«Ο ηθοποιός, αγαπητέ μου, είναι σαν τον αθλητή. Πρέπει να ξέρει ακριβώς τη στιγμή που οφείλει να αποχωρήσει. Είναι πιο σοφό να αφήνεις εσύ το θέατρο, παρά να σε αφήνει εκείνο…» Τα λόγια αυτά, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Εθνικό θέατρο, εξήντα χρόνια σκηνή και παρασκήνιο» του Βασίλη Κανάκη, ανήκουν στον πιο λαμπερό και δημοφιλή ζεν πρεμιέ της προπολεμικής Αθήνας, τον Νίκο Δενδραμή. Έναν ηθοποιό που άφησε εποχή χάρη σε μια σειρά από σπουδαίες παραστάσεις της πρώτης περιόδου του Εθνικού Θεάτρου, αλλά και νωρίτερα, δίπλα σε πρωταγωνίστριες-θιασάρχες όπως η Κυβέλη και η Κοτοπούλη, παίζοντας σημαντικούς ρόλους, που έμελλε όμως να εγκαταλείψει το θέατρο οριστικά και αμετάκλητα στα σαράντα τέσσερά του χωρίς καμία εξήγηση, στο απόγειο της καριέρας του. Αυτή η απόφαση εξέπληξε και σόκαρε τόσο τους σπουδαίους θεατρανθρώπους της εποχής του όσο και την αστική θεατρόφιλη Αθήνα, που δεν κατάλαβε ποτέ γιατί ο αγαπημένος της πρωταγωνιστής επέλεξε να εγκαταλείψει τα φώτα της δημοσιότητας τόσο απροσδόκητα ‒ άλλωστε δεν δόθηκε καμία σαφής εξήγηση από εκείνον. Αν και, όπως ήταν φυσικό, σιγά-σιγά ξεχάστηκε και όταν εμφανίστηκαν νέα φιντάνια, που πήραν τη θέση του, η αγάπη του κοινού μετατοπίστηκε. Ωστόσο, τα αφιερώματα και τα βιβλία που έχουν να κάνουν με το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα αναφέρονται σ’ εκείνον ως τον χαρακτηριστικότερο ρομαντικό εραστή του ελληνικού θεάτρου.
Καθώς ούτε θεατρική παιδεία διαθέτουμε ούτε το Θεατρικό Μουσείο λειτουργεί, και με δεδομένο ότι η θεατρική τέχνη είναι μια εφήμερη έκφραση, το όνομα του ηθοποιού που στην εποχή του γέμιζε τα θέατρα και είχε την καθολική αποδοχή του κοινού σήμερα είναι παντελώς ξεχασμένο. Αν αναζητήσει κανείς τις πιο ένδοξες στιγμές του κλασικού ρεπερτορίου στην ιστορία του θεάτρου μας, δίπλα στα πρώτα βήματα σημαντικών ονομάτων όπως ο Αλέξης Μινωτής, η Κατίνα Παξινού ή η Ελένη Παπαδάκη και η Βάσω Μανωλίδου, το όνομα του Νίκου Δενδραμή φιγουράρει σε κεντρικούς ρόλους. Ποιος ήταν, λοιπόν, αυτός ο ηθοποιός που εκθείαζε η κριτική για τις επιδόσεις του σε σπουδαίους ρόλους, ενώ η γοητεία του συγκινούσε τις γυναίκες της εποχής;
Ο Τύπος της εποχής προσπαθούσε να του αποδώσει τα χαρακτηριστικά του Δον Ζουάν, προκαλώντας δέος στις νεαρές θαυμάστριές του, αλλά όλες αυτές οι προσπάθειες έπεφταν στο κενό, καθώς εκείνος παρέμενε μετρημένος και σοβαρός, περνώντας μια ήρεμη ζωή σε έναν φιλικό κύκλο καλλιεργημένων ανθρώπων. Η ερωτική του ζωή ήταν συγκρατημένη, καθώς συνήθως έκανε σοβαρές σχέσεις, που όμως δεν κατέληγαν ποτέ σε γάμο.
Γεννημένος το 1901, γόνος ιστορικής οικογένειας, με πατέρα ανώτερο αξιωματικό του στρατού, έχασε νωρίς και τους δυο του γονείς, έτσι την κηδεμονία του ανέλαβαν οι δύο αδελφές και ο αδελφός του Βασίλης Δενδραμής, διπλωματικός υπάλληλος ‒ και τα τρία αδέλφια ήταν κατά πολύ μεγαλύτερά του. Η αδελφή του Νίκα ήταν παντρεμένη με τον λογοτέχνη Ιωάννη Ζερβό, προσωπικό φίλο του Ξενόπουλου, με αποτέλεσμα ο Νίκος να μεγαλώσει σε ένα πνευματικό περιβάλλον. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε το καλοκαίρι του 1916, όταν ήταν ακόμα μαθητής του εξατάξιου γυμνασίου της Πλάκας, στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, ενώ συνέχισε με ψευδώνυμο στον θίασο της Κυβέλης, πιστεύοντας ότι η οικογένειά του δεν θα το μάθαινε. Οι αδελφές του αναστατώθηκαν και ειδοποίησαν αμέσως τον αδελφό τους, που εκείνο το διάστημα υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία στο Βουκουρέστι, αλλά επέστρεψε εσπευσμένα για να τον συνετίσει. Το ίδιο αναγκάστηκε να κάνει δύο χρόνια μετά, όταν «ξανακύλησε στην αμαρτία» με τον θίασο της Κυβέλης και πρωταγωνιστή τον σπουδαίο Βεάκη. Με την κάρτα μέλους του νεοϊδρυθέντος ΣΕΗ και το όνομα Νίκος Δεσύλας έκανε τη δεύτερη απόπειρά του, που επίσης θα έπεφτε στο κενό, καθώς ο αδελφός του, που ήταν γενικός πρόξενος στη Βέρνη, τον έγραψε σε σχολή εμπορικών και οικονομικών σπουδών στη Γενεύη. Εκεί άντεξε μόλις τρία χρόνια, μέχρι που δραπέτευσε στο Παρίσι για να βρει την Κυβέλη, λέγοντάς της ότι, αν δεν έβγαινε κι αυτήν τη φορά στο θέατρο, θα αυτοκτονούσε. Η μεγάλη πρωταγωνίστρια τού έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία και ο αδελφός του τού έκοψε ακόμα και την καλημέρα τα επόμενα δέκα χρόνια.
Το νέο του ξεκίνημα είχε την ίδια διαδρομή, δηλαδή έναν χρόνο στον θίασο της Κοτοπούλη με τη «Φαύστα» του Βερναρδάκη, μαζί με τους επίσης νεότατους Γεώργιο Γληνό (αδελφό του διανοητή και πολιτικού) και Αλέξη Μινωτή, στο Βασιλικό Θέατρο τον Ιανουάριο του 1922, και έναν χρόνο μετά στον θίασο της Κυβέλης, με τον «Πειρασμό» του Ξενόπουλου,. Συνέχισε τα επόμενα έξι χρόνια ως βασικό του στέλεχος με κωμωδιούλες και έργα Ελλήνων δραματουργών της εποχής (ανάμεσά τους και το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν), μαθαίνοντας πάνω στο σανίδι την τέχνη του ηθοποιού, καθώς δραματικές σχολές ακόμα δεν υπήρχαν. Σταδιακά, αλλά σταθερά, ο περίγυρος και η κριτική αναγνώριζαν το ταλέντο του, δίνοντάς του τα εύσημα. Όταν την άνοιξη του 1924 ακολούθησε τον θίασο (που αποτελούνταν από εξαιρετικούς ηθοποιούς όπως η Χριστίνα Καλογεράκου, η Σαπφώ Αλκαίου, ο Άγγελος Χρυσομάλλης, ο Νίκος Ροζάν, ο Χριστόφορος Νέζερ κ.ά.) στην Αίγυπτο όπου θα έδινε παραστάσεις στην εκεί ελληνική κοινότητα, ήδη θεωρούνταν ο μόνος αξιόλογος «εραστής» του καιρού του. Το επιστέγασμα ήρθε με το «Ρομάντσο» του Έντουαρντ Σέλντον, όπου υποδυόταν έναν ερωτευμένο πάστορα, ρόλος με τον οποίο έγινε διάσημος, ενώ το έργο παίχτηκε για τρεις σεζόν. Η Κυβέλη, τελικά, υπακούοντας τον έρωτα της ζωής της Γιώργο Παπανδρέου, διέλυσε τον θίασο της.
Εκείνη την εποχή το σύνηθες ήταν οι θίασοι να διαθέτουν εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με έργα κάθε είδους και γούστου, ώστε να προσφέρουν στο κοινό τους πολλαπλή ψυχαγωγία. Έτσι, το καλοκαίρι του 1928 ακολούθησε ως βασικό στέλεχος τον θίασο της Κοτοπούλη, ο οποίος είχε στις αποσκευές του περί τα είκοσι διαφορετικά έργα, από τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας» έως την «Αντιγόνη». Ήταν είκοσι επτά χρονών και καθιερωμένος πια πρωταγωνιστής. Έτσι, δεν ήταν καθόλου παράξενο το ότι αμέσως μετά προχώρησε στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Καλλιτεχνών με τη σύμπραξη μεγάλων ονομάτων όπως ο Περικλής Γαβριηλίδης και ο Νίκος Παρασκευάς. Από την άνοιξη του 1929 και για τρία χρόνια περιόδευαν στην ελληνική επαρχία με σημαντικές παραστάσεις και πρωταγωνίστριά τους την Ελένη Παπαδάκη. Μαζί της έπαιξε στη Θεσσαλονίκη τον Ρωμαίο στην τραγωδία του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», ενθουσιάζοντας τους πάντες! Η περιοδεία κατέληξε στην Αθήνα, όπου έσπευσαν να συνεργαστούν μαζί τους, ως guest-star, όπως θα λέγαμε σήμερα, πολλοί γνωστοί πρωταγωνιστές, συμπεριλαμβανομένης της Κυβέλης, ενώ σύντομα έφυγαν για την Αίγυπτο. Εκεί είχαν την ατυχία να πέσουν πάνω στον ξεσηκωμό της Αλεξάνδρειας εναντίον της αγγλικής κατοχής, αλλά ο «Προμηθέας Δεσμώτης» τους αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία. Οι παραστάσεις τους συνεχίστηκαν στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1930 ταξίδεψαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν τέτοια η προσέλευση στις παραστάσεις τους, που χρειαζόταν να δίνουν τρεις την ημέρα για να αντεπεξέλθουν. Το ρεπερτόριο αποτελούνταν από μεγάλες τους επιτυχίες, κωμωδίες, φάρσες αλλά και κάποια δράματα. Με τα κέρδη της περιοδείας ο Δενδραμής έχτισε το πρώτο του σπίτι στην οδό Χάνσεν, στα Πατήσια, όπου είχε δημιουργηθεί μια γειτονιά αμιγώς θεατρική, καθώς δίπλα του έμεναν ο Λογοθετίδης, ο Μυράτ, η Παπαδάκη, ο Αργυρόπουλος και η Μαντινείου. Τότε ήταν που ιδρύθηκε ένας νέος θίασος με βασικούς συνεργάτες τον Δενδραμή, τον Παρασκευά και την Παπαδάκη, με την ονομασία Ηνωμένοι Καλλιτέχνες, ενώ καλλιτεχνικός διευθυντής του ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης. Μετά από σειρά πετυχημένων παραστάσεων, ήρθε η ώρα του Εθνικού, που ιδρύθηκε το 1932. Πρώτος του διευθυντής και εμπνευσμένος σκηνοθέτης ήταν ο Φώτος Πολίτης, που κάλεσε όλες τις δυνάμεις των αθηναϊκών σκηνών να αφήσουν πίσω τα μπουλβάρ και τις κωμωδίες και να συμμετάσχουν την εθνική σκηνή, σε ένα ρεπερτόριο μεγάλης δραματουργίας. Πράγματι, όλοι άφησαν τους θιάσους-επιχειρήσεις τους και επιστράτευσαν το ταλέντο τους, ώστε να συνδράμουν τον εθνικό σκοπό. Ο Αλέξης Σολομός έγραψε χρόνια αργότερα: «Το επίκεντρο του θριάμβου, ο πυρήνας, ήταν το θαυμάσιο σύνολο των ηθοποιών, νέων και γέρων, που ενωμένοι χάριζαν στην ιδέα του θεάτρου την τελειότητά της και το μεγαλείο της και μαγνήτιζαν τους πιστούς στις εσπερινές λειτουργίες της οδού Αγίου Κωνσταντίνου».
Ο Δενδραμής έσπευσε να δώσει το «παρών» στο κάλεσμα του Πολίτη, απόφαση που σύντομα τον δικαίωσε, καθώς δήλωνε ευτυχισμένος που υπηρετούσε την υψηλή τέχνη του θεάτρου χάρη σε ένα παγκόσμιο, σοβαρό ρεπερτόριο. Η εξοντωτική δουλειά και η αλλαγή έργου κάθε δύο εβδομάδες αποτελούσε εγγύηση για ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Τα χρόνια που ακολούθησαν, τη λαμπρή εκείνη πρώτη περίοδο, συμμετείχε σε έργα του Σαίξπηρ όπως ο «Ιούλιος Καίσαρας» και ο «Έμπορος της Βενετίας» (εξαιρετικός Βασάνης), αλλά και του Σίλερ, του Μπέρναρντ Σο, του Μπίχνερ, του Ίψεν, του Μολιέρου, του Ντοστογιέφσκι κ.ά. Συνολικά έπαιξε σε σαράντα τρία έργα, αναλαμβάνοντας άλλοτε μικρότερους και άλλοτε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Για εκείνη την εκλεκτή ομάδα ηθοποιών λίγη σημασία είχε πόσο σημαντικός ή μεγάλος ήταν ο ρόλος, όλοι υπηρετούσαν ένα σπουδαίο όραμα.
Καλλιτεχνικό ζευγάρι με τη Βάσω Μανωλίδου, θεωρήθηκαν από τα γοητευτικότερα του ελληνικού θεάτρου, αφήνοντας εποχή με τον «Ποπολάρο» του Ξενόπουλου, όπου έκανε τον Ζέπο Πεμπονάρη. Στον «Δον Κάρλος» του Σίλερ κράτησε τον ομώνυμο ρόλο, έχοντας δίπλα του την Παπαδάκη, την Παξινού, τον Μινωτή, τον Γληνό και σκηνοθέτη τον Πολίτη, σε συνεργασία με τον Δημήτρη Ροντήρη. Στους «Φοιτητές» του Ξενόπουλου θριάμβευσε ως Τάσος Λούζης. Λίγο μετά τον Δεκέμβρη του 1934 ο Πολίτης έφυγε αναπάντεχα από τη ζωή και τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου ανέλαβε ο Ροντήρης.
Ο Τύπος της εποχής προσπαθούσε να του αποδώσει τα χαρακτηριστικά του Δον Ζουάν, προκαλώντας δέος στις νεαρές θαυμάστριές του, αλλά όλες αυτές οι προσπάθειες έπεφταν στο κενό, καθώς εκείνος παρέμενε μετρημένος και σοβαρός, περνώντας μια ήρεμη ζωή σε έναν φιλικό κύκλο καλλιεργημένων ανθρώπων. Η ερωτική του ζωή ήταν συγκρατημένη, καθώς συνήθως έκανε σοβαρές σχέσεις, που όμως δεν κατέληγαν ποτέ σε γάμο.
Οι επιτυχίες του Δενδραμή συνεχίστηκαν με ρόλους όπως ο Φίγκαρο από τους «Γάμους του Φίγκαρο», ο Ορσίνο από τη «Δωδεκάτη Νύχτα», ο κόμης Αλμαβίβα από τον «Κουρέα της Σεβίλης». Δύο ρόλοι για τους οποίους τον μνημόνευαν για χρόνια ήταν αυτοί του Χλιεστάκοφ στον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ και του Ρωμαίου στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ ‒ ο Μινωτής έλεγε ότι ήταν ο σημαντικότερος Ρωμαίος που είχε δει την ελληνική σκηνή. Διακρίθηκε επίσης σε ρόλους γραμμένους από τον Όσκαρ Ουάιλντ, ως λόρδος Γκόρινγκ στον «Ιδανικό Σύζυγο» και ως λόρδος Ντάρλινγκτον στη «Βεντάλια της λαίδης Γουίντερμιρ». Μάλιστα, σύμφωνα με θρυλικούς κριτικούς, όπως ο Αχιλλέας Μαμάκης, ο Άλκης Θρύλος και ο Αχιλλέας Κύρου, ο Δενδραμής ήταν ο ιδανικότερος Έλληνας ηθοποιός για να τους ερμηνεύσει. Ήταν ολοφάνερο ότι διέθετε τη φινέτσα και τον αέρα που ταίριαζαν απολύτως με το βρετανικό φλέγμα.
Η μεταξική περίοδος δεν άφησε ανεπηρέαστο καλλιτεχνικά και αξιακά το Εθνικό Θέατρο. Ο Σολομός έγραψε σχετικά: «Από κεκτημένη ταχύτητα το θαύμα συνεχίστηκε και ύστερα από τον θάνατο του Φώτου Πολίτη, κάτω από την άμεμπτη καθοδήγηση του Ροντήρη… Η χρυσή αυτή περίοδος δεν ήταν όμως γραφτό να βαστάξει πολύ. Η νοθεία άρχισε στη δικτατορία του Μεταξά, για να συνεχιστεί στη γερμανοϊταλική κατοχή».
Η περιοδεία του Εθνικού στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο εκτίναξε τη φήμη του Δενδραμή στον ελληνισμό της διασποράς, με προσωπικές επιτυχίες σε έργα όπως η «Βεντάλια της λαίδης Γουίντερμιρ», το «Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα», η «Ζακυνθινή Σερενάτα», ο «Επιθεωρητής», ο «Βασιλικός». Τη σεζόν που ακολούθησε έδωσε μια εξαιρετική ερμηνεία που διέφερε εντελώς από τους ζεν πρεμιέ των σαλονιών, παίζοντας έναν ιδιόρρυθμο άντρα στο «Κοντσέρτο» του Χέρμαν Μπαρ, δίπλα στις Μανωλίδου και Παπαδάκη, και κάνοντας όλη την Αθήνα να μιλάει για εκείνον. Οι επιτυχίες δεν σταμάτησαν εκεί. Χαρακτηριστικά, όταν τον Οκτώβριο του 1940 ανέβηκε σε νέα σκηνοθεσία του Ροντήρη ο «Έμπορος της Βενετίας» με Σάιλοκ τον Μινωτή και Πόρσια την Παπαδάκη, ήταν ο μόνος που είχε τον ίδιο ρόλο με την παράσταση του ’32, του Βασάνη, και, όπως έγραψε η εφημερίδα «Πρωία», «… επιστοποίησε τη σχεδόν μοναδική στην ελληνική σκηνή κυριαρχία του σε ρόλους εραστών και την αμφιδεξιότητα του ταλέντου του, που κινείται με την ίδια άνεση στο δράμα και στην κωμωδία». Παραμονή του ελληνοϊταλικού πολέμου, 27 Οκτωβρίου 1941, έδωσαν δύο τελευταίες παραστάσεις και αμέσως μετά διέκοψαν.
Κατά τη γερμανοϊταλική κατοχή στην Αθήνα, το τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου ανέλαβε ο δημοσιογράφος Νίκος Γιοκαρίνης. Οι παραστάσεις συνεχίστηκαν λίγο-πολύ κανονικά στην Αγίου Κωνσταντίνου, παρόλο που οι ηθοποιοί ήταν κι εκείνοι θύματα την πείνας που μάστιζε την πρωτεύουσα. Όταν ο Δενδραμής πρωταγωνίστησε τον Μάρτιο του 1942 στον «Φάουστ» του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Ροντήρη (Μεφιστοφελής ο Γληνός και Μαργαρίτα η Μανωλίδου), καθώς έπαιζε τον ρόλο και στις δύο ηλικίες, ήταν τέτοια η εξάντλησή του, που χρειαζόταν να κάνει τονωτική ένεση για να τα βγάλει πέρα.
Το 1943 επέστρεψε στο ελεύθερο θέατρο ως θιασάρχης, δίπλα στη Μανωλίδου και στον Γιώργο Παπά, σκηνοθετώντας τρία ελαφριά έργα προς τέρψιν της κατεχόμενης Αθήνας, ενώ, λίγο μετά, προστέθηκε και ο Αιμίλιος Βεάκης στον θίασο. Από το ανούσιο ρεπερτόριο του θιάσου μπορεί κανείς να μνημονεύσει μια άρτια παράσταση του «Σοβαρού κυρίου Ερνέστου» του Ουάιλντ! Στο μεταξύ, η κατάσταση της πλειονότητας των ανθρώπων χειροτέρευε, οι Γερμανοί, βλέποντας να χάνουν τον πόλεμο, αντιδρούσαν ολοένα και πιο άσχημα στους πατριώτες, που έτσι κι αλλιώς ζούσαν μαρτυρικά. Ο Δενδραμής αποχώρησε από τον θίασο και από οποιαδήποτε καλλιτεχνική δραστηριότητα. Με την αποχώρηση των Γερμανών στις 12 Οκτωβρίου του 1944 πολλά θέατρα αναγκάστηκαν να αναβάλουν τις παραστάσεις τους, ενώ το Εθνικό Θέατρο βρισκόταν υπό την κυριαρχία του ΕΑΜ, με δύο διαφορετικές παρατάξεις, η μία καθοδηγούμενη από τον Γιώργο Γληνό και η άλλη από τον Τζαβαλά Καρούσο, να πολεμούν η μία την άλλη. Αυτή η εκρηκτική αντιπαλότητα συμπλήρωνε τον γενικότερο αναβρασμό που επικρατούσε στους δρόμους της Αθήνας και κορυφώθηκε τον Δεκέμβρη του 1944.
Στις 27 Νοεμβρίου και ενώ η διάσπαση των ηθοποιών σε αριστερούς και δεξιούς είχε προκαλέσει τη διαγραφή όσων θεωρούνταν δωσίλογοι ‒ήταν σαφές ότι κυριαρχούσαν οι πρώτοι‒, ανάμεσά τους και της αγαπημένης του παρτενέρ Ελένης Παπαδάκη, ο Νίκος Δενδραμής, μετά από πρόταση συναδέλφων του, που τον θεωρούσαν δημοκράτη, εκλέχτηκε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του ΣΕΗ. Με την εκλογή του έβγαλε έναν συμφιλιωτικό λόγο, εκφράζοντας την επιθυμία του να αποκατασταθούν οι σχέσεις μεταξύ όλων των μελών του σωματείου. Τόνισε την ανάγκη να σταματήσει ο διχασμός και να συσπειρωθούν όλοι ώστε να κοιτάξουν το συμφέρον του κλάδου. Σε γενικές γραμμές, η πλειονότητα των συναδέλφων του τον εμπιστευόταν και τον θεωρούσε πρόσωπο με ακέραιο χαρακτήρα και ποιότητα. Μία εβδομάδα μετά ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά. Ο ίδιος αποκλείστηκε στην πλατεία Βάθη (όπου είχε εγκατασταθεί, για να βρίσκεται κοντά στο Εθνικό), μη μπορώντας να επικοινωνήσει με τους δικούς του ‒ εξάλλου, όλοι στην Αθήνα ήταν αποκομμένοι, καθώς οι σφαίρες έπεφταν από κάθε κατεύθυνση. Στις 21 Δεκεμβρίου, τη μέρα που συνελήφθη και εκτελέστηκε η Ελένη Παπαδάκη, κάποιος έριξε κάτω από την πόρτα του ένα ανυπόγραφο σημείωμα που έλεγε: «Δενδραμή, φύγε, θα συλληφθείς». Πανικόβλητος, ξεκίνησε μια περιπετειώδη φυγή προς ασφαλέστερη πλευρά της πόλης.
Εκείνη η απόδραση που έζησε υπό το σφυροκόπημα των αντιμαχόμενων πυρών εκείνης της νύχτας, και κυρίως η μεγάλη του απογοήτευση και το αίνιγμα σχετικά με το ποιος μπορούσε να θέλει την εξόντωσή του, καθώς πίστευε ότι δεν είχε εχθρούς, καθόρισε τις αποφάσεις του την αμέσως επόμενη περίοδο. Την επόμενη κιόλας ημέρα οι φήμες οργίαζαν, όπως και οι δημοσιεύσεις ορισμένων εφημερίδων, ότι είχε συλληφθεί. Ο Δενδραμής κατάφερε να επιστρέψει στην πλατεία Βάθη αρχές Ιανουαρίου του 1945. Εκεί βρήκε μέρος του σπιτιού του κατεστραμμένο από χειροβομβίδα που κάποιοι είχαν πετάξει. Απαντήσεις αδυνατούσε να δώσει, δηλαδή αν ήταν επαγγελματικό μίσος ή προσωπικός φθόνος η αιτία όλων αυτών των γεγονότων, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του πολιτικά ανεξίθρησκο. Μέχρι και το ιδιόκτητο σπίτι του στην οδό Κύπρου αποπειράθηκαν να ανατινάξουν, το οποίο σώθηκε χάρη στον ενοικιαστή του, πρώην σύζυγο της Μιράντας Μυράτ. Το καθοριστικότερο γεγονός ήταν όταν βρέθηκε η σορός της Παπαδάκη, της καλής του φίλης και συνεργάτιδας, της σπουδαίας ηθοποιού, που ο ίδιος θεωρούσε την καλύτερη της γενιάς τους. Στην κηδεία της τον Ιανουάριο του ’45 ήταν παρόν σύσσωμο το ελληνικό θέατρο κι εκείνος, με την ιδιότητα του προέδρου του ΣΕΗ, την αποχαιρέτησε με έναν ιδιαίτερα θερμό λόγο. Φλογερό επικήδειο διάβασε και ο Αλέξης Σολομός.
Τον Φεβρουάριο που ακολούθησε έπαιξε στη «Μις Μπα» του Μπεζιέ με την κυρία Κατερίνα, τη Μελίνα Μερκούρη, τη Σμαρώ Στεφανίδου, τον Ντίνο Ηλιόπουλο κ.ά., ενώ λίγο μετά στο Εθνικό, το οποίο διηύθυνε πια ο Γιώργος Θεοτοκάς, επανέλαβε δύο παλιότερες του επιτυχίες, τον Βασάνη και τον Χλιεστάκοφ. Οι παραστάσεις δόθηκαν στο θερινό θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος, καθώς το κτίριο του Τσίλερ της Αγίου Κωνσταντίνου χρειαζόταν επισκευή μετά τις σοβαρές ζημιές που είχε υποστεί από τις οδομαχίες. Αυτοί οι ρόλοι αποτέλεσαν το κύκνειο άσμα του, και ήταν μόλις 44 ετών. Στη συνέχεια ταξίδεψε, έζησε ένα διάστημα στην Αμερική, στην Ουάσινγκτον, όπου ο αδελφός του Βασίλης ήταν πρεσβευτής, συνάντησε παλιούς φίλους, όπως το ζεύγος Μινωτή-Παξινού στη Νέα Υόρκη, έφυγε για το Παρίσι και επέστρεψε μετά από τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα, παραμένοντας ένας από τους πιο κομψούς, ωραίους και ευγενείς άντρες της Αθήνας. Παντρεύτηκε τη νεαρή ηθοποιό Μπίλλυ Κωνσταντοπούλου, γνωστή από τις ταινίες του Γιώργου Τζαβέλλα, με την οποία πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ανώνυμα, με αρκετές καλλιτεχνικές παρέες, απορρίπτοντας κάθε –συχνά πιεστική‒ πρόταση που του γινόταν για να ξαναπαίξει στο θέατρο. Πέθανε στις 22 Μαΐου 1999, σε ηλικία 98 ετών.