ΑΡΧΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ '60, Κεραμεικός. Εnter.
Ζούμε σ ένα από τα δωμάτια μιας αυλής, στην οδό Γρανικού, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Στα ραδιόφωνα ακούγονται το «Κάθε λιμάνι και καημός», το «Όσο αξίζεις εσύ» και το «Περιφρόνα με, γλυκιά μου».
Παίζω στον δρόμο κρυφτό με τα κορίτσια («Τζένη Καρέζη, Κώστας Κακκαβάς, Αλίκη Βουγιουκλάκη, ε-σύ-θα-τα-φυ-λάς!»), κυνηγητό με τα αγόρια, «Μήλα» όλοι μαζί και καταλήγω μόνη μου με κάποια γατάκια που προστατεύω. Συμπαθώ πολύ μια καλή κι ευγενική κυρία.
Μου φαίνεται διαφορετική από τις υπόλοιπες, δε φοράει ποτέ γκρίζες ρόμπες, έχει βραχνή φωνή, είναι πολύ ψηλή, θα έλεγα θεόρατη, είναι μελαχρινή και συνδυάζει παντελόνια με πολύ ωραίες λουλουδάτες μπλούζες σε χαρούμενα χρώματα. Μου κάνει εντύπωση η καλοσύνη της, ο τρόπος που μιλάει στις γειτόνισσες, που τις βοηθάει να μεταφέρουν τα ψώνια, να μετακινήσουν κάποια έπιπλα, που νοιάζεται για την υγεία τους, που κερνάει όλους από τα φαγητά που μαγειρεύει, που πρωτοστατεί σε βαψίματα και μετακομίσεις... Εμένα όλο μου χαμογελάει, την πρώτη φορά μάλιστα, που με είδε να κάθομαι σ' ένα περβάζι με τα τρία γατάκια μου, με ρώτησε πώς με λένε.
«Μπέμπα« της λέω
«Και το κανονικό σου όνομα;»
«Δεν έχω ακόμα. Δε μ' έχουν βαφτίσει, αλλά θα με βαφτίσουν, μου είπαν».
(Ήμουν τότε πέντε ετών.)
Άπλωσε τα τριχωτά χέρια της και μου τακτοποίησε τρυφερά τις αφέλειες.
«Εσένα πώς σε λένε;» τη ρωτάω.
«Εγώ είμαι η Βασίλω. Μένεις εδώ;»
«Ναι, μέσα στην αυλή».
«Όταν ξαναπεράσω αύριο, θα σου φέρω καραμέλες και μια κούκλα».
«Λες αλήθεια;»
«Ναι καλέ, αφού γίναμε φίλες!»
Η Βασίλω τήρησε την υπόσχεση. Την επομένη πέρασε από τη Γρανικού και μου έφερε μια μικρή πλαστική κούκλα με κόκκινο φόρεμα, καραμέλες βουτύρου και τσάρλεστον και ένα ακόμη παιχνίδι που λάτρεψα, μια... μικρογραφία κουζίνας με πετρογκάζ, ψυγείο, τραπέζι, καρέκλες, ντουλάπια, πιάτα, ποτήρια, τα πάντα. Διαστάσεις όχι πάνω από 20επί 20 εκατοστά.
Η Βασίλω ήταν φίρμα της εποχής. Ένα τραγικό και μυθικό πρόσωπο. Μια απολύτως Φελλινική φιγούρα. Εμφανιζόταν στη θρυλική "Χαβάη" των αδελφών Κατελάνων, κάτω από το Περοκέ, στο Μεταξουργείο, εκεί που είχαν πάει μέχρι κι ο Τένεσι Ουίλιαμς με τον Τρούμαν Καπότε, για να δουν το σώου που έκαναν οι πιο εντυπωσιακές τραβεστί της εποχής.
Την αγκάλιασα κι εκείνη με σήκωσε στην αγκαλιά της. Έτσι όπως τη φίλησα στο μάγουλο, ένιωσα σαν να με τρύπησαν γένια, όπως όταν φιλούσα τον μπαμπά.
Την Βασίλω την έβλεπα κάθε μέρα στη γειτονιά κι άρχισα να νομίζω ότι μ' αγαπάει, αλλά κι εγώ την αγαπούσα και μ' άρεσαν και τα ρούχα της, που ήταν πάντα χρωματιστά και μύριζαν κολόνια.
Με λέει «Μπεμπούλι» και, όταν αργεί να περάσει από τη γειτονιά, στενοχωριέμαι.
Ένα βράδυ, πεταγόμαστε όλοι έξω, γιατί ακούγονται από τον δρόμο, φωνές και ουρλιαχτά και κατάρες. Πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω να πέφτει ξύλο. Η Βασίλω χτυπιέται άσχημα με τρεις άντρες, μπουνιές, κλοτσιές, κουτουλιές. Κάποιος -λένε- την προσέβαλλε άσχημα, την κορόιδεψε. Πρώτη φορά τη βλέπω αγριεμένη και ο τρόπος που ρίχνει ξύλο με κατατρομάζει.
Το πράσινο φόρεμά της είναι γεμάτο αίματα, όπως και το πρόσωπό της, σαν να έχει σπάσει η μύτη της, ουρλιάζει και βρίζει.
Αρχίζω να κλαίω.
Ένας περαστικός ρωτάει: «Ποια είναι αυτή που δέρνουν;»
«Ο πούστης η Βασίλω!» λέει ο σπιτονοικοκύρης μας και προτρέπει την αστυνομία να την «καθαρίσει την πούστρα για να ξεβρομίσει ο τόπος.»
Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί, ούτε γιατί μυρίζει τόσο άσχημα, αλλά πρέπει να είναι τελικά, πολύ κακός αυτός ο ιδρωμένος αγριάνθρωπος, αφού μιλάει έτσι.
Οι αστυνομικοί που καταφθάνουν, βάζουν τη Βασίλω με χειροπέδες στο περιπολικό, ενώ οι τρεις δαρμένοι παλληκαράδες έχουν εξαφανιστεί. Το πληγωμένο θηρίο με βλέπει που κλαίω, παρά τα αίματα που στάζουν σ όλο της το πρόσωπο κι έχουν ανακατευτεί με το κατακόκκινο κραγιόν της και μου κλείνει το μάτι. Μου χαμογελάει, σαν να με καθησυχάζει.
Δεν την είδα ποτέ ξανά.
Πέρασαν πολλά χρόνια για να μάθω και να καταλάβω ποια ακριβώς ήταν η κυρία με τα χρωματιστά ρούχα, που αγαπούσα.
Η ΒΑΣΙΛΩ ήταν φίρμα της εποχής. Ένα τραγικό και μυθικό πρόσωπο. Μια απολύτως Φελλινική φιγούρα. Εμφανιζόταν στη θρυλική "Χαβάη" των αδελφών Κατελάνων, κάτω από το Περοκέ, στο Μεταξουργείο, εκεί που είχαν πάει μέχρι κι ο Τένεσι Ουίλιαμς με τον Τρούμαν Καπότε, για να δουν το σώου που έκαναν οι πιο εντυπωσιακές τραβεστί της εποχής.
Στη "Χαβάη", λοιπόν, η Βασίλω παρίστανε -μεταξύ άλλων- τον κομφερανσιέ. Ήταν εύστροφη, ετοιμόλογη και με δηλητηριώδες χιούμορ, ιδιαίτερα όταν ανακοίνωνε από μικροφώνου, τις αφίξεις στο μαγαζί, κάποιων Τσιφορικών ζευγαριών.
Εκεί αισθανόταν όμορφα, οικεία, προστατευμένη, ασφαλής, ήταν το καταφύγιό της, συχνά κοιμόταν και μέσα.
Λέγεται πως μέχρι το 1968 που την έκλεισαν, είχαν σφάξει εκεί 5 ανθρώπους. Κάποιους άντρες που δε σεβάστηκαν -λένε- τους κανόνες της κι επεχείρησαν τσαμπουκάδες. Ποιος ξέρει πού να είναι η αλήθεια...
Εκείνη πάντως, στην "Χαβάη", ήταν η σταρ, η φίρμα, οι περισσότεροι πήγαιναν για να τη δουν και να τους κράξει. Ήταν η πιο εκρηκτική, η πιο αστεία, η πιο αυθεντική ντίβα.
Αυτή όμως, ήταν για τους άλλους.
Η δική μου κυρία Βασίλω, όπως την αποκαλούσα (και γέλαγε γιατί της φαινόταν πολύ αστείο), έμαθα αργότερα, ότι εμφανίστηκε στη γειτονιά, μερικά χρόνια μετά τον εμφύλιο. Άλλοι έλεγαν πως είχε δικό της μπορντέλο, φημισμένο για τα πιο ωραία κορίτσια της πόλης, για τα κουβαρντάδικα κεράσματά της στους πελάτες και την αστραφτερή καθαριότητά του και άλλοι πως εξυπηρετούσε διάφορους οίκους ανοχής της περιοχής, σε θέματα προστασίας και καθαριότητας.
Στο μυαλό μου είναι πάντα ολοζώντανη η παρουσία της, γιατί ήταν από τα πιο αγαπητά πρόσωπα της γειτονιάς μου. Μιλούσε με όλο τον κόσμο, ενδιαφερόταν για τα προβλήματα των ανθρώπων που ζούσαν δίπλα της, χαρτζιλίκωνε διακριτικά φτωχές οικογένειες, βοηθούσε στις δουλειές τους ανήμπορους, μαγείρευε τέλεια και πάντα κερνούσε μεζέ με ούζο τους γείτονες, άσε που άπλωνε και τις πιο φαντασμαγορικές μπουγάδες, που μόνο στον ιταλικό νότο είδα, πολλά χρόνια μετά, ισάξιές τους.
Όταν μάλιστα, τραγουδώντας, αράδιαζε στα σκοινιά, για να αεριστούν τα λαμέ και τα φουρώ και τις παγιέτες και τα μποά, ήταν η καλύτερή μου. Χάζευα -και ζήλευα- τα κοστούμια του σώου της στη Χαβαη, με τις ώρες. Κάποτε μου είχε δείξει και κάτι τεράστιες χρυσές και κόκκινες γόβες της, που της παράγγελνε σ έναν ειδικό υποδηματοποιό στο Μοναστηράκι.
«Σαν τάφος μικρού παιδιού δεν είναι Μπεμπούλι;» με ρώτησε μια φορά, γελώντας.
«Δες γοβάκι Σταχτοπούτας, 46 νούμερο!»
Δεν ήταν ούτε προκλητική, ούτε ενοχλητική, ούτε κάτι εξωτικό ή περιθωριακό. Ποτέ δεν ένιωσα κάποια διαφορετικότητα. Ένιωσα μόνο, όπως και οι περισσότεροι στη γειτονιά, πως ήταν ένας ευγενικός άνθρωπος, γεμάτος αλληλεγγύη, συμπόνια και ενδιαφέρον για όλους...
Ο πιο γελαστός κι ο πιο γενναιόδωρος. Που και που βέβαια έριχνε και καμιά ξανάστροφη σε κάτι αναιδείς που πείραζαν χυδαία τα κορίτσια. Θεωρούσε αδιανόητο να ενοχλεί ο ένας τον άλλον. Όπως θεωρούσε και αμαρτία την αδικία κι ένιωθε την ανάγκη να προστατεύει τους ανθρώπους.
Την Βασίλω που κάποιοι έσφαξαν ένα ξημέρωμα, εκεί κοντά στα στέκια των φορτηγατζήδων, στην Κωνσταντινουπόλεως και που ο φάκελός της έκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες, νομίζω πως τη βλέπω ακόμη, εκεί στο παρκάκι της εκκλησίας, κάθε φορά που περνάω με το αυτοκίνητο.
Κάθεται στο ίδιο πάντα παγκάκι και πιάνει κουβέντα με τον Μάτσε Ντάλες, τον πλανόδιο "ξηροκαρπά", που μοίραζε δωρεάν ζεστά φυστίκια, για να σε πείσει ν αγοράσεις...
Κι ύστερα, αν περνούσε από εκεί κι ο Αντρέας η Φτερού, με ολόφρεσκα κουτσομπολιά από την οδό Αθηνάς, την Μπρίλλη και την Γαβριέλα, θα στηνόταν ολόκληρο γλέντι.
Η Βασίλω φεύγοντας, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '60, υποψιάζομαι πως έγινε ένας μικρός θεός.
Φεύγοντας, θα έριξε μια τελευταία ματωμένη ματιά, γύρω της και θα σκέφτηκε πως, αφού δεν κατάφερε να καταστρέψει τον κόσμο που της δόθηκε και να βάλει στη θέση του έναν άλλον, ας πετάξει μακρυά και τη φαλτσέτα που κρατούσε στα μέτρα των φόβων της...
Έτσι ήσυχη πια και άοπλη , θα μπήκε από την μαγική πύλη του σινεμά "Περουζέ", της Κωνσταντινουπόλεως, στον κήπο των Εσπερίδων.
Ολομόναχη. Χωρίς να φοβάται το φίδι με τα εκατό κεφάλια. Χωρίς βοήθεια από τον Άτλαντα. Μόνη της άλλωστε καθάριζε πάντα. Θα μπήκε λοιπόν και θα έκλεψε τα χρυσά τα μήλα, που πάνε κι ασορτί με τις χρυσές τις γόβες της.
Μετά, θα έβαλε στο πικ απ την Πόλυ Πάνου να λέει «Της αμαρτίας το στρατί», για να το τραγουδήσει μαζί της.
Στης αμαρτίας το στρατί εγώ κι αν περπατάω,
τα χάδια μου και το κορμί εγώ κι αν τα πουλάω,
κι αν ο καθένας εύκολη κι ανήθικη με λέει,
για το κατάντημα μου αυτό, η κοινωνία φταίει.
Κι όταν θα έφτασε στη στροφή που λέει:
Κι αν για πελάτες φανερά γυρεύω ευκαιρίες,
κι αν με κοιτούν ειρωνικά οι έντιμες κυρίες,
είν' ευκαιρία να τους πω κι εγώ με ειρωνεία:
Κυρίες μου, ειρωνικά δέστε την κοινωνία.
αυτό, θα το είπε, σχεδόν απαγγέλοντας, μιμούμενη -όσο πιο αστεία γινόταν- την τραγουδίστρια και το παχύ της σίγμα. Θα ήπιε μονοκοπανιά κι ένα διπλό βερμούτ.
Ύστερα θα πάτησε το κουμπί διαγραφής ανεπιθύμητων σκέψεων και θα έκανε τα μήλα των Εσπερίδων κομπόστα για τα γεράματα της αγίας πούστρας.
Στο άρθρο, περιέχεται μικρό απόσπασμα από το βιβλίο "Κίτρινο Υποβρύχιο" της Σεμίνας Διγενή. (Εκδόσεις Πατάκη).