«Ήταν οι μέρες που 'χε ανοίξει στο Μεταξουργείο η "Χαβάη". Ένα υπόγειο, συνδυασμός ταβέρνας και Φολί Μπερζέρ, που 'χε σεπαρέ και αντί για γυναίκες σέρβιραν άντρες ντυμένοι γυναίκες. Φορούσαν φουρό και ξύριζαν τα πόδια τους κι είχαν φτιάξει βυζιά γυναικεία πάνω στα αντρικά στήθη τους».
Εκεί, ανάμεσα στα πορνεία που μυρίζουν ντετόλ και πατσουλί, τα χαμόσπιτα που μπάζουν νερά και τα ιδιόμορφα καμπαρέ με τις πρώτες τραβεστί ξετυλίγεται η ιστορία της μετεμφυλιακής Ελλάδας, μέσα από το βλέμμα των ανθρώπων του περιθωρίου, ανθρώπων που την έζησαν και τη διαμόρφωσαν.
Αυτή η Ελλάδα με τα βάσανα και τα όνειρα γίνεται παράσταση από την ομάδα 4Frontal. Βασίζεται στο μυθιστόρημα του Θανάση Σκρουμπέλου «Μπλε καστόρινα παπούτσια» και έκανε πρεμιέρα τη Δευτέρα 13 Μαρτίου στο θέατρο Μπέλλος.
Για το βαθιά πολιτικό, ερωτικό, παθιασμένο και τραγικό σύμπαν του έργου, από το οποίο παρελαύνουν ο Γαζούρης ή Λάζαρος με το υπερμέγεθες πέος, η Σαλώμη με τη μέση δαχτυλίδι που τη λέγαν Χαράλαμπο, η Θέμις, η καλύτερη μίμος της γυναικείας συμπεριφοράς, η Αριστέα, που πλένει τα σεντόνια των πορνείων και εύχεται ο γιος της να μείνει αμόλυντος, οι έφηβοι, που γίνονται Λαμπράκηδες και μοιράζουν προκηρύξεις, οι νταήδες και οι παρακρατικοί, που περιμένουν να δουν πού θα κάτσει η μπίλια της εξουσίας για να διαλέξουν μεριά, οι Αμερικανοί στρατιώτες, που θέλουν να περάσουν αχαλίνωτες νύχτες στην μπερδεμένη παραγκούπολη, για όλο αυτό το πολύχρωμο και τραγικό σύμπαν που άνθησε κάπου τη δεκαετία του ’60 μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη της παράστασης Θανάση Ζερίτη.
Τα «Μπλε καστόρινα παπούτσια» είναι μια σύνθετη λογοτεχνία με πολλούς ρόλους και γεγονότα που συγκροτούν τη ζοφερή κοινωνικοπολιτική κατάσταση της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
— Ας μιλήσουμε αρχικά για τα «Μπλε καστόρινα παπούτσια», το έργο του Θανάση Σκρουμπέλου. Για τι μιλάει;
Ο υπότιτλος που έχει δώσει ο Σκρουμπέλος στο μυθιστόρημά του μεταφέρει ακριβώς και το πνεύμα του βιβλίου: μια ροκ ιστορία από τις ταραγμένες μέρες του ’64. Για την ακρίβεια, ωστόσο, το μυθιστόρημα απλώνεται και στην προηγούμενη χρονιά.
Ο χρόνος κατά τον οποίο συμβαίνει η ιστορία έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί παρότι τα πρόσωπα και πολλές από τις καταστάσεις που περιγράφονται είναι ή, έστω, φαίνεται να είναι μυθοπλασία, ο συγγραφέας τοποθετεί τους ήρωες στις πραγματικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της Αθήνας του '63 και του '64.
— Ας μιλήσουμε για τη δική σας διασκευή και τι μεταφέρετε στη σκηνή.
Σε κάθε περίπτωση, η μεταφορά ενός βιβλίου 280 σελίδων σε μια παράσταση 100 λεπτών προϋποθέτει μια επιλογή και μια απόφαση του τι θέλουμε να πούμε. Η διασκευή της Νεφέλης Μαϊστράλη επιδιώκει να αποδώσει όσο γίνεται πιο πιστά το πνεύμα του συγγραφέα και το νόημα του μυθιστορήματος, με γνώμονα πάντα τον λόγο για τον οποίο κάνουμε την παράσταση.
Τα «Μπλε καστόρινα παπούτσια» είναι μια σύνθετη λογοτεχνία με πολλούς ρόλους και γεγονότα που συνιστούν τη ζοφερή κοινωνικοπολιτική κατάσταση της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Στο επίκεντρο της δική μας διασκευής βρίσκεται ο Λάζαρος Τρίλιας, ο δεκαεξάχρονος «Μπίκος», που λατρεύει το τραγούδι και πιάνει δουλειά στη «Χαβάη». Όλες οι ιστορίες που «ανοίγουμε» στη σκηνή συνδέονται με αυτόν και φωτίζονται μέσα από τη δική του, ροκ»οπτική.
— Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της παράστασης, το κλίμα που μεταφέρετε και ποιο είναι το επίκεντρό της;
Στόχος της παράστασης είναι να αναδείξει τη συνύπαρξη της σεξουαλικής ορμής με την επαναστατικότητα και την αγωνιστική διάθεση. Η εκδοχή ενός πολυπόθητου ελληνικού Μάη του ’68 που δεν ήρθε ποτέ.
Με βασικά εργαλεία την εξωστρέφεια, το χιούμορ, τον χορό, τις ακραίες φόρμες, τον γρήγορο ρυθμό, τα γκροτέσκα στοιχεία, τις εναλλαγές αφήγησης-δραματοποίησης, τους πολλαπλούς ρόλους και το σπάσιμο των θεατρικών κανόνων επιδιώκουμε να παραστήσουμε αυτή την αντιφατική και έντονη κοινωνική και πολιτική κατάσταση που έζησε η χώρα και οδήγησε στην επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Μέσα από τα μάτια περιθωριακών χαρακτήρων ξεδιπλώνεται η ψυχροπολεμική ιστορία μιας Ελλάδας που βυθίζεται στην ανέχεια, τα εμφυλιακά πάθη, τον συντηρητισμό, το παντοδύναμο παρακράτος, αλλά και μια νέα γενιά που αγωνίζεται για ένα καλύτερο αύριο και θέλει να μπορεί να γιορτάζει τον έρωτα.
— Στο έργο έχουμε μικροϊστορίες μέσα στη μεγάλη ιστορία. Το πλαίσιο είναι ευρύ, η παγκόσμια πολιτικοκοινωνική συνθήκη, με παράλληλα γεγονότα που τρέχουν δίπλα στην ιστορία της «Χαβάης». Πώς τα αφηγείστε;
Ο χρόνος που διαδραματίζεται το έργο είναι κομβικό στοιχείο του μυθιστορήματος και έχουμε επιδιώξει να τον τονώσουμε στη θεατρική απόδοση. Όλα συμβαίνουν την περίοδο 1963-1964, μια πολύ πυκνή εποχή ιστορικά.
Στην Ελλάδα έχουμε επαναλαμβανόμενες εκλογές, με αδυναμία σχηματισμού μιας ισχυρής κυβέρνησης, με την Ένωση Κέντρου να προσπαθεί να κερδίσει έδαφος – όλη η περίοδος από τον Εμφύλιο μέχρι και την επιβολή της δικτατορίας ονομάστηκε από τους ιστορικούς «καχεκτική δημοκρατία», ακόμη και τα χρόνια αυτά που φαινόταν ότι κάτι μπορούσε να αλλάξει. Ο Εμφύλιος έχει τελειώσει μόνο τυπικά, ενώ ουσιαστικά οι ηττημένοι αγωνιστές της αριστεράς είναι κυνηγημένοι, εξόριστοι και φυλακισμένοι, με το αντικομμουνιστικό μίσος να γιγαντώνεται. Οι παλατιανοί, το παρακράτος και οι νεοφερμένοι Αμερικανοί, που παίρνουν τη θέση των Άγγλων, έχουν το πάνω χέρι και διαμορφώνουν τις πολιτικές εξελίξεις.
Ο Λαμπράκης δολοφονείται και η νεολαία εξεγείρεται, απαιτώντας ουσιαστική δημοκρατία. Η δολοφονία του Κένεντι ρίχνει λάδι στη φωτιά της ψυχροπολεμικής προπαγάνδας που μαίνεται παγκοσμίως. Και ο εορτασμός της ανατίναξης της Γέφυρας του Γοργοποτάμου στις 29 Νοεμβρίου του 1964 μετρά δεκατρείς νεκρούς και δεκάδες τραυματίες, με τους διαδηλωτές να φωνάζουν «προβοκάτσια». Αυτά διαβάζει ο Γαζούρης στις εφημερίδες, ακούγοντας τον Πρίσλεϊ απ’ το ραδιοφωνάκι του.
— Ας πάμε στη «Χαβάη», ένα ιστορικό, ας πούμε, καμπαρέ, και στις ιδιαιτερότητές του. Ποιοι φτάνουν εκεί, ποιοι εργάζονται και ποιο είναι το περιβάλλον γενικά;
Η ιστορική «Χαβάη» άνοιξε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, κάτω από το θέατρο Περοκέ, στη πλατεία του Μεταξουργείου. Ο Σκρουμπέλος στο βιβλίο του περιγράφει πολύ εύστοχα το μαγαζί και τους θαμώνες του, «αντί για γυναίκες σέρβιραν άντρες ντυμένοι γυναίκες».
Τα «κορίτσια» της ήταν όλων των κοινωνικών τάξεων· κοινή τους συνισταμένη η επιθυμία τους να ντύνονται κορίτσια και το τίμημα της εκπόρνευσης και της βίας που πλήρωναν, για να μπορούν να αισθάνονται, όσο το δυνατόν, ελεύθερες. Ιδιοκτήτης της ήταν ο κυρ-Χρήστος.
«Ο κυρ-Χρήστος, πρώην Χίτης, ήταν το κουμάντο σε Κολωνό-Βύθουλα Αϊ-Γιώργη-Βοτανικό-Μεταξουργείο. Είχε και πόστα στην κρεαταγορά. Είχε τους νταήδες του […], τους λογιστές του […], τους αχαμνούς του […], και τα σύρματά του με το παρακράτος. Πρώην συνοδοιπόρους και κολέγας της Χ, που είχαν τώρα θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Όλοι αυτοί βοηθούσαν να κυριαρχεί στη νύχτα και την παράνομη αγορά ο κυρ-Χρήστος […]. Όλοι τους πελάτες της "Χαβάης", μαζί και οι καινουριοφερμένοι Αμερικάνοι».
Η «Χαβάη» ήταν ένα καταφύγιο για άτομα με διαφορετική και μη αποδεκτή σεξουαλικότητα και έκφραση φύλου σε μια κοινωνία όπου ακόμα δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια η έννοια της αποδοχής της διαφορετικότητας. Η ιστορία λέει ότι κάποια στιγμή την επισκέφθηκαν ο Τενεσί Ουίλιαμς και ο Τρούμαν Καπότε.
— Η «Χαβάη» είναι ένα κομμάτι της ιστορίας της μετέπειτα ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, ένα μαγαζί αλλιώτικο. Ας μιλήσουμε γι' αυτό.
Η «Χαβάη» αποτελεί ένα ορόσημο για την κοινότητα καθώς εκεί πρωτοδούλεψαν αλλά και έπεσαν θύματα εκμετάλλευσης άτομα, τα οποία, εξαιτίας της σεξουαλικότητας αλλά/ή και του φύλου τους, δεν είχαν άλλες επιλογές.
Πρόκειται για ένα μέρος γεμάτο αντιθέσεις και αντιφάσεις. Η επιβίωση και η αποδοχή (με τους τότε όρους) που εξασφάλιζε για ένα μέρος της κοινότητας συνοδεύονταν από την εκπόρνευση και την κουλτούρα της βίας ως κανονικότητα για τα εργαζόμενα σ’ αυτήν άτομα. Σκληρά περιστατικά ξυλοδαρμών αλλά και δολοφονιών έμειναν ατιμώρητα, αφού η επίτευξη της αποδοχής και της ισότητας φαινόταν, και φαίνεται, μακρινή.
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για τη «Χαβάη». Δεν ευνοούσε φυσικά και η εποχή, αλλά και όσοι την έζησαν δεν έχουν μιλήσει ή δεν έχουν καταγραφεί οι μαρτυρίες τους. Ο Σκρουμπέλος είναι ίσως ο μόνος που περιγράφει καταστάσεις μέσα από το μαγαζί και έχει δηλώσει σε συνέντευξή του ότι τις έχει ωραιοποιήσει, τρόπον τινά, στο βιβλίο του ή δεν έχει συμπεριλάβει τα πολύ άγρια περιστατικά.
«Δεν έχω βάλει όλα τα γεγονότα, τους παρουσιάζω με μια συμπάθεια γιατί ήταν τραγικά πρόσωπα, μυθικά. Με τα φουρό τους, νέα παιδιά...»
— Πώς δουλέψατε εσείς ως ομάδα; Τι παρουσιάζετε στην παράσταση, στις σκηνές σας;
Μας ενδιαφέρουν πολύ ως ομάδα η ιστορική έρευνα και η θεατρική απόδοση μιας πολιτικής πραγματικότητας. Έτσι ξεκινήσαμε να δουλεύουμε. Αφού πήραμε στα χέρια μας τη θεατρική διασκευή, αρχίσαμε να αναζητούμε τα νήματα που θα μας συνδέσουν με αυτή την εποχή και τους ανθρώπους της.
Αφού μελετήσαμε το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, προσπαθήσαμε να τα μεταφέρουμε στη σκηνή με τον ανάλογο σεβασμό, αλλά ελπίζω και με σκηνική τόλμη. Για παράδειγμα, όσον αφορά τη «Χαβάη», προσπαθούμε να αναδείξουμε επί σκηνής τον κόσμο της, με την αγάπη και τη συμπάθεια που του δείχνει ο συγγραφέας. Και φυσικά μέσα από το χιούμορ, που είναι και βασικό όπλο της καλιαρντής, της ιδιωματικής γλώσσας που χρησιμοποιούν τα κορίτσια.
Στη συνέχεια, για να αναδείξουμε το ιστορικό πλαίσιο, στην παράσταση έχουν ενσωματωθεί ντοκουμέντα, αυτούσια αποσπάσματα εφημερίδων, ηχητικά ντοκουμέντα από επίκαιρα, προκηρύξεις των Λαμπράκηδων και συνθήματα που ακούγονταν στον εορτασμό της ανατίναξης της γέφυρας στον Γοργοπόταμο.
— Πώς θέλετε να συνδεθείτε με τους θεατές μέσα από αυτή την αφήγηση;
Θέλουμε να μοιραστούμε αυτή την ιστορία με ειλικρίνεια και κέφι. Μας αρέσουν οι παραστάσεις με ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο που δεν παραγνωρίζουν το κοινωνικό. Εξάλλου, όλες οι σχέσεις εμπεριέχουν την πολιτική θέση και στο μυθιστόρημα του Σκρουμπέλου αυτό γίνεται πολύ καθαρό, από τις πρώτες κιόλας σελίδες.
— Είστε μια ομάδα που βουτάει στην Ιστορία για να τη μελετήσει αλλά και για να στοχαστεί πάνω σε γεγονότα που έχουν επηρεάσει την εξέλιξη και την ιστορία μας μέχρι και σήμερα. Δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω, λοιπόν, για το παρόν, πώς βλέπετε τη σημερινή πολιτική και κοινωνική συγκυρία.
Η πολιτική συγκυρία που βιώνουμε δεν μας αφήνει περιθώρια, μας ωθεί να βγούμε στον δρόμο, διεκδικώντας τα αυτονόητα. Το πρόσφατο πολιτικό έγκλημα που συνέβη στα Τέμπη και οδήγησε στον θάνατο τόσους νέους ανθρώπους είναι η οδυνηρή απόδειξη μιας χώρας κι ενός συστήματος σε σήψη. Καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι και με μια καταφανή παραβίαση των φαινομενικά κεκτημένων συνταγματικών μας δικαιωμάτων και όταν αντιδράμε, η απάντηση, εν ολίγοις, είναι είτε αστυνομική καταστολή είτε αδράνεια και αδιαφορία.
Στον δικό μας κλάδο, εξάλλου, είναι προφανές ότι δεν μας ακούει κανείς εδώ και μήνες που αγωνιζόμαστε κόντρα στην υποβάθμιση των σπουδών μας, ζητώντας την κατάργηση του ΠΔ 85/2022. Τουλάχιστον, είμαστε πολλοί πια και συσπειρωμένοι. Οπότε, υπάρχει ελπίδα.
«Μπλε καστόρινα παπούτσια» στο θέατρο Μπέλλος
Θέατρο Μπέλλος, Κέκροπος 1, Πλάκα, Ακρόπολη
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Μπλε καστόρινα παπούτσια» εδώ.