Αυτό που θυμάμαι από το 1989 είναι ότι έμενα με έναν συγκάτοικο που δεν έπλενε ποτέ τα ρούχα του. Αγόραζε καινούργιο τζιν παντελόνι και μπλουζάκια κάθε εβδομάδα και είχε τόσο πολλές κάλτσες και εσώρουχα, που κάθε φορά που άλλαζε, τα πετούσε στα σκουπίδια. Το δωμάτιό του δεν το καθάρισε ποτέ.
Ήταν τότε που η Αγγλία ζούσε μέρες Stone Roses και DAISY age (το «3 feet high and rising» είχε βγει απ’ τον Μάρτιο) κι εγώ είχα μόλις συνέλθει από το στάδιο «groupie των Sugarcubes». Ήταν μια περίοδος που η εκπομπή του Peel ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία, κάθε φορά την έγραφα σε κασέτα και τη μελετούσα, έκανα ατελείωτες λίστες με αυτά που ήθελα να αγοράσω (και να δω) απ' όσα έπαιζε, κι έτρεχα από τη μια άκρη του Λονδίνου στην άλλη, σε κλαμπ μικρά και μεγάλα και σε happy hour πανεπιστημίων με άθλιο ήχο στα live για συγκροτήματα που δεν είχα ξανακούσει.
Στον τοίχο του δωματίου μου είχα ένα τεράστιο κολάζ από εισιτήρια που έγραφαν Lush, Kitchens of Distinction, The Woodentops, Pale Saints, The Wedding Present, Spacemen 3 και The Radiators From Space, μαζί με flyers από κλαμπ – τότε τα flyers ήταν έργα τέχνης.
Οι Nirvana είχαν γίνει ήδη γνωστοί σε όσους παρακολουθούσαν το ανεξάρτητο ροκ της Αμερικής, η σκηνή του Σιάτλ είχε αρχίσει να ξεχωρίζει και το grunge υπήρχε ως όρος, αλλά κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει αυτό που έγινε στη συνέχεια με το «Nevermind».
Εκείνη την πολύ σημαδιακή χρονιά για την πορεία της μουσικής στη Βρετανία τα sessions του Peel έκαναν indie darlings τους Dub Sex, τους Heart Throbs και τους Sundays, ενώ οι House of Love και οι Inspiral Carpets ηχογραφούσαν στο στούντιο της Maida Vale μερικά από τα καλύτερα κομμάτια τους.
Ανάμεσα στα ονόματα που ηχογράφησαν sessions εκείνη τη χρονιά ήταν οι Happy Mondays, οι Sonic Youth, οι Pixies, οι Dinosaur Jr, οι Mudhoney και οι Soundgarden (πριν ακόμα γίνει χοτ ο ήχος του Σιάτλ), οι Ruthless Rap Assassins και οι Shamen, οι Pere Ubu, οι Lemonheads, ο A Guy Called Gerald, οι Fall, οι Galaxie 500, οι Orb, οι Jesus And Mary Chain, οι Electribe 101 και ένα συγκρότημα που ονομαζόταν Nirvana. Τους αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Peel τους Nirvana. Στις 22 Νοεμβρίου 1989 έκαναν το πρώτο session για την εκπομπή του, με τέσσερα κομμάτια, τα «Love Buzz», «About A Girl», «Polly» και «Spanx Thru'», και δεν σταμάτησε ποτέ να παίζει τραγούδια τους.
Οι Nirvana είχαν γίνει ήδη γνωστοί σε όσους παρακολουθούσαν το ανεξάρτητο ροκ της Αμερικής, η σκηνή του Σιάτλ είχε αρχίσει να ξεχωρίζει και το grunge υπήρχε ως όρος, αλλά κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει αυτό που έγινε στη συνέχεια με το «Nevermind». Το «Bleach», το πρώτο άλμπουμ τους, είχε κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο στην Αγγλία, αλλά δεν είχε ενθουσιώδη υποδοχή και είχε πάει άπατο.
Το επόμενο πρωί, μετά την εκπομπή, και αφού ξετρελάθηκα με τη διασκευή τους στο «Love Buzz» των Shocking Blue, έτρεξα και αγόρασα το «Bleach» (και για να πω την αλήθεια είχα ψιλοαπογοητευτεί, γιατί έλειπαν τα δύο από τα τέσσερα τραγούδια του session).
Το μεγάλο ανεξάρτητο όνομα της sub pop εκείνης της εποχής ήταν οι Mudhoney. Είχαν βγάλει ήδη το «Superfuzz Bigmuff» και είχαν και ένα, ας πούμε, χιτ με το «Touch me I’m sick». Ήταν τόσο μεγαλύτερο μέγεθος από τους υπόλοιπους, που οι διοργανωτές του live τους στο Astoria δεν είχαν μπει καν στον κόπο να γράψουν στο εισιτήριο ότι τα support είναι οι Tad και οι Nirvana.
Οι Tad, άλλο ένα γκρουπ από το Σιάτλ, που τότε μόλις είχαν βγάλει το πρώτο άλμπουμ τους (το οποίο, αν δεν κάνω λάθος, είχε τίτλο «Τα αρχίδια του Θεού»), περιόδευαν μαζί με τους Nirvana στη Βρετανία, κάνοντας συναρπαστικές εμφανίσεις, με απογοητευτική όμως προσέλευση κόσμου. Στο Newcastle τον Οκτώβριο είχαν ελάχιστο κοινό – είχε γεμίσει σχεδόν το ένα τρίτο του Riverside, το οποίο δεν χωρούσε έτσι κι αλλιώς πολύ κόσμο.
Αυτή ήταν η πρώτη περιοδεία των Nirvana στη Βρετανία ως support στους Tad και στο Λονδίνο, στις 3 Δεκεμβρίου 1989, βράδυ Κυριακής, στο Astoria στο Charing Cross Road ως support του support, που σημαίνει ότι άνοιγαν ένα event που ο κόσμος είχε πάει για τους Mudhoney και απλώς γέμιζαν το πρόγραμμα. Κι ας ονομαζόταν η βραδιά Sub Pop Lame Fest.
Δεν ξέρω αν οι Nirvana είχαν ξαναπαίξει στο Λονδίνο, ωστόσο, όταν βγήκαν στη σκηνή και ο Cobain σύστησε το γκρουπ («Γειά σας, είμαστε ένας από τους τρεις επίσημους εκπροσώπους της sub pop σκηνής του Σιάτλ, της Πολιτείας της Ουάσινγκτον. Εκείνη εκεί ψηλά είναι η red district line;») και άρχισαν να παίζουν το «School», δημιούργησαν πανζουρλισμό, δείχνοντας ότι είχαν κοινό που ήξερε ακόμα και τους στίχους των κομματιών. Έπαιξαν πρώτοι, πριν από τους Tad, ανοίγοντας τη βραδιά. Ο Cobain έπαιζε με τόση λύσσα, που στο τέλος του «School» έσπασε μια χορδή της κιθάρας του (μία Washburn, την οποία διέλυσε εντελώς στη συνέχεια του live) και έκαναν ένα διάλειμμα για να την αλλάξει.
Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες πια, θυμάμαι ότι είχαν διασκευάσει το «Molly's Lips» των Vaselines κι ένα μέρος από το «I wanna be your dog» των Stooges, ενώ είχαν παίξει σίγουρα το «Scoff», το «Floyd The Barber», το «About a girl» και το «Negative Creep» από το «Bleach». Έκλεισαν την εμφάνισή τους με το «Blew» (και έναν αποχαιρετισμό του Cobain «Good night and God bless», διαλύοντας στη συνέχεια τα πάντα στη σκηνή). Highlight ήταν μάλλον το «Love Buzz» και το «Big Cheese», που ήταν η β’ πλευρά του single, ένα από τα πιο αδικημένα τους τραγούδια.
Στο live πουλούσαν το 7ιντσο, αλλά δεν ξέρω γιατί είχα αγοράσει το 12ιντσο, μάλλον επειδή ήταν η αγγλική έκδοση και ήταν πιο φτηνό. Σήμερα η πρώτη εκτύπωση του 7ιντσου κάνει 3.500 δολάρια. Να πω, επίσης, ότι ντράμερ στο live ήταν ο Chad Channing που ήταν επίσης ξανθός, ο οποίος έφυγε από το γκρουπ κανά δυο μήνες αργότερα, πριν γίνουν οι νέοι σωτήρες της ροκ και σημαδέψουν μια ολόκληρη γενιά. Όλη τη δόξα ως ντράμερ τη γνώρισε ο Dave Grohl.
Τέλος πάντων, τότε δεν υπήρχαν κινητά για φωτογραφίες και όσο περνάνε τα χρόνια ξεθωριάζουν στη μνήμη μου ακόμα και οι πιο έντονες στιγμές, βλέπω εισιτήρια από συναυλίες που έχω κρατήσει μαζί με σημειώσεις (επειδή έστελνα ανταποκρίσεις σε μια φίλη μου στην Αθήνα με γράμματα των 5.000 λέξεων, τετράδια ολόκληρα) και δεν έχω την παραμικρή ανάμνηση, είναι σαν να μην ήμουν ποτέ εκεί – και ναι, είχα δει «live» ακόμα και την Kylie Minogue όταν παρουσίασε το «I should be so lucky» στο Trocadero, σε μια γιορτή του Radio One, και τη σνόμπαρα (δεν μπήκα στην ουρά να μου υπογράψει το single), γιατί τότε η Kylie –για μας τους ψαγμένους, τρομάρα μας– ήταν η κατάντια της ποπ.
Η βραδιά στο Astoria ήταν συναρπαστική και αξέχαστη όχι τόσο για την εμφάνιση των Nirvana –που τότε δεν ήταν κάτι που άξιζε να το μοιραστείς, οι Mudhoney είχαν κλέψει τις εντυπώσεις και οι Tad είχαν πιο ενθουσιώδες κοινό–, όσο γιατί χρόνια αργότερα, όταν είχαν γίνει σούπερ σταρ, αισθανόμουν τυχερός που τους είχα δει σε μία από τις πρώτες τους εμφανίσεις, όταν ήταν ακόμα ένα γκρουπ όπως όλα τα παρόμοια, με έναν ξανθό –και πολύ επικοινωνιακό τότε– τραγουδιστή που χτυπιόταν και ούρλιαζε στη σκηνή και έσπαγε την κιθάρα.
Εμφανισιακά δεν ήταν τίποτα ξεχωριστό, ένας ατημέλητος 22χρονος με μαύρο μακρυμάνικο μπλουζάκι και ξεβαμμένο τζιν, όπως όλοι οι υπόλοιποι γύρω του. Αν δεν είχαν μυθοποιηθεί τόσο μετά το «Smells like teen spirit» και το «Nevermind», το πιο πιθανό θα ήταν να μην τους θυμάμαι καν σήμερα – και όχι, δεν υπήρξαν ποτέ από τα γκρουπ που με σημάδεψαν και το «Nevermind» δεν είναι από τα άλμπουμ της ζωής μου.
Ο λόγος που τα θυμήθηκα όλα αυτά δεν ήταν για να κάνω tribute στους Nirvana αλλά για να πω ότι ήμουν αυτός που μάζεψε τη σπασμένη χορδή της κιθάρα του Curt Cobain, την οποία έχω ακόμα. Όταν αυτοκτόνησε έψαξα να την εντοπίσω μέσα στο κουτί που κρατούσα όλα τα αναμνηστικά από συναυλίες (πένες κιθάρας, χορδές, εισιτήρια), αλλά ήταν αδύνατο, μέσα στο κουτί υπήρχαν άλλες 62 σπασμένες χορδές.