλές πριν το 1950 – τραγούδια που κινούνταν, άλλοτε, σε δραματικούς τόνους και άλλοτε σε πιο χιουμοριστικούς (novelty songs), από τα οποία δεν εξέλειπε ένα βαθύτερο σοβαρό περιεχόμενο. Να μερικά:
“Jack, I’m mellow” (Trixie Smith), “When I get low, I get high” (Ella Fitzgerald), “Save the roach for me” (Buck Washington), “The ghost of Smokey Joe” (Cab Calloway), “Who put the benzedrine in Mrs. Murphys ovaltine?” (Harry “The Hipster” Gibson), “Selling that stuff” (McKinney Cotton Pickers), “Reefer man” (Baron Lee & The Blue Rhythm Band), “Dopey Joe” (Slim & Slam), “Sweet marijuana brown” (Barney Bigard Sextet), “Weed smoker’s dream” (The Harlem Hamfats), “Wacky dust” (Chick Webb & His Orchestra, με Ella Fitzgerald στο τραγούδι), “Jerry the junker” (Clarence Williams and His Orchestra) και δεκάδες άλλα.
Σχολιάζοντάς τα, όμως, μπαίνουμε σε άλλο κεφάλαιο...
— Στη μνήμη του Charles Howard