Δεν θυμάμαι πότε άκουσα Tindersticks για πρώτη φορά. Νομίζω πως είχα αγοράσει το άλμπουμ τους χωρίς να ξέρω τι είναι, απλώς επειδή μου άρεσε το εξώφυλλο. Ήταν ο πρώτος και ομώνυμος δίσκος τους, με αυτή την Ισπανίδα με το υπέροχο κόκκινο φόρεμα, που χόρευε φάτσα κάρτα. Αινιγματικό εξώφυλλο και μια μουσική που δεν είχε καμιά σχέση με αυτό – ίσως μόνο ότι ήταν μυστηριώδης και αυτή, σε σημείο που δεν ήξερες αν αυτά που τραγουδούσαν ήταν αληθινές καταστάσεις που τους είχαν συμβεί ή ιστορίες που φαντάστηκαν.
Θυμάμαι, όμως, την πρώτη φορά που τους είδα ζωντανά, στο Λονδίνο. Έπαιζαν στην άλλη άκρη από εκεί που έμενα τότε. Πήγα μόνη μου, επειδή δεν είχε πειστεί κανένας να έρθει μαζί μου. Είχα ξεκινήσει από νωρίς, αλλάζοντας 3-4 γραμμές περίπου. Στον δρόμο της επιστροφής συνάντησα κάτι γνωστούς στο τρένο που πίστευαν ότι είχα κάνει τεράστιο άθλο. Σιγά τον άθλο, δηλαδή, αλλά το να κυκλοφορείς μόνη σου, αλλοδαπή φοιτήτρια, νυχτιάτικα, σχεδόν στη μέση του πουθενά, μάλλον ήταν κάτι αξιοπερίεργο και επικίνδυνο. Το άξιζαν όμως!
Ξυπνάς το πρωί κι έχεις μια ιδέα για ένα κομμάτι και μερικές φορές αυτό σε κάνει να πηγαίνεις ένα βήμα μπροστά, να φτάνεις σε σημείο όπου όλες οι μικρές ιδέες ενώνονται για να γίνουν ένα άλμπουμ. Όλοι αυτό κάναμε για περισσότερα από 20 χρόνια περίπου. Δεν υπήρχε ποτέ κάποιο πλάνο
Με το πέμπτο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν το 2001, το ατυχές «Can our love», εξαντλήθηκε η υπομονή μου. Στερημένοι από ιδέες, ακουγόντουσαν κουρασμένοι. Ακόμη και στη μεγάλη τους στροφή σε πιο σόουλ φόρμες έβγαιναν ανέμπνευστοι. Αυτό ήταν για μένα, τελείωσε η σχέση μου με ένα από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα, καθώς μεγάλωνα. Έτσι, όμως, έχασα επαφή με διάφορους απίθανους διαδικτυακούς αγνώστους του fan club τους με τους οποίους ανταλλάσσαμε κασέτες μέσω ταχυδρομείου, επειδή είχαμε μια κοινή μουσική αγάπη. Τότε δεν υπήρχε το Facebook, επικοινωνούσαμε μόνο με mail και τα πράγματα ήταν πιο απλά και πιο όμορφα. Ακόμη έχω τις κασέτες. Και ακόμη θυμάμαι τις ώρες που αφιέρωνα γι’ αυτές που έπρεπε να αντιγράψω και να στείλω στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Φαίνεται, όμως, ότι και οι ίδιοι οι Tindersticks αισθάνονταν κάπως άβολα εκείνα τα χρόνια. Το 2003 έβγαλαν το «Waiting for the moon», που ενώ ήταν ένα ομολογουμένως καλό άλμπουμ, τους διέλυσε σχεδόν. Η μπάντα δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια έπειτα από αυτό. Ο Stuart Staples ξεκίνησε σόλο καριέρα και κατάφερε να βγάλει τρία άλμπουμ. Αυτή η παύση, ωστόσο, δεν κράτησε για πολύ. Με αφορμή μια επετειακή συναυλία στην οποία έπαιξαν π.χ. ολόκληρο το αριστουργηματικό δεύτερο ομώνυμο άλμπουμ τους, επανασυνδέθηκαν το 2007. Τουλάχιστον τα τρία βασικά μέλη.
Σχηματίστηκαν το 1992 στο Νότινγχαμ της Μεγάλης Βρετανίας από τους Stuart Staples στα φωνητικά, τον Dave Boulter στο ακορντεόν και στα πλήκτρα, τον Neil Fraser στην κιθάρα, τον Dickon Hinchliffe στην κιθάρα και στα έγχορδα, τον Al Macauley στα ντραμς και στα κρουστά και τον Mark Colwill στο μπάσο. Η μουσική τους δεν έμοιαζε με τίποτα που κυκλοφορούσε εκείνη την περίοδο. Τα πρώτα δύο άλμπουμ τους παραμένουν κομψοτεχνήματα ατμοσφαιρικής στιχουργικής και συνθετικής δεινότητας. Πλησίαζαν περισσότερο καλλιτέχνες όπως ο Nick Cave, o Leonard Cohen ή ακόμα και ο Tom Waits, αλλά πάντοτε με το δικό τους ύφος. Αν ήθελες να χαρακτηρίσεις απλώς τη μουσική τους, θα μπορούσες να πεις ότι παίζουν τζαζ και σόουλ, με τους δικούς τους κανόνες όμως. Είχαν crooner φωνητικά, αλλά δεν μπορούσες ποτέ να τους πει κλαψομούνηδες, παρά το γεγονός ότι τα τραγούδια τους πολλές φορές φλερτάρουν με την απόλυτη θλίψη.
Η μαγεία τους, όμως, κρύβεται στο ότι δεν μπορείς να τους βγάλεις ποτέ ολοκληρωτικά από τη ζωή σου. Μπορείς να το κάνεις αυτό με άλλα συγκροτήματα, που έχεις αφιερώσει ώρες από την εφηβεία σου, λιώνοντας τα κομμάτια τους μέχρι να τα σιχαθείς και να μην αντέχεις πλέον να τα ακούσεις ποτέ ξανά. Αυτό δεν συμβαίνει με τους Tindersticks. Η μουσική τους είναι τόσο προσωπική, τόσο άχρονη, που γίνεται έντονα γοητευτική. Ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνεις τι σιγομουρμουρίζει ο Staples σε ορισμένα κομμάτια, η ατμόσφαιρα του ήχου και ο τόνος της φωνής σού χτυπάνε ευαίσθητα σημεία, χωρίς να καταλαβαίνεις ακριβώς το γιατί. Δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά πώς ένα κομμάτι, το «City Sickness» π.χ., μοιάζει να έχει γραφτεί σήμερα και κάθε φορά που το ακούς είναι σαν είναι η πρώτη.
Πιστεύω ότι ένας λόγος που συνεχίζουν να υπάρχουν είναι πως τελικά δεν μπορούν ούτε οι ίδιοι να αποφύγουν αυτήν τη μυσταγωγία που δημιουργεί το έργο τους, σαν να τους παρασύρει σε μια δίνη δημιουργικότητας και φαντασίας. Και αυτή την αίσθηση μου δημιουργεί ο Staples από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου, όταν τον ρωτάω τι έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που πρωτοξεκίνησαν. Σαν η ζωή του και η μουσική που φτιάχνει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.
«Πολλά, νομίζω», μου λέει και γελάει. «Δεν σταματάω ποτέ να σκέφτομαι τέτοια πράγματα. Το θέμα είναι να κάνεις μικρά βήματα. Ξυπνάς το πρωί κι έχεις μια ιδέα για ένα κομμάτι και μερικές φορές αυτό σε κάνει να πηγαίνεις ένα βήμα μπροστά, να φτάνεις σε σημείο όπου όλες οι μικρές ιδέες ενώνονται για να γίνουν ένα άλμπουμ. Όλοι αυτό κάναμε για περισσότερα από 20 χρόνια περίπου. Δεν υπήρχε ποτέ κάποιο πλάνο».
Φέτος κυκλοφορούν το πιο φρέσκο και ενδιαφέρον άλμπουμ τους εδώ και πολλά χρόνια. Το «Waiting Room» τους βρίσκει στα καλύτερά τους, πιο ρυθμικούς με afrobeat επιρροές. Η μπάντα πλέον αποτελείται από τους Staples, Boulter και Fraser, ενώ έχουν προστεθεί οι Dan McKinna και Earl Harvin. Πριν από αυτό είχαν φτιάξει άλλα δύο άλμπουμ με τη νέα τους σύνθεση. Με το «Waiting Room», όμως, φαίνεται ότι έχουν βρει πλέον τις σωστές ισορροπίες. Από το 2007, ο Staples μένει στη Λιμόζ μαζί με τη ζωγράφο γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά τους, και εκεί συναντιούνται τα μέλη του γκρουπ για να ηχογραφήσουν το νέο τους υλικό.
«Ζούσα στο Λονδίνο για πολύ καιρό και ήθελα να δω πώς θα ήταν να ζεις με έναν διαφορετικό τρόπο. Ήθελα λίγο χώρο, να βγω έξω από την πόλη» αναφέρει.
Όταν είσαι σε ένα γκρουπ, σκέφτεσαι με τον τρόπο που λειτουργεί το συγκρότημα. Έχεις διαφορετικούς ανθρώπους που τους παρουσιάζεται μια ιδέα, αλλά τη χειρίζονται με διαφορετικό τρόπο και πιστεύω ότι αυτό βγάζει κάτι πραγματικά αυθεντικό. Όσον αφορά εμένα, έχω τις δικές μου επιρροές, ο David και ο Neil τις δικές τους κ.ο.κ. Υποθέτω ότι όταν ήμουν μικρός, άκουγα τη μουσική που άκουγε η αδελφή μου, που ήταν northern soul. Όταν ήμουν 15, το 1979, η πανκ ήταν η μουσική που άκουγα και μου επέτρεψε να ανοιχτώ, δηλαδή επέτρεψε σε άτομα σαν κι εμένα να σκεφτούν ότι μπορούν να κάνουν μουσική. Και πιστεύω πως ό,τι έχω κάνει από τότε υπάρχει λόγω αυτών των δύο πραγμάτων, της πανκ και της σόουλ, από τα οποία τελικά δεν θα μπορούσα να ξεφύγω. Δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει ο τρόπος που ακούω μουσική έπειτα από τόσα χρόνια που είμαι μουσικός. Απλώς, νομίζω ότι γίνεται δυσκολότερο να ενθουσιαστείς με κάτι, να σε πείσει κάτι. Τώρα μάλλον ακούω περισσότερη μουσική απ’ ό,τι παλιότερα. Νομίζω ότι πριν από 10 χρόνια, αλλά και από τη δεκαετία του ’90, έστω, ήμουν πολύ αποκομμένος απ’ ό,τι συνέβαινε. Πιστεύω ότι σήμερα βγαίνει πιο συναρπαστική μουσική και αυτό από μόνο του είναι πολύ ελπιδοφόρο, με εμπνέει. Βέβαια, υπάρχουν πράγματα που προσωπικά τα αντιμετωπίζω πλέον πολύ διαφορετικά. Δεν υπάρχει ένα βασικό δόγμα για το πώς πρέπει να είναι η μουσική και το γεγονός ότι υπάρχουν τόσο πολλοί που κάνουν την προσωπική τους κατάθεση σε αυτόν το χώρο με ενθουσιάζει».
— Πιστεύεις ότι έχουμε φτάσει σε ένα τέλος εποχής με τον θάνατο τόσων σούπερ σταρ μουσικών το 2016;
Αυτή η εποχή είχε τελειώσει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Είναι λυπηρό το να φεύγουν από τη ζωή άνθρωποι σαν τον David Bowie ή τον Lou Reed, αλλά έκαναν μουσική πριν από πολύ καιρό και η περίοδος που επηρέαζαν πρόσωπα και καταστάσεις έχει επίσης παρέλθει. Γενικά, η εποχή τους είχε περάσει πολύ πριν τους χάσουμε και ως ανθρώπους.
— Ποια η άποψή σου, όμως, για τους σημερινούς σταρ; Έχουν το ίδιο μέγεθος όπως και τότε;
Δεν ξέρω. Νομίζω ότι σήμερα είναι μάλλον πολύ δύσκολο να γίνεις ένας David Bowie ή μια νέα Μαντόνα. Είναι διαφορετικές οι εποχές, διαφορετική η βιομηχανία και ο κόσμος θέλει άλλα πράγματα. Οι εμπειρίες των ανθρώπων πλέον έχουν διευρυνθεί, δεν είναι τόσο στενά τα πράγματα, ώστε να δημιουργούνται τέτοιου είδους μεγαθήρια. Φτιάχνεται πολύ καλή μουσική, αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να είναι κάτι που οπωσδήποτε θα κατακτήσει τον κόσμο. Μπορεί να είναι κάτι μικρότερο, πιο κρυμμένο. Και πιστεύω ότι όταν ο κόσμος βρίσκει μια τέτοιου είδους μουσική, τότε αυτή γίνεται πιο προσωπική. Δεν ανησυχώ γι’ αυτό, αλλά δεν ήμουν παρών το 1972 για να ανακαλύψω τον Ziggy Stardust, οπότε δεν ξέρω πώς θα ένιωθα.
Όταν κάναμε το «Waiting Room», συνεργαστήκαμε με ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ και δουλέψαμε με σκηνοθέτες για να δούμε τι επίδραση είχε η μουσική μας πάνω τους.
— Πες μου μερικά πράγματα για το νέο σας άλμπουμ.
Μόλις τελειώσαμε το προηγούμενο άλμπουμ μας, το «Something Rain» ήταν σαν κάτι να έχει «χτιστεί» τελικά. Χρειάστηκε να δουλέψουμε 3 άλμπουμ με το νέο line-up για να βρούμε τι ακριβώς θέλαμε να κάνουμε ως γκρουπ και, τελικά, με το «Something Rain» βρήκαμε ένα νέο πεδίο, που δεν υπήρχε πριν. Και νομίζω ότι βοήθησε στο «Waiting Room», απλώς χρειαζόμασταν χρόνο, κάνοντας μουσική χωρίς να σκεφτόμαστε ότι θα κυκλοφορήσουμε δίσκο, απλώς δουλεύοντας ιδέες και βλέποντας πού μας πάει όλο αυτό. Ήταν ένα ταξίδι που διήρκεσε 3 χρόνια, αλλά νομίζω ότι τραβάει στα άκρα αυτό που κάνουμε. Σε σύγκριση με το «Something Rain», είναι πιο απαιτητικός δίσκος, αλλά αν και διαφορετικός, πιο ενιαίος, κατά κάποιον τρόπο. Οι ιδέες που περιέχει τον δένουν κάπως. Είναι μια περίεργη περίοδος, αλλά ταυτόχρονα πολύ διαφωτιστική.
— Πάντα είχατε στενή σχέση με το σινεμά, με τα σάουντρακ που κάνατε για τις ταινίες της Claire Denis κ.λπ. Διάβασα κάπου ότι το νέο άλμπουμ είναι εν μέρει εμπνευσμένο από την «Ανταρσία του Μπάουντι», την ταινία του 1962. Είναι η εικόνα σημαντική για τη μουσική, κατά την άποψή σου;
Δεν θα το έλεγα, αλλά ορισμένες φορές μου αρέσει πάρα πολύ η σχέση που έχουν οι εικόνες με τη μουσική. Μου αρέσει να υπάρχει η μουσική σε έναν αποκλειστικά δικό της χώρο. Όταν κάναμε το «Waiting Room», συνεργαστήκαμε με ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ και δουλέψαμε με σκηνοθέτες για να δούμε τι επίδραση είχε η μουσική μας πάνω τους. Ήταν μια συναρπαστική εμπειρία. Δεν νομίζω όμως ότι τα τραγούδια πρέπει να κολλάνε σε κάποια συγκεκριμένη εικόνα. Η πιο όμορφη στιγμή αυτής της συνεργασίας, πάντως, ήταν ένα από τα πρώτα φιλμ που μας έστειλαν, των Gabraz και Sara Não Tem Nome που μένουν στο Σάο Πάολο, στη Βραζιλία, για το «We ’re dreamers».
— Ισχύει ότι πήρατε το όνομά σας από ένα κουτί σπίρτα που είδες σε διακοπές σου στην Ελλάδα;
Ναι! Ήταν η πρώτη μου επαφή με την Ελλάδα. Νομίζω ότι ήταν στην Κέρκυρα. Τελικά, έγινε ένα από τα αγαπημένα μου μέρη. Πρέπει να έχω έρθει πάνω από 25 φορές, συμπεριλαμβανομένων και των συναυλιών. Έχω τα αγαπημένα μου σημεία, αλλά τα κρατάω για τον εαυτό μου, όπως κάνουν σίγουρα όλοι όταν πρόκειται για την Ελλάδα (γέλια).
— Παρακολουθείς όσα συμβαίνουν εδώ;
Είναι μια περίεργη κατάσταση για την Ευρώπη γενικότερα. Είναι δύσκολο, όταν ζεις εδώ και είσαι Ευρωπαίος. Δεν μπορείς να την αποφύγεις. Έχω καιρό να έρθω στην Αθήνα και με ενδιαφέρει πολύ να δω τι συμβαίνει από κοντά και πώς νιώθει ο κόσμος. Έχω φίλους και μου λένε τι συμβαίνει, ότι είναι πιο θετικά τα πράγματα τελευταία, ότι υπάρχει ένα είδος δημιουργικής απελευθέρωσης και ότι κάτι ανθίζει. Ελπίζω να συμβαίνει όντως κάτι τέτοιο. Είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση με την προσφυγική κρίση, και δεν το εννοώ από την πλευρά της πολιτικής αλλά της ανθρωπιστικής κρίσης.
— Είχες πεις παλιότερα ότι δεν σου αρέσει καθόλου όταν κάτι τελειώνει επειδή είναι σαν ένας μικρός θάνατος. Τι εννοούσες;
Πιστεύω ότι είναι αλήθεια. Όταν οι ιδέες σου είναι ζωντανές, ονειρεύεσαι ένα τραγούδι και μετά το δουλεύεις, έρχεται μια στιγμή που πρέπει να το πάρεις απόφαση και να το τελειώσεις, προσπαθώντας να το κάνεις να ταιριάξει με το όνειρο που είχες. Πιστεύω ότι όταν απελευθερώνεσαι από αυτό, κάτι που είναι αναπόφευκτο, υπάρχει πάντοτε ένα είδος λύπης, ότι αφήνεις κάτι που πριν από λίγο είχε δυνατότητες εξέλιξης, ήταν ζωντανό στο μυαλό σου. Έτσι, προσπαθώ να κρατάω τα πράγματα ανοιχτά όσο περισσότερο μπορώ.
— Πού θα έβλεπες τον εαυτό σου, αν δεν ήσουν μουσικός;
Δεν έχω ιδέα. Είμαι από αυτούς τους ανθρώπους που ήξεραν ότι θα ασχολούνταν με τη μουσική πριν ξεκινήσουν να παίζουν καν. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο έχω πετύχει όλα όσα προσδοκούσα. Όλα τα άλλα έμοιαζαν «δορυφόροι», πριν η μουσική γίνει η πραγματική μου δουλειά. Έκανα και άλλες δουλειές μόνο και μόνο για να μπορώ να παίζω μουσική. Σίγουρα, όμως, σε περίπτωση που τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, θα έβρισκα κάτι άλλο. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Εξάλλου, πάντοτε μαθαίνεις κάτι, ακόμα και από μη πετυχημένους ανθρώπους.
— Ποια είναι η αγαπημένη σου ανάμνηση από την Ελλάδα;
Οι αναμνήσεις μου από την Ελλάδα δεν είναι απαραίτητα μουσικές. Έχω γράψει πολλά κομμάτια στην Ελλάδα, θυμάμαι μέχρι και το μέρος που βρισκόμουν όταν τα έγραφα, οπότε πάντοτε αισθάνομαι ότι υπάρχει κάτι που με συνδέει με αυτήν, δεν είναι μόνο οι συναυλίες. Έχω ζήσει τόσο όμορφες στιγμές, αλλά νομίζω ότι θα υπάρξουν κι άλλες. Οι καλές μέρες δεν ανήκουν μόνο στο παρελθόν, βρίσκονται μπροστά μας.
Info:
25, 26/5, 21:30, Κεντρική Σκηνή, Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, Συγγρού 107, Νέος Κόσμος, είσοδος: €20-45.
σχόλια