Λέγεται ότι ήταν πρότυπο της μόδας και του στυλ στην εποχή της, ότι οι κυρίες της αστικής Αθήνας πήγαιναν να δουν πώς ήταν ντυμένη στη σκηνή (με ρούχα και τουαλέτες που έρχονταν ειδικά γι’ αυτήν από το Παρίσι), για να τη μιμηθούν. Αλλά δεν ήταν μία ακόμα κοσμική, ήταν μια απολύτως αφοσιωμένη στο θέατρο ηθοποιός και σκηνοθέτις, που επέβαλε στο αστικό κοινό πρωτοποριακά έργα, ανάμεσά τους ακόμα και κάποια με τους πρώτους λεσβιακούς ρόλους στην αθηναϊκή σκηνή.
Παράλληλα, ήταν εκείνη που στήριξε περισσότερο απ' οποιαδήποτε άλλη θιασάρχισσα τον Κάρολο Κουν ως σκηνοθέτη στο ελεύθερο θέατρο, ενώ οι σημαντικότεροι πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες τα πρώτα τους βήματα δίπλα της τα έκαναν, από τη Λαμπέτη και τη Μελίνα μέχρι την Αλίκη και τη Φόνσου (την οποία ανέλαβε από παιδάκι και τη στήριξε σε όλη της την εκπαίδευση, μέχρι να σταθεί στα πόδια της), και από τον Ηλιόπουλο, τον Αλεξανδράκη και τον Κωνσταντίνου μέχρι τον Ληναίο και άλλους πολλούς.
Συνεργάστηκε με κορυφαίους συναδέλφους της, όπως ο Βεάκης, ο Παππάς, ο Μουσούρης, ο Καρούσος, ο Χορν, ο Μυράτ, η Καλογερίκου, η Κυβέλη, ο Λογοθετίδης, ο Κατράκης – τελειωμό δεν έχει η λίστα της μακράς πορείας της στο θέατρο. Το οποίο δεν «πρόδωσε» ποτέ για χάρη του κινηματογράφου, με αποτέλεσμα να είναι εντελώς άγνωστη στις νεότερες γενιές, να μη λέει κάτι ούτε ως όνομα του παλιού καιρού, παρόλο που στην εποχή της αποτελούσε, μαζί με την Κοτοπούλη και την Κυβέλη, τη σημαντικότερη πρωταγωνίστρια της αθηναϊκής σκηνής. Μια εποχή που κυριαρχούσαν οι μεγάλες κυρίες του θεάτρου, οι σκηνοθέτες δεν ήταν ακόμα σταρ και η έννοια του ανσάμπλ περίπου ανύπαρκτη.
Τίποτα δεν μ’ έχει ικανοποιήσει σαν το θέατρο. Το θέατρο είναι ένα πάθος που σε κυριεύει, ένα μεθύσι. Δεν μπορείς να το κόψεις, να λιγοστέψεις τη δόση. Το κόβεις σαν το τσιγάρο. Ή θα το κόψεις εντελώς ή… δεν χωράνε ημίμετρα.
Ανάμεσα στα εγκωμιαστικά κείμενα που έχουν συγκεντρωθεί και απαρτίζουν μία αφιερωματική έκδοση για τα Δεκαπεντάχρονα της μεγάλης κυρίας του ελεύθερου ελληνικού θεάτρου, της Κατερίνας Ανδρεάδη, όπως εκείνα των πολιτικών Νικολάου Πλαστήρα και Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, υπάρχει και μια μαρτυρία που φωτίζει την προσωπικότητά της περισσότερο. Ανήκει στον πρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων Γεώργιο Ασημακόπουλο.
Αναφέρεται στην πρεμιέρα, εν μέσω Κατοχής, το 1941, του έργου «Καλή Ελπίδα», όπου, σύμφωνα με τον συγγραφέα του, Χάγκερμαν, έπρεπε να ακουστεί η Μασσαλιώτιδα. Μόνο ένας τρελός θα τολμούσε να το κάνει. Εκείνη, θέλετε «τρελή», θέλετε τολμηρή, παθιασμένη με την ακεραιότητα της θεατρικής πράξης ή την ελευθερία, το έκανε! Και συνέχισε να ανεβάζει έργα καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, προσφέροντας στον αθηναϊκό λαό ψυχαγωγία και πνευματική τροφή.
Γιατί η Κυρία Κατερίνα, παρόλο που έδρασε στο ελεύθερο εμπορικό θέατρο, το οποίο υπηρέτησε ως θιασάρχισσα και πρωταγωνίστρια για σαράντα χρόνια πάνω-κάτω, διέθετε ένα ξεχωριστό ρεπερτόριο, που συμπεριελάμβανε τόσο σημαντικά κλασικά έργα του παγκόσμιου θεάτρου όσο και ελαφριές κωμωδίες και ελληνικά έργα που άφησαν εποχή.
Ο Αλέξης Σολομός λέει στο δικό του σημείωμα: «Ξεχνάμε το κρυφό σχολείο στα χρόνια της Κατοχής; Τα εγγλέζικα έργα με τα γαλλικά ονόματα, τα αμερικανικά βιβλία με το ιρλανδέζικο εξώφυλλο;».
Ήδη μέχρι την επέτειο των δεκαπέντε χρόνων δράσης της μετρούσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, εκατόν δέκα έργα, εκ των οποίων τα δεκαεφτά ελληνικά. Και δεν ήταν μόνο αυτή η πορεία της, είχαν προηγηθεί και τα χρόνια του Εθνικού Θεάτρου, στο οποίο συμμετείχε για μια τριετία.
Αλλά ας πάρουμε την ιστορία της από την αρχή. Η Κατερίνα Καρύδα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1903, γόνος πλούσιας οικογένειας και μαθήτρια του Αρσακείου. Το θέατρο δεν ήταν η πρώτη της αγάπη, έτυχε να το ανακαλύψει χάρη σε μια συμμαθήτρια και φίλη της και κάπως έπεισε τους δικούς της (λέγοντάς τους ότι «θα πάω να μάθω να λέω κάνα ποιηματάκι στα πάρτι») να την αφήσουν παρακολουθήσει την Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου του Θεοδώρου Συναδινού, πρωτεργάτη της θεατρικής παιδείας στην Ελλάδα και ιδρυτή του Θεατρικού Μουσείου.
Με την αποφοίτησή της συμμετείχε σε δύο παραστάσεις του Φώτου Πολίτη και αμέσως μετά έφυγε στη Βιέννη, για να φοιτήσει στην περίφημη σχολή του Μαξ Ράινχαρντ. Πτυχίο πήρε στην υποκριτική αλλά και στη σκηνοθεσία και ο σπουδαίος της δάσκαλος την ενέταξε στη διανομή του «Δύσκολου» του Χόφμανσταλ, που παίχτηκε στις διεθνείς γιορτές του Σάλτσμπουργκ.
Αν επέλεγε να μείνει στην Αυστρία, είναι περίπου βέβαιο ότι θα είχε μια αξιοζήλευτη πορεία σε μία από τις πιο διάσημες θεατρικές πιάτσες της καλλιτεχνικής ζωής της Ευρώπης του Μεσοπολέμου, καθώς ήδη της είχαν δώσει τον ρόλο της Ολίβια στη «Δωδεκάτη Νύχτα», αλλά τόσο η πίεση από την πλευρά της οικογένειάς της να επιστρέψει στην Ελλάδα όσο και η υπενθύμιση του παλιού της δασκάλου, του Πολίτη, ότι όφειλε να συμμετάσχει στο νεοϊδρυθέν Εθνικό Θέατρο (τότε Βασιλικό) την έφεραν πίσω στην Αθήνα.
Έτσι, τον Μάιο του 1932 έπαιξε στη μονόπρακτη κωμωδία του Μεριμέ «Η άμαξα». Παντρεμένη με τον δικηγόρο Δημήτρη Ανδρεάδη, θα λανσαριστεί με το νέο της όνομα και θα μείνει για τρία χρόνια στο Εθνικό, παίζοντας θαυμάσιους ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου δίπλα στους καλύτερους της γενιάς εκείνης, την Παξινού, την Παπαδάκη, τον Βεάκη, τον Μινωτή, τον Γληνό, τον Δενδραμή, τον Κατράκη και άλλους, σε έργα του Σαίξπηρ, του Μπίχνερ, του Σο, του Μολιέρου, του Γκολντόνι, του Ίψεν και άλλων.
Ο πρόωρος θάνατος του Πολίτη την έκανε να αποχωρήσει –και δεν ήταν η μόνη– και να ξεκινήσει μια μεγάλη προσωπική πορεία στο ελεύθερο θέατρο. Η πρώτη της απόπειρα πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1935 με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και αμέσως μετά μαζί με τους Δημήτρη Μυράτ και Περικλή Γαβριηλίδη, με τους οποίους συγκρότησε θίασο.
Όταν πήρε διαζύγιο από τον άντρα της, εκείνος της απαγόρευσε να χρησιμοποιεί το επώνυμό του, με αποτέλεσμα να συνεχίσει τη θιασαρχική της διαδρομή ως Κυρία Κατερίνα με τον Ελεύθερο Καλλιτεχνικό Οργανισμό. Έτσι ονόμασε τον θίασό της, όταν το μεταξικό καθεστώς απαίτησε να επιστρέψει στο Εθνικό, αλλιώς θα έπρεπε να ξεχάσει το θέατρό της.
Εκείνη δεν πτοήθηκε και με σύμμαχο το κοινό της συνέχισε να ανεβάζει έργα. Καλλιεργημένη όσο λίγοι, πολύγλωσση, ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό ήδη από εκείνη την εποχή για να ενημερώνεται θεατρικά, συναντούσε διεθνείς προσωπικότητες, διάβαζε αναρίθμητα έργα για να επιλέξει κάποιο και όταν κάτι που ανέβαζε δεν άρεσε, είχε την ψυχραιμία και το κουράγιο να το κατεβάσει αμέσως και να περάσει στο επόμενο.
Εκπτώσεις δεν έκανε ποτέ, επέμενε να παίζει από Σαίξπηρ μέχρι Ίψεν, από Λόρκα μέχρι Ντε Φίλιππο και Πιραντέλο, χωρίς να τους θεωρεί αντιεμπορικές επιλογές. Έτσι, το 1937 πρωταγωνίστησε στο «Ημέρωμα της στρίγγλας» και το 1938 στο «Αγρίμι» του Ανούιγ, ενώ, εν μέσω Κατοχής, το 1943, επέλεξε να ανεβάσει το «Παράξενο Ιντερμέδιο» του Ο'Νιλ σε σκηνοθεσία του Γιαννούλη Σαραντίδη και λίγο μετά την «Κυρία δεν με μέλει» του Σαρντού.
Αν και τα θέατρα τότε άλλαζαν συνεχώς παραστάσεις, επρόκειτο για έργα δύσκολα, κλασικά ή πρωτοποριακά, που απαιτούσαν σοβαρό και εκπαιδευμένο κοινό. Πρώτη ανέβασε, πάντως, και τη «Μαντάμ Σουσού» του Ψαθά, με τον Αιμίλιο Βεάκη, αποδεικνύοντας, όχι για πρώτη φορά, ότι διέθετε και κωμική φλέβα. Ας μην ξεχνάμε και δύο άκρως αμφιλεγόμενα έργα με γκέι χαρακτήρες, τις «Αθώες» («Children’s Hour») της Χέλμαν το 1938 και το «Ο σκοτωμός της αδελφής Τζωρτζ» του Μάρκους το 1966.
Με τον Κουν η συνεργασία τους ξεκίνησε το 1938, με την «Έντα Γκάμπλερ», και συνεχίστηκε με Ίψεν, το «Κουκλόσπιτο», όπου είχε τον ρόλο της Νόρα, και την «Κυρά της θάλασσας», αλλά και με το «Ευλαβικό γύναιο» του Σαρτρ, το «Απόλλων του Μπελάκ» του Ζιροντού (στο οποίο έπαιζε και η νέα τότε Λαμπέτη, με την οποία κοντραρίστηκαν από την πρώτη στιγμή), το «Άνθρωποι και όπλα» του Μπέρναρντ Σο, τις τολμηρές για την εποχή «Μικρές Αλεπούδες» της Χέλμαν αλλά και διάφορα μπουλβάρ και ελαφριά έργα – εκείνη την περίοδο, λόγω οικονομικών περιπετειών, ο σπουδαίος θεατράνθρωπος και το πνευματικό του παιδί, το Θέατρο Τέχνης, βρίσκονταν σε δυσμενείς συνθήκες.
Η Κυρία Κατερίνα, που επένδυσε ολόκληρη την προσωπική της περιουσία στον θίασό της, ήξερε να χειρίζεται το αστικό κοινό, ενώ, συχνά-πυκνά, όπως όλοι εκείνα τα χρόνια, πραγματοποιούσε πολύμηνες τουρνέ που πρόσφεραν ψυχαγωγία στις ελληνικές παροικίες της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, του Καΐρου και του Χαρτούμ, ανατροφοδοτώντας το ταμείο.
Το 1945, με την Απελευθέρωση, ανεβάζει τη «Μικρή μας πόλη», το εμβληματικό έργο του Θόρντον Γουάιλντερ, για πρώτη φορά στην Αθήνα, σε σκηνοθεσία του Ντίνου Γιαννόπουλου, και το κοινό, επίσης για πρώτη φορά, αντιμετωπίζει ένα έργο ιδιαίτερα πειραματικό μέσα στην απλότητά του. Καθώς θεωρείται «υπερπρωτοποριακό», κατεβαίνει άρον-άρον και ακολουθεί ένα έργο ακόμα πιο δύσκολο, αλλά κατά κάποιον τρόπο «ελληνικό», το «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ο’Νιλ σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Οι κριτικοί παραληρούν με το παράτολμο εγχείρημα των τρεισήμισι ωρών, ενώ δίπλα της αναδεικνύεται μια νέα πρωταγωνίστρια, η νεαρή Μελίνα Μερκούρη.
Ο θίασος συνεργαζόταν με βετεράνους, όπως ο Γιώργος Παππάς και ο Χριστόφορος Νέζερ, αλλά και με την Ελένη Χατζηαργύρη. Το 1949, παρακολουθώντας ακρόαση του εικοσάχρονου Αλέκου Αλεξανδράκη για ένα έργο που ετοίμαζε, εντυπωσιάζεται τόσο πολύ από τον τριτοετή του Εθνικού, που αλλάζει έργο για να πρωταγωνιστήσει εκείνος και να αναδείξει έναν νέο ζεν πρεμιέ με τη «Φθινοπωρινή Παλίρροια» της Δάφνης ντι Μοριέ.
Στον θίασο συμπεριλαμβανόταν και η Έλλη Λαμπέτη – ο λόγος για τον οποίο επέστρεψε στον θίασο, καθώς δεν είχαν καθόλου καλές σχέσεις με την Κυρία Κατερίνα, όπως ήδη αναφέραμε, ήταν ο Αλεξανδράκης, με τον οποίο ζούσε τότε έναν μεγάλο έρωτα. Έπαιξε και στο επόμενο έργο, τους «Τρομεροί Ερασταί» του Κάουαρντ, αλλά όταν εκείνος ακολούθησε την Κυρία Κατερίνα σε μεγάλη τουρνέ στην Αφρική, εκείνη τον εγκατέλειψε, βαθιά απογοητευμένη – ουσιαστικά δεν του το συγχώρεσε ποτέ.
Εκείνη τη χρονιά ανέβασε και το «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», για δεύτερη φορά, θέλοντας να προβάλει τον Αλεξανδράκη σε έναν ακόμα πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο θίασος πλαισιωνόταν από τον Τίτο Βανδή και τον μετέπειτα σκηνοθέτη Κώστα Μπάκα, αλλά και από τον Αιμίλιο Βεάκη, ένα ανομοιογενές σύνολο που έτυχε και μιας επεισοδιακής πρεμιέρας, καθώς, ανάμεσα στα πολλά λάθη που έγιναν κατά τη διάρκειά της, ήταν και το ότι ένας ηθοποιός βρέθηκε γυμνός επί σκηνής, με το σώβρακο πεσμένο. Μ' αυτή την ιστορία γελούσαν για χρόνια στο θεατρικό σινάφι.Τελικά, η παράσταση κατέβηκε σε μία εβδομάδα.
Σημαντικό θεατρικό γεγονός μεταπολεμικά ήταν και η επιστροφή της Κυβέλης στην υποκριτική, καθώς, λόγω του γάμου της με τον Γεώργιο Παπανδρέου, είχε εγκαταλείψει το θέατρο. Έτσι, η έκτακτη εμφάνισή της δίπλα στην Κυρία Κατερίνα τον Δεκέμβρη τον 1956 στην «Αναστασία» των Μορέτ και Μπόλτον, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Μάριου Πλωρίτη, στη γνωστή ιστορία της υποτιθέμενης πριγκίπισσας Ρομανόφ, κληρονόμου του τελευταίου τσάρου, έκανε αίσθηση και πρόσθεσε ακόμα περισσότερη αίγλη στον θίασο. Στον ρόλο του απατεώνα πρίγκιπα Μπούνιν ήταν ο Λάμπρος Κωσταντάρας, ένας ακόμα μόνιμος συνεργάτης της Κατερίνας.
Εκείνο το διάστημα ο Πλωρίτης σχετιζόταν με τη νεαρή Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία, όπως ήταν φυσικό, πήρε βασικό ρόλο στην επόμενη παράσταση, τη «Θεατρίνα» του Σόμερσετ Μομ, σε σκηνοθεσία του ίδιου. Δίπλα στην Κατερίνα η Αλίκη έκανε τις πρώτες της μεγάλες προσωπικές επιτυχίες, καθώς, μετά το ντεμπούτο της, ακολούθησαν το «Κονσέρτο» του Χέρμαν Μπαρ, ο «Άγονος Κήπος» της Έντιτ Μπάνιολντ και το «Δίχτυ της αράχνης» της Άγκαθα Κρίστι.
Τελειομανής στους στόχους της, από τον θίασό της πέρασαν οι καλύτεροι σε κάθε τομέα, ο Σολομός και ο Καραντινός στη σκηνοθεσία, ο Γιαννίδης, ο Χατζιδάκις και ο Παρίδης στη μουσική, ο Τσαρούχης, ο Στεφανέλλης, ο Βακαλό και ο Φωκάς στη σκηνογραφία και στα κοστούμια, ο Γριμάνης και ο Ρίτσος ως χορευτές, και άλλοι πολλοί. Κυρίως, όμως, η έγνοια της ήταν η ανεύρεση και η ανάδειξη νέων, ταλαντούχων ηθοποιών. Ένας από αυτούς ήταν και ο Γιώργος Κωνσταντίνου, σχεδόν αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το Θέατρο Τέχνης.
Θυμάται σήμερα ο ίδιος: «Έπαιξα μαζί της δύο έργα. Το ένα λεγόταν "Αντροτραγανίστρα" και το άλλο ήταν "Η χαρτοπαίχτρα", μια τρομερή επιτυχία για την εποχή, ένα πολύ έξυπνο έργο – ήταν και ο Ψαθάς στα πάνω του. Έτσι τη γνώρισα, ήταν μια πολύ σοβαρή γυναίκα, αφοσιωμένη στην τέχνη της, στη δουλειά της, προσιτή, φερόταν πολύ καλά, απ’ ό,τι θυμάμαι. Ήταν μια γυναίκα ουσιαστικά μοναχική, αυτό το θυμάμαι, γιατί μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, που τα θέατρα δεν παίζουν ποτέ, αποφάσισαν με τον παραγωγό, τον Μπουρνέλη, επίσης μοναχικό άνθρωπο, να παίξουμε. Αυτό δεν είχε γίνει ποτέ στα ελληνικά δεδομένα και μας έπιασε όλους κατάθλιψη. Θυμάμαι που μας είπε ο Μπουρνέλης "μη στενοχωριέστε, γιατί υπάρχουν μοναχικοί άνθρωποι που εκείνο το βράδυ δεν έχουν τι να κάνουν, ας τους δώσουμε την ευκαιρία να έρθουν στο θέατρο". Η Κατερίνα δεν είχε καμία αντίρρηση γιατί ζούσε μόνη και όλη της η ζωή ήταν στο θέατρο. Θυμάμαι, επίσης, ότι είχε πάντα στο καμαρίνι της ένα κομμάτι τυρί φέτα, το οποίο έτρωγε ολόκληρο κάθε βράδυ. Αυτές ήταν οι σχέσεις μας, δεν είχαμε κάτι παραπάνω, δεν βγαίναμε, εκτός από ένα μεγάλο τραπέζι που μας έκανε ο Μπουρνέλης για τις εκατό παραστάσεις της "Χαρτοπαίχτρας". Αν και τη γνώρισα σε δύο κωμωδίες, δεν θεωρώ ότι ήταν κωμική ηθοποιός. Το γέλιο το προκαλούσε με το βλέμμα και τις κινήσεις της που δημιουργούσαν την έκπληξη και την ανατροπή, δεν έκανε τίποτα περιττό. Ήταν περισσότερο για σοβαρό έργο και όχι για κωμωδία. Πάντα άψογα ντυμένη –ήταν και η εποχή τέτοια, καθώς οι πρωταγωνίστριες ήταν ντίβες–, ήταν κάτι εντυπωσιακό. Όταν τέλειωσε η σεζόν και ήταν να φύγω, θυμάμαι ότι με χαιρέτησε μελαγχολικά και μου είπε "καλή επιτυχία να έχεις"».
Η «Χαρτοπαίχτρα» γράφτηκε από τον Ψαθά για εκείνη, χάρη στην πολύ καλή συνεργασία χρόνων και τις επιτυχίες που είχαν προηγηθεί. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 7 Νοεμβρίου του 1963 και είχε τεράστια επιτυχία που κράτησε τρεις σεζόν, σημειώνοντας περισσότερες από επτακόσιες παραστάσεις, πριν από την κινηματογραφική μεταφορά από τον Δαλιανίδη, που επίσης αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία.
Ο σκηνοθέτης των μεγάλων επιτυχιών της Φίνος Φιλμ δεν πρότεινε ποτέ τον ρόλο στη σπουδαία θεατρίνα γιατί πίστευε ότι η σχέση της με τη χαρτοπαιξία δεν ήταν ρεαλιστική, σε αντίθεση με τη Βλαχοπούλου, η οποία έπαιξε τον θρυλικό ρόλο στο πανί. Από τη θεατρική διανομή μόνο η Σαπφώ Νοταρά συμμετείχε στην ταινία, επαναλαμβάνοντας την ξεκαρδιστική ερμηνεία της ως οικονόμου του σπιτιού.
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η Κυρία Κατερίνα διέθετε δικό της θερινό θέατρο επί της οδού Πατησίων, στον αριθμό 91-93, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε το κτίριο του ΟΤΕ, το οποίο γέμιζε από το πιστό της κοινό κάθε χρόνο από νωρίς, στο τέλος της άνοιξης, μέχρι τις αρχές φθινοπώρου, μέχρι που έκλεισε.
Ένας άλλος βετεράνος πρωταγωνιστής ήταν ο Στέφανος Ληναίος, ο οποίος έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο επεισοδιακό «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» το ’49, ενώ έπαιξε δίπλα της σε όλες τις επιτυχίες του θιάσου μεταξύ 1961 και 1964.
Θυμάται σήμερα: «Είχε μια απίστευτη εργατικότητά και αφοσίωση στο λειτούργημα του θεάτρου και μια ζεστασιά που πρόσφερε στους νέους ηθοποιούς. Μας έπαιρνε στο σπίτι της πολλές φορές για πρόβες και το καλοκαίρι στο εξοχικό της. Νιώθαμε δικοί της άνθρωποι. Ήρθε στον γάμο μας με την Έλλη Φωτίου, ενώ η ανθρωπιά της φάνηκε το 1977, όταν το θέατρο Άλφα έπαθε μεγάλη ζημιά από την πλημμύρα της Αθήνας, με μια συγκινητική η κάρτα που μας έστειλε: "Στέφανέ μου... Έλλη μου... Σας εύχομαι έναν πολύ ευτυχισμένο χρόνο που έρχεται. Και να σας ξεπληρώσει όλα τα σπασμένα και τα βρεγμένα που σας χρωστάει ο χρόνος που φεύγει. Σας φιλώ. Κατερίνα". Παρουσίασε σπουδαία ελληνικά και ξένα έργα. Πρόσφερε στο μεγάλο κοινό, που την αγκάλιασε, παραστάσεις υψηλού επιπέδου, με σπουδαίους ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Το κυριότερο, εμπιστεύτηκε πολλούς νέους ηθοποιούς που καταξιώθηκαν και μετέφεραν το πάθος της στο θέατρο και τον σεβασμό της στο θεατή. Επίσης, ήταν μακριά από παρασκήνια και ανταγωνισμούς, δεχόταν οποιαδήποτε κριτική θεατών και κριτικών, χωρίς καμιά κακία. Ήταν όμως πολύ σκληρή σε οποιαδήποτε περίπτωση δυσφήμησης του θεάτρου και αχαριστίας κάποιων συνεργατών της. Τόσο σκληρή, που θυσίασε στην κυριολεξία την προσωπική της ζωής. Δεν έκανε τίποτε άλλο παρά θέατρο και μόνο θέατρο».
Ο μόνος άντρας με τον οποίο συνδέθηκε μετά τον Ανδρεάδη ήταν ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Τίτος Φαρμάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του θιάσου της, αν και δεν έμειναν μαζί μέχρι το τέλος. Όσο για την τελευταία αυλαία, την έριξε συνεργαζόμενη με την αιώνια «ανταγωνίστριά» της, την Έλλη Λαμπέτη, σε δύο παραστάσεις τη χειμερινή περίοδο 1972- 73 στο θέατρο Διάνα, σε μια αποτυχία, την «Τυφλόμυγα» του Λίκμπορν, και μια επιτυχία, τις «Μικρές Αλεπούδες» της Χέλμαν, όπου συμμετείχε και η νεότατη τότε Κάτια Δανδουλάκη.
Παρόλα τα χρόνια που είχαν περάσει από την πρώτη τους συνάντηση, η αμοιβαία αντιπάθεια δεν είχε σβήσει και ήταν φανερή ακόμα και κάτω από τη σκηνή. Ωστόσο, όταν ρωτήθηκε από τη Μαρία Ρεζάν στην τελευταία της συνέντευξη, το 1982, ποια εκτιμούσε από τις συναδέλφους της, η απάντησή της ήταν «… Λαμπέτη και πάλι Λαμπέτη και πάντα Λαμπέτη»…! Και όταν η δημοσιογράφος επέμενε να τη ρωτάει γιατί δεν επιστρέφει με έναν σπουδαίο ρόλο, απάντησε: «Τίποτα δεν μ’ έχει ικανοποιήσει σαν το θέατρο. Το θέατρο είναι ένα πάθος που σε κυριεύει, ένα μεθύσι. Δεν μπορείς να το κόψεις, να λιγοστέψεις τη δόση. Το κόβεις σαν το τσιγάρο. Ή θα το κόψεις εντελώς ή… δεν χωράνε ημίμετρα».
Όντως, έκτοτε δεν ενέδωσε σε καμία πρόταση για επιστροφή στο θέατρο, όσο ελκυστική και να ήταν. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της αποτραβηγμένη στο σπίτι της, στη Νέα Μάκρη, απολαμβάνοντας την ησυχία της φύσης, μακριά από εντάσεις και χειροκροτήματα. Πέθανε σε ηλικία 90 ετών, την 1η Μαΐου 1993.
Ευχαριστούμε τον κ. Νίκο Χαρλαύτη για την παραχώρηση του αρχείου του.