Ο Χάρης Φραγκούλης γεννήθηκε το 1985. Άφησε τη Βιολογία στο πτυχίο, τελείωσε τη σχολή του Εθνικού, δούλεψε με τον Δημήτρη Καταλειφό, τον Αντώνη Αντύπα, τη Μάρθα Φριντζήλα, τον Ακύλα Καραζήση, τον Νίκο Καραθάνο, την Έφη Θεοδώρου, τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Νίκο Μαστοράκη, τον Νίκο Χατζόπουλο. Κέρδισε το βραβείο «Δημήτρης Χορν». Σκηνοθέτησε την «Αφιέρωση» του Μπότο Στράους, τον «Βόϋτσεκ» του Μπύχνερ και την «Προσευχή της κοπέλας που έπεσε μέσα στο πηγάδι και δε θέλει να πεθάνει». Είναι μέλος της ομάδας Kursk. Όλα αυτά μέσα σε πέντε χρόνια. Ανήκει σε μια νέα γενιά ηθοποιών με λιγότερες ενοχές, αλλά –όπως λέει ο ίδιος- και με λιγότερη πίστη. Θεωρεί ευλογία τις συναντήσεις που του συμβαίνουν σε αυτή τη δουλειά.
Τι κοιτάζεις πρώτα; Μια καλή δουλειά ή το να είσαι καλά μέσα σε αυτήν;
Δε τα διαχωρίζω. Για μένα το βασικό είναι η επικοινωνία. Περί αυτού πρόκειται. Για την τέχνη γενικότερα. Αυτό καταλαβαίνω. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι η συνεργασία. Αγάπη και εμπιστοσύνη. Αγάπη όπως την εννοεί ο Ζουλάφσκι. Σκληρή αγάπη.
Εσύ Χάρη, άρχισες να δουλεύεις κατευθείαν; Με το που τελείωσες τη σχολή του Εθνικού;
Ναι. Ο Δημήτρης (Καταλειφός) με πήρε κατευθείαν στο Απλό θέατρο. Ούτε οντισιόν, τίποτα. Μου εμπιστεύθηκε έναν πολύ μεγάλο ρόλο στο Επιστάτη του Πίντερ. Και ο Αντύπας. Κατευθείαν στα βαθιά. Ρόλος που δεν καταλάβαινα Χριστό για πολύ καιρό. Δεν είχα διαβάσει Πίντερ. Άλλος κόσμος. Και ήταν και το άλλο. Ξαφνικά έπαιζα για μήνες, μια ολόκληρη σαιζόν. Ήταν περίεργο για πρωτάρη. Αλλά είχα support από τον Δημήτρη. Εμπιστοσύνη. Και δεν είναι εύκολος άνθρωπος ο Καταλειφός. Έχει απαιτήσεις.
Μου λες γιατί έγινες ηθοποιός;
Ήμουνα στη Βιολογία. Μπήκα στα δεκαεπτάμισι. Θέατρο δεν είχα δει ποτέ.
Οι δικοί μας «μπαμπάδες» είναι πιο ωραία παιδιά, πιο ελεύθερα. Ο Καραζήσης, η Κεχαγιόγλου, ο Χατζόπουλος, μας απενοχοποίησαν. Ένα παιδί στα 22 μπορεί να δοκιμάσει, να σκηνοθετήσει, να βγει μπροστά, έχει πιο πολύ το θάρρος να πει κάτι και δεν περιμένει να γεράσει για να πει «εγώ πιστεύω αυτό». Υπάρχει περισσότερο τσαγανό, επειδή υπάρχει πρόβλημα με τα φράγκα και έχουν γίνει τσακάλια
Που μεγάλωσες;
Στη Νέα Σμύρνη. Ο πατέρας μου είναι εκδότης, δηλαδή μεγάλωσα σε σπίτι με ανησυχίες, αν εννοείς αυτό, αλλά δεν.... Πήγα σε ένα θεατρικό εργαστήρι, δεν ήξερα καν ότι μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο. Ένας φίλος μου είπε: εκεί περνάμε ωραία. Και πήγα στον ελεύθερο χρόνο μου και αυτή η τύπισσα μου έμαθε ωραία πράγματα. Και είπα «αυτό θέλω να κάνω».
Και πάπαλα η βιολογία;
Είχα κάνει και τα τέσσερα χρόνια και είχα αφήσει κάποια μαθήματα και πίστευα θα τα περάσω φουλ. Ε! Όχι, δε γινότανε. Είπα, «μαλάκα δε θες να το κάνεις. Αν δε μου κάτσει το άλλο με τη σχολή τη δραματική δε θέλω να συμβιβαστώ και να γίνω βιολόγος. Δε θάμαι ευτυχισμένος. Ας πάω να μαζέψω ελιές. Κάτι τέτοιο θα με ενδιέφερε. Να γίνω αγρότης, να κάνω κάτι με τα χέρια μου».
Κοίταξε πίσω σου τη Σχολή και πες μου πώς ήταν; Ήταν σαν το σχολείο;
Σαν το σχολείο που βίωσα εγώ, όχι. Ήμουνα στο Αρσάκειο. Με έδιωξαν. Τη βίωσα την εκπαίδευση σαν ένα πολύ στείρο πράγμα. Για τη σχολή, τώρα εκ των υστέρων που έχω βγει στη δουλειά, βλέπω ότι ήταν μια πάρα πολύ καλή περίπτωση. Αυτά τα άτομα που ήταν μέσα, όπως ο Δημήτρης (Καταλειφός), η Κεχαγιόγλου, ο Ακύλας (Καραζήσης), ο Χατζόπουλος, η Μάρθα (Φριντζήλα) είναι μέσα μου. Έκανα σπουδαίες συναντήσεις. Και μετά. Στη ζωή μου. Έχω δουλέψει με όλους τους δάσκαλούς μου. Είναι σημεία αναφοράς ακόμα και για πάντα. Και διδάχτηκα την υποκριτική με ένα τρόπο ελεύθερο που έμπλεξε με τη ζωή μου. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι έχουν ένα συγκεκριμένο δρόμο. Ο καθένας με τα χρώματά του, με τις ποιότητές τους τις διαφορετικές. Έχουν μια αισθητική που επηρέασε τη ζωή μου. Διαμόρφωσαν τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου, τον τρόπο που βλέπω τη ζωή. Την πολιτική μου θέση. Οπότε δε μπορώ να πω ότι ήταν μια συνέχεια του σχολείου. Καμία σχέση με το σχολείο. Γιαυτό με διώξαν από το σχολείο και δε με διώξαν από το Εθνικό. Εννοώ, προφανώς στο σχολείο υπήρχε ένα κενό που έβγαινε σε θυμό, βία, αντίδραση. Δικαίως με διώξανε γιατί έκανα μαλακίες. Είχα μια τρύπα μέσα μου που ακόμα και σήμερα τη θυμάμαι και σχεδόν τη βλέπω. Ακόμα και σήμερα αυτό που γίνεται στα σχολεία είναι πολύ στενάχωρο. Ο τρόπος που μαθαίνουμε ιστορία, λογοτεχνία τα αρχαία κείμενα είναι ντροπή. Μιλώντας τη δική μου εμπειρία.
Όταν βγήκες από τη σχολή φοβήθηκες; Το ότι μπαίνεις σε ένα επάγγελμα που έχει ανεργίες, προβλήματα...
Η δική μου εμπειρία είναι ότι μπήκα κατευθείαν στη δουλειά. Δεν ήμουν τυφλός να μη δω τι γίνεται γύρω μου. Και γιαυτό θεωρώ τον εαυτό μου πάρα πολύ τυχερό. Ήμουνα τυχερός επίσης σε ότι αφορά το timing. Γιατί πολλές φορές συμβαίνει ας πούμε όταν έχεις την ορμή, να σε απορρίπτουν και να καθυστερείς να πάρεις μπροστά, να χάνεις χρόνο και να στριμώχνεσαι μέσα σου. Και τότε κάτι στραβώνει. Οπότε, σε αυτό ήμουν πολύ τυχερός. Επίσης το ότι δε μπήκα στα 18 στη σχολή. Όχι ότι το θεωρώ κακό, αλλά μπήκα σε μια ηλικία που μπορούσα να αφομοιώσω κάποια πράγματα και όταν βγήκα ήμουνα 24 όχι 21. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι δε μπορεί να μη γίνει κάτι και να μην εκφραστεί -αν κάτι υπάρχει μέσα σου και το τρέφεις-, εκτός αν σε χτυπήσει αμάξι. Αυτά που κοιμούνται μέσα σου κάποια μέρα θα ξυπνήσουν, θα εκφραστούν και θα γίνουν πράξη.
Φέτος τι θα κάνεις;
Επανάληψη το "Μεφίστο" του Μαστοράκη, "Άμλετ" με τον Χουβαρδά και τον "Αρντεν από το Φέβερσαμ" με τη δική μας ομάδα στο θέατρο του Λευτέρη (Βογιατζή).
Μου εξηγείς ποια είναι η ανάγκη σου να έχετε μια ομάδα, αφού συνεχώς έχεις δουλειά και σε φωνάζουν πολύ καλοί σκηνοθέτες;
Εγώ θέλω αυτός ο πλάγιος δρόμος, η ομάδα, κάποια στιγμή να γίνει ο κύριος δρόμος. Και προσπαθώ με όση υπομονή μπορώ. Φυσικά δουλεύεις αλλού και για οικονομικούς λόγους και επειδή συναντάς ενδιαφέροντες ανθρώπους και επειδή γίνονται ενδιαφέροντα πράγματα. Δε μπορείς να το κλείσεις αυτό. Δεν είναι ωραίο. Αυτό το ταξίδι με τους άλλους το κάνω για να ενισχύσω το ταξίδι με την ομάδα μου. Για να επιστρέφεις στην ομάδα σου και να φέρνεις κάτι. Αυτό το «κλειστό» με τις ομάδες είναι πολύ επικίνδυνο. Όπως οι φίλοι στις ομάδες είναι επικίνδυνο, όπως και ο φασισμός της παρέας είναι επικίνδυνος. Για να έχεις ομάδα και να προστατεύεται χρειάζεται μεγάλη πνευματικότητα. Θέλει αλλαγή, διάλειμμα, να πας έξω, ακόμα και να το καταστρέψεις και να το ξαναφτιάξεις. Και να προκύπτει από άλλες ανάγκες. Όχι από αδιέξοδο. Να είναι η βασική σου ανάγκη, αλλά και η πολυτέλεια. Να μην εξαρτάσαι και να μπορείς να δουλέψεις και σε άλλα πράγματα.
Δεν πιστεύουμε σε κάτι που μπορεί να είναι πολύ ψηλότερα από εμάς. Υπάρχει το «γαμάω και δέρνω και τόχω όλο και δε θα μου πεις εσύ τι». Είναι και συνέπεια της εποχής. Επειδή έχεις πρόσβαση στα πάντα πρέπει να είσαι τσακαλάκι για να καταλάβεις πού δεν είσαι. Πρέπει και να το βουλώνεις. Να ακούσεις. Αλλιώς μένεις στάσιμος. Ή ένας κυνικός μαλάκας.
Όταν σκηνοθέτησες Βόϋτσεκ δε σκέφτηκες ότι ήσουνα πολύ μικρός; Δε φοβήθηκες;
Το έργο το γούσταρα πάρα πολύ και το έκανα. Ήθελα να το κάνω. Τελείωσε. Μου το είπανε: «δεν είσαι πολύ μικρός για να κάνεις Μπύχνερ;». Αλλά ο Μπύχνερ όταν το έγραψε ήταν 22 χρονών. Όταν κάναμε με τα παιδιά την «Προσευχή», ξέραμε ότι το κάναμε για εμάς. Για να γράψουμε το δικό μας πράγμα και να προχωρήσουμε παρακάτω. Ξέραμε ότι δεν είμαστε καλύτεροι από τον Σέξπιρ. Τώρα μπορούμε να πάμε ένα βήμα παρακάτω και να ανεβάσουμε ένα κλασικό έργο. Έτσι το βλέπω. Τώρα θα κάνουμε ένα έργο ελισαβετιανό, τον Αρντεν από το Φέβερσαμ. Όταν το διάβασα δημιουργήθηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος. Να περιμένουμε τι ακριβώς για να το κάνουμε;
Το ότι είστε στο θέατρο του Βογιατζή σας δίνει χαρά;
Εγώ το θεωρώ τέλειο θέατρο. Ο χώρος αυτός σαν να έχει κάτι παιδικό που συνδέεται με το δικό μου παιδικό κομμάτι και με κάνει να δουλεύω δημιουργικά. Ούτως ή άλλως από αυτή την παιδική πλευρά μόνο μπορώ να αντλήσω. Μετά, η Ειρήνη (Λεβίδη) μας στηρίζει φουλ. Δεν της τόχα, αλλά είναι δίπλα μας συνεχώς. Πρέπει να το πω εκατό φορές αυτό. Δεν έχει πρόβλημα να στηρίξει και πράγματα από τα οποία δε θα βγουν λεφτά και με τα οποία μπορεί και να διαφωνεί. Και όλες οι επιλογές που έχει κάνει για το θέατρο είναι πολύ ΟΚ.
Βλέπεις θέατρο;
Αρκετό. Όχι σαν τρελός. Δεν είμαι από αυτούς που δε χάνουν παράσταση. Βλέπω τα πράγματα που μου κινούν την περιέργεια και θέλω να τα δω. Να το πω με παραστάσεις. Είδα την παράσταση της Λένας (Κιτσοπούλου) και μου άρεσε γιατί πάντα ψάχνει κάτι πολύ ενδιαφέρον σε σχέση με το χρόνο και την αυθεντικότητα και αυτό με ενδιαφέρει. Είδα την παράσταση του Έκτορα (Λυγίζου), τον Προμηθέα, και μου άρεσε, παρόλο που μπορώ να καταλάβω και τους λόγους που δεν είναι πιασάρικη. Εδώ θα εκτιμήσω ότι κάνει αυτό που έχει στο μυαλό του και το φτάνει μέχρι το τέλος. Αυτό θέλει θάρρος. Είναι έντιμος και γενναίος.
Να σου πω μια λέξη και να μου πεις μια πρώτη σκέψη; Αποδόμηση.
Τι δόμησες για να αποδομήσεις;
Έχει δυσκολία το θέατρο;
Έχει δυσκολία και το κοινό. Του είναι δύσκολο να χαθεί μέσα σε ένα έργο για συγκεκριμένους λόγους. Για τους ίδιους λόγους που δε μπορεί να διαβάσει λογοτεχνία. Το έχεις παρατηρήσει αυτό; Δηλαδή μπορεί ο καθένας να γράψει μια κριτική, να έχει πρόσβαση οπουδήποτε, να δει ένα βιντεάκι μιας παράστασης, να το προχωρήσει, να το πάει στα δευτερόλεπτα που έχει ενδιαφέρον, οπότε έρχεται στο θέατρο και σου λέει: «τι να μας πεις τώρα εσύ;». Το πως παρακολουθούμε το θέατρο για μένα έχει σχέση με το πως διαβάζουμε λογοτεχνία. Οι χρόνοι γίνονται περίεργοι. Δεν έχουμε υπομονή να μπούμε σε βάθος στα πράγματα.
Τι θέλεις να πεις;
Βάλε έναν πιτσιρικά, τι λέω, έναν άνθρωπο, να δει Ταρκόφσκι, να δει Μπέλα Ταρ. Να δει Τζάρμους. Δε μπορεί να τα δει. Σου λέει «είναι αργό». Τι πάει να πει αργό; Είναι σαν να μου λες «αυτός εκεί περπατάει αργά». Μα είναι ζωή. Τι σημαίνει αργά ή γρήγορα;
Αν σου πει κάποιος μια γνώμη για την παράστασή σου, θα τον λάβεις υπόψιν σου;
Φυσικά. Αυτό το «τι ξέρει ο κόσμος;» είναι αλαζονικό. Αν έρθουν ένας, δυο, πέντε και σου πουν «αυτό με κούρασε», πρέπει να το λάβεις σοβαρά υπόψιν. Οι παραστάσεις γίνονται για τους ανθρώπους, δε μπορείς να μη τους υπολογίσεις. Με την αδυναμία τους και τη δυνατότητά τους. Αλλιώς έχεις θέμα. Ο χρόνος του θεατή και ο χρόνος σου πρέπει να γίνουν ένα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για να δουλέψεις. Αλλιώς κάνεις ένα θέαμα ή ένα σκετσάκι. Αυτό δεν είναι θέατρο. Το θέατρο είναι μια πραγματική εμπειρία. Είναι ψέμα το ότι το βλέμμα του θεατή δε διαμορφώνει τον τρόπο που δουλεύουμε.
Θα μου πεις κάτι για τη δικιά σου γενιά στο θέατρο;
Χοντρικά θα το πω: έχει κάτι πολύ θετικό και κάτι πολύ αρνητικό. Το θετικό είναι η απενοχοποίηση και το αρνητικό είναι ο κυνισμός. Απενοχοποίηση όσον αφορά το ότι δεν είναι όπως η προηγούμενη γενιά που είχε πολύ ισχυρό τον «μπαμπά». Έχει φύγει αυτό. Δηλαδή οι δικοί μας «μπαμπάδες» είναι πιο ωραία παιδιά, πιο ελεύθερα. Ο Καραζήσης, η Κεχαγιόγλου, ο Χατζόπουλος, μας απενοχοποίησαν. Ένα παιδί στα 22 μπορεί να δοκιμάσει, να σκηνοθετήσει, να βγει μπροστά, έχει πιο πολύ το θάρρος να πει κάτι και δεν περιμένει να γεράσει για να πει «εγώ πιστεύω αυτό». Υπάρχει περισσότερο τσαγανό, επειδή υπάρχει πρόβλημα με τα φράγκα και έχουν γίνει τσακάλια. Δες τους μικρομηκάδες π.χ. στο σινεμά πόσο τσακάλια είναι. Ειδικά στον κινηματογράφο. Τεράστια τσακάλια. Με μάτι με μυαλό, με βάθος. Έχει να κάνει και με την οικονομική κρίση.
Αυτά στα συν. Τα μείον;
Υπάρχει ένας κυνισμός. Έχει χαθεί η πίστη. Ο μεγάλος δάσκαλος λείπει πραγματικά. Οι άνθρωποι που ακούς. Δε μπορώ να το πω με άλλη λέξη. Δε θαυμάζουμε με ένα τρόπο αυτό που μπορεί να μας δώσει το μέγεθος που μπορούμε να έχουμε. Δεν πιστεύουμε σε κάτι που μπορεί να είναι πολύ ψηλότερα από εμάς. Υπάρχει το «γαμάω και δέρνω και τόχω όλο και δε θα μου πεις εσύ τι». Είναι και συνέπεια της εποχής. Επειδή έχεις πρόσβαση στα πάντα πρέπει να είσαι τσακαλάκι για να καταλάβεις πού δεν είσαι. Πρέπει και να το βουλώνεις. Να ακούσεις. Αλλιώς μένεις στάσιμος. Ή ένας κυνικός μαλάκας. Μεγάλη ιστορία. Να στο πω κι αλλιώς. Η γενιά σου είχε ήρωες. Εμείς δεν έχουμε. Με ό,τι σημαίνει αυτό.
σχόλια