ΤΟ ΥΠΑΙΘΡΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΥ, που ανοίγει και πάλι το φετινό καλοκαίρι, μετά από χρόνια μη-λειτουργίας, υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς αθηναϊκούς τόπους συνάντησης των μουσικόφιλων, μα και των θεατρόφιλων (παλαιότερα κυρίως).
Το Θέατρο Λυκαβηττού αποτέλεσε καλλιτεχνικό όραμα της Άννας Συνοδινού, ενώ θα υποδεχόταν για πρώτη φορά θεατές στις 12 Ιουνίου του 1965. Άρα, σήμερα, συμπληρώνονται 58 χρόνια, από τότε που θα φιλοξενούσε μία πολιτιστική εκδήλωση στη σκηνή του. Όπως είχε πει τότε στις «Εικόνες» [τεύχος #503, 11 Ιουν. 1965] η διακεκριμένη ηθοποιός:
«Η αποχώρησή μου από το Εθνικό Θέατρο, τον Ιούνιο του 1964, με ανάγκασε να σκεφθώ ποια θα ήταν η μελλοντική μου πορεία στο θέατρο. Δεν έλειψαν, φυσικά, οι λύσεις, μα καμιά απ’ αυτές δεν ανταποκρινόταν απόλυτα στην εσωτερική μου ανάγκη, να εξακολουθήσω να υπηρετώ το θέατρο, με βάση το αρχαίο δράμα. Η δημιουργία μιας νέας θεατρικής κόγχης, που θα μας επέτρεπε με τον τεχνικό της εξοπλισμό, το ανέβασμα δραμάτων, χωρίς να αποκλείει κάθε άλλου είδους θεατρικά έργα, ήταν η ιδεώδης λύση. Και γι’ αυτή την ιδεώδη λύση έψαχνα επί μήνες. Κατέληξα στον Λυκαβηττό. Υπήρχε εκεί μια έκταση 30-40 στρεμμάτων, που ως τώρα εχρησιμοποιείτο για να ρίχνουν μπάζα και χώματα και, σε μια άλλη μεριά, για να παίζουν τα παιδάκια βόλους και μπάλα. Ήταν ένας σκουπιδότοπος, μια πληγή στη μέση του πράσινου λόφου. Εκεί οραματίστηκα και πίστεψα πως ήταν η ιδανική αγκαλιά, που θα δεχόταν ένα θέατρο στα πρότυπα των αρχαίων, με πάρα πολλές θέσεις για το πλατύ κοινό και με φθηνό εισιτήριο».
Μπορεί να φαίνεται απίστευτο σε κάποιους, αλλά η πρώτη μουσική εκδήλωση στο Θέατρο Λυκαβηττού ήταν εκείνη του μεγάλου τενορίστα της τζαζ Stan Getz στις 10 Ιουλίου 1967, στο ίδιο Φεστιβάλ Αθηνών, που θα εμφανιζόταν και η Άννα Συνοδινού, με την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και την «Ηλέκτρα».
Για να συνεχίσει η Άννα Συνοδινού: «Φιλοδόξησα το θέατρο αυτό να είναι το πιο σύγχρονο και το τελειότερο, που θα διαθέτει η Ελλάδα και να περιέχει: πλήρεις μοντέρνες εγκαταστάσεις φωτισμού, θεάτρου και σκηνής. Ανάλογους προς την χωρητικότητα του θεάτρου χώρους εξυπηρετήσεως των θεατών. Κλειστό χώρο δοκιμών, 10Χ20 μέτρων. Υπαίθριο κεκαλυμμένο χώρο δοκιμών. Εργαστήριο κατασκευής σκηνικών, φροντιστήριο, εργαστήριο ραπτικής και ανάλογο αριθμό αποδυτηρίων ηθοποιών. Ανά δύο αποδυτήρια 1, 2, 3, 4 και 12 ατόμων, ανάλογο αριθμό ντους και WC ηθοποιών, χώρους αποθηκών και χώρο ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, γραφεία διευθύνσεως και διαχειρίσεως».
Και λίγο πιο κάτω: «Ζήτησα δάνειο 8 εκατομμύρια δραχμές, που θα εξοφλούσα εργαζόμενη επί 20 χρόνια. Η αίτησή μου απερρίφθη, γιατί δεν διέθετα αντίστοιχες εγγυήσεις. Τελικά βρέθηκε τούτη η λύση: ο ΕΟΤ θα κτίσει το θέατρο κι εγώ θα το πληρώσω. Στα χρόνια που θα έχω την αποκλειστική χρήση του θεάτρου θα εξοφλήσω όλο το ποσό της δαπάνης ανεγέρσεως του θεάτρου, καταβάλλοντας συγχρόνως και τον ανάλογο τόκο. Ο ΕΟΤ θα μπορεί να χρησιμοποιεί το θέατρο, για παράλληλες εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών. Επειδή, τέλος, δεν θα ήταν δυνατό να είναι έτοιμο το θέατρο τον Ιούνιο (σ.σ. του 1965), συνεφωνήθη να αναλάβει ο ΕΟΤ την ανέγερση προσωρινού λυομένου θεάτρου 3.000 θέσεων, με όλους τους απαραίτητους χώρους, θέατρο, που θα έχω στην διάθεσή μου στα μέσα Ιουνίου».
Ο χώρος του θεάτρου, στον λόφο του Λυκαβηττού, ανήκε στην Μονή Πετράκη (με φιρμάνια από την εποχή της τουρκοκρατίας) και υπάρχει φιλμ από την δεκαετία του ’60, που είναι ενσωματωμένο στην μεταγενέστερη εκπομπή της ΕΡΤ «Το Καλλιτεχνικό Καφενείο» (το αφιερωμένο στην Άννα Συνοδινού), όπου η ηθοποιός φαίνεται να συζητά με ιερωμένους της μονής, για την παραχώρηση του θεάτρου, ενώ ακούμε την εκφωνήτρια να λέει:
«Εν τω μεταξύ η κατάσταση στο μοναστήρι καλυτερεύει. Μετά από λίγο καιρό θα συμφωνήσουν με έναν όρο. Ότι μόνο το κλασικό δράμα της ελληνικής κληρονομιάς θα παίζεται».
Φαίνεται, λοιπόν, πως οι ιερωμένοι είχαν αντιρρήσεις (θέτοντας όρους και για θέματα, που τους υπερέβαιναν), όμως γρήγορα το κράτος, παρεμβαίνοντας, θα ξεκαθάριζε την κατάσταση, καθώς θα ερχόταν σε συνεννόηση με την Μονή Πετράκη (μέσω ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων). Έτσι, ο χώρος θα βρισκόταν σύντομα υπό την κυριότητα του ΕΟΤ, με την Άννα Συνοδινού να αναλαμβάνει την διαχείριση, μετά από διαγωνισμό, υπενοικιάζοντας το θέατρο για είκοσι χρόνια (και για τρεις μήνες τον χρόνο).
Βεβαίως, και όπως φαίνεται από τα λεγόμενά της στις «Εικόνες», ήταν άλλο το πρωταρχικό σχέδιο, με το τελικό –αυτό που σε γενικές γραμμές υπάρχει μέχρι και σήμερα–, να δημιουργείται, αναγκαστικώς, λόγω της πίεσης του χρόνου.
Τώρα... της αρχιτεκτονικής μελέτης του θεάτρου, και στις δύο φάσεις της, θα επιλαμβανόταν ο Τάκης Χ. Ζενέτος –και στην πρώτη, που δεν θα προχωρούσε, όπως και στην δεύτερη–, ενώ το μεταλλικό λυόμενο θα κατασκευαζόταν από την ΕΒΜΕ (Ελληνική Βιομηχανία Μεταλλικών Επιπλώσεων Τσαούσογλου ΑΕ και Ι. Τρυφωνόπουλου & Υιών), με τα στατικά να μελετώνται από τους Β. Ευταξία και Γ. Κακκάβα.
Οι δύο μελέτες του Ζενέτου διέφεραν φυσικά, καθώς στην αρχική προβλέπονταν πέντε χιλιάδες θέσεις καθημένων, ενώ στην δεύτερη οι θέσεις θα ήταν τρεις χιλιάδες, με διαφορετικές στηρίξεις κ.λπ. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο των Ελένης Καλαφάτη-Δημήτρη Παπαλεξόπουλου «Τάκης Χ. Ζενέτος / Ψηφιακά Οράματα και Αρχιτεκτονική» [Libro, 2006]:
«Αν και το έργο κατασκευάστηκε με σημαντικές αλλαγές της αρχικής μελέτης τού Ζενέτου, ο ίδιος παραδέχεται ότι η γενική διαμόρφωση και η διαφάνεια του μεταλλικού προκατασκευασμένου φορέα αποδίδουν εντέλει τη σχέση του θεάτρου με το σκληρό, σεληνιακό περιβάλλον του. Η γενική ιδέα της ελαφριάς μεταλλικής προκατασκευής, είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός έργου, που θα μπορούσε να αποσυναρμολογηθεί και να τοποθετηθεί αλλού. Ακολουθεί την οπτική του Ζενέτου για ελάχιστη παρέμβαση και για αναστρεψιμότητα των κατασκευών του ανθρώπου, δηλαδή τον στόχο του να μην δεσμεύσουμε το μέλλον με τις σημερινές κατασκευές μας. Η παραβολοειδής κατασκευή είναι εμπνευσμένη από τις κατασκευές μεγάλων ραδιοτηλεσκοπίων και υπαινίσσεται τη σχέση του Ζενέτου όχι μόνο με την κατασκευαστική τεχνολογία, αλλά και με τις τεχνολογίες της πληροφορίας».
Αν και οι γραφειοκρατικές δυσκολίες υπήρξαν πολλές, καθώς ανακατεύονταν στο θέμα μονή, κράτος και ιδιώτες, το ζήτημα θα ξεκαθάριζε μάλλον γρήγορα (οπωσδήποτε η συμβολή της κυβέρνησης τής Ενώσεως Κέντρου δεν ήταν αμελητέα στη συντόμευση των διαδικασιών), με την Άννα Συνοδινού να βρίσκεται στις αρχές καλοκαιριού του 1965, μ’ ένα «δικό της» υπαίθριο θέατρο, σ’ ένα πολύ νευραλγικό σημείο της Αθήνας, έτοιμη να παρουσιάσει το πρώτο θεατρικό έργο, την πρώτη πολιτιστική εκδήλωση, που θα ανέβαινε ποτέ στο Θέατρο Λυκαβηττού (με την μορφή που και σήμερα το ξέρουμε).
Ποια ήταν αυτή; Η τραγωδία «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σεβαστίκογλου, μετάφραση Γιάννη Ρίτσου-Τάσου Λιγνάδη, μουσική Γιώργου Σισιλιάνου, με σκηνικά και κοστούμια του Τάσσου και με χορογραφίες της Ελευθερίας Μίληση. Στους διάφορους ρόλους, πέρα από την Άννα Συνοδινού (Αντιγόνη) και οι Δέσποινα Νικολαΐδου (Ισμήνη), Γρηγόρης Βαφιάς (Κρέων), Γιώργος Μιχαλακόπουλος (φύλακας), Νίκος Καζής (Αίμων), Κώστας Καζάκος (Τειρεσίας), Δ. Ψαρράκης (Άγγελος), Ελένη Ρήγα (Ευρυδίκη), συν τον πολυμελή ανδρικό χορό.
Στις 24 Ιουνίου θα ανέβαιναν από τον ίδιο θίασο, την «Ελληνική Σκηνή» της Άννας Συνοδινού, οι «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία και μετάφραση Μίνου Βολανάκη, μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, σκηνικά-κοστούμια Μαρίνας Καρέλλα και χορογραφίες Αγάπης Ευαγγελίδη.
Να σημειώσουμε πως και τα δύο αυτά έργα δεν είχαν συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών 1965, και δεν είχαν επιχορηγηθεί, επειδή το πρόγραμμα είχε «κλείσει» πριν από την ανέγερση του θεάτρου, με αποτέλεσμα ένας πολυμελής θίασος να αμείβεται αποκλειστικά από την Άννα Συνοδινού.
Όμως, για κάποιον αδιευκρίνιστο προς εμάς λόγο, το ίδιο θα συνέβαινε και την επόμενη χρονιά, το 1966, όταν και τα δύο επόμενα έργα του θιάσου της «Ελληνικής Σκηνής» της Άννας Συνοδινού, που τώρα είχε ως καλλιτεχνικό διευθυντή τον Θάνο Κωτσόπουλο, δηλαδή η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, πάλι σε σκηνοθεσία-μετάφραση Μίνου Βολανάκη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη, και η «Ελένη» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Θεοδοσιάδη, μετάφραση Δώρας Μοάτσου-Βάρναλη, μουσική Χρήστου Λεοντή, σκηνικά Γιάννη Τσαρούχη και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη, δεν θα εντάσσονταν στο Φεστιβάλ Αθηνών, μα στο πλαίσιο κάποιων παράλληλων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων του ΕΟΤ.
Επί δικτατορίας πια, το καλοκαίρι του 1967, το Θέατρο Λυκαβηττού, εντάσσεται, για πρώτη φορά, στους χώρους εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών (προφανώς το πρόγραμμα, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του, είχε εκπονηθεί, πριν από το πραξικόπημα). Στο ωραίο πολυσέλιδο (216 σελίδες) βιβλίο των εκδηλώσεων διαβάζουμε:
«Στο κέντρο των Αθηνών, επάνω στο λόφο του Λυκαβηττού, από όπου και η καλύτερη θέα του λεκανοπεδίου των Αθηνών, των Φαλήρων, του Σαρωνικού και των γύρω βουνών, λειτουργεί θέατρο χωρητικότητας 3000 θέσεων. Εκεί επάνω, σε ύψος 275 μέτρων από τη θάλασσα, κάτω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και σχεδόν στο σημείο όπου, καθώς αναφέρει ο Παυσανίας, υπήρξε ο βωμός του Διός, ο ΕΟΤ εβοήθησε την Ελληνική Σκηνή της Άννας Συνοδινού να δημιουργήσει μία καλλιτεχνική κόγχη, όπου παρουσιάζονται από τον προπερασμένο χρόνο τα έργα των Ελλήνων κλασικών. Κατά τη μυθολογία η Αθηνά, αποσπάσασα τμήμα του Πεντελικού, μετέφερε τούτο για να το τοποθετήσει ως οχύρωμα του Ιερού Βράχου της Ακροπόλεως, αλλά, πτοηθείσα, άφησε τον βράχο να πέσει από τα χέρια της, εκεί όπου βρίσκεται τώρα – και ο βράχος αυτός είναι ο Λυκαβηττός. Κατά τον Ησύχιο ο Λυκαβηττός πήρε το όνομά του από τους πολλούς λύκους, οι οποίοι υπήρχαν στη λοφοσειρά του Αγχεσμού (κοινώς Λυκοβούνια). Κατ’ άλλους, επειδή ο λόφος αυτός ήταν η πλησιέστερη προς την Αθήνα βουνοκορφή “εις ην πρώτη βγαίνει η λύκη”, δηλαδή το λυκαυγές. Κατά την φετινή περίοδο πλην της Ελληνικής Σκηνής στο θέατρο τούτο θα εμφανισθούν και άλλα συγκροτήματα, ελληνικά και ξένα, και ονομαστοί καλλιτέχνες».
Στο Φεστιβάλ Αθηνών 1967 ο θίασος της Άννας Συνοδινού «Ελληνική Σκηνή» θα παρουσίαζε στο Θέατρο Λυκαβηττού την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, μετάφραση Απόστολου Μελαχρινού, μουσική Νίκου Μαμαγκάκη, σκηνικά-κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη και χορογραφίες Αγάπης Ευαγγελίδη, και ακόμη την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Θάνου Κωτσόπουλου, μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη, μουσική Χρήστου Λεοντή, σκηνικά-κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη και χορογραφίες Ραλλούς Μάνου.
Οι παραστάσεις θα πραγματοποιούνταν τον Σεπτέμβριο, που για την εποχή εκείνη δεν εθεωρείτο «καλός» μήνας. Ο πολύς κόσμος τότε δεν πήγαινε διακοπές και ο Σεπτέμβριος ήταν κάπως «πασέ» για εκδηλώσεις, αφού ο Αύγουστος ανήκε στην «φουλ σεζόν». Έτσι κάπως οι παραστάσεις εκείνες θα περνούσαν, μάλλον, απαρατήρητες.
Ο ΕΟΤ είχε θέμα με την Άννα Συνοδινού, καθώς οι στρατιωτικοί είχαν την απαίτηση να περάσουν από λογοκρισία οι μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων (και βασικά εκείνη του «Προμηθέα Δεσμώτη»). Αυτό το είχε πει η ίδια η Άννα Συνοδινού σε συνέντευξή της στα «Επίκαιρα» (τεύχος #200, 2-8 Ιουν. 1972), επί δικτατορίας ακόμη, όταν θα επανεμφανιζόταν μετά από απουσία πέντε ετών στο θέατρο (8 Ιουλίου του ’72), την εποχή όπου τα πράγματα είχαν κάπως χαλαρώσει, εξαιτίας της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης». Ξαναθυμάται, δε, αυτές τις καταστάσεις η ηθοποιός, στα έιτις πια, στο «Καλλιτεχνικό Καφενείο» της ΕΡΤ:
«Και ξαφνικά έπρεπε να παρουσιάσω τον Προμηθέα Δεσμώτη, τον Ιούνιο του 1967, και από τον Απρίλιο, όταν έγινε η δικτατορία, παρεισέφρησαν άλλα στοιχεία, όπως η φυσική της συνέπεια η λογοκρισία. Εγώ να λογοκρίνω τον Αισχύλο αποκλείεται. Κλήθηκα εκεί στους συνταγματάρχες, τους αρμόδιους τότε του Τουρισμού, και μου είπαν ότι κάποια σκηνή δεν είναι και τόσο πολύ καλή κ.λπ.... Και είπα δεν το παίζω, δεν μπορώ να παίξω».
Στη συνέχεια του «Καλλιτεχνικού Καφενείου» η Άννα Συνοδινού θυμάται τα προβλήματα, γενικότερα, που είχε με την δικτατορία, όταν συμμετείχε σε μια εκπομπή του BBC, σχετική με τους τρόπους που επέλεγαν οι πνευματικοί άνθρωποι να αντισταθούν στο καθεστώς –εκπομπή που είχε κάνει εντύπωση στο εξωτερικό–, με αποτέλεσμα, αμέσως μετά, προς το τέλος Δεκεμβρίου του 1969, να της κατάσχουν το θέατρο.
Η επανεμφάνιση της Άννας Συνοδινού, το 1972 πια, στο Ηρώδειο αυτή τη φορά (αν και εκτός Φεστιβάλ Αθηνών), θα γινόταν ξανά με την «Ηλέκτρα». Με το έργο, δηλαδή, που «είχε πάει χαμένο» τον Σεπτέμβριο του ’67, όπως είχε πει η ίδια, σ’ εκείνη τη συνέντευξή της στα «Επίκαιρα».
Και για να επιστρέψουμε στο Θέατρο Λυκαβηττού.
Ένα ωραίο ερώτημα, που αξίζει απάντησης είναι και το εξής: Πότε έγινε, για πρώτη φορά, μια μουσική εκδήλωση στο θέατρο και ποια ήταν αυτή;
Μπορεί να φαίνεται απίστευτο σε κάποιους, αλλά η πρώτη μουσική εκδήλωση στο Θέατρο Λυκαβηττού ήταν εκείνη του μεγάλου τενορίστα της τζαζ Stan Getz στις 10 Ιουλίου 1967, στο ίδιο Φεστιβάλ Αθηνών, που θα εμφανιζόταν και η Άννα Συνοδινού, με την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και την «Ηλέκτρα».
Οι παραστάσεις θα δίνονταν και σε άλλες ημερομηνίες, όπως και στη Στοά του Αττάλου, όμως η πρώτη εμφάνιση ήταν εκείνη της 10ης Ιουλίου 1967 στον Λυκαβηττό – με τον νεαρό και άγνωστο ακόμη Chick Corea(!) στο πιάνο, τον Walter Booker στο μπάσο και τον Roy Haynes στα ντραμς, να συνοδεύουν τον Stan Getz.
Οι συναυλίες εκείνες είχαν δημιουργήσει τεράστιο θόρυβο, γιατί ο Getz δεν ήταν κάποιος τυχαίος σαξοφωνίστας, αλλά ο άνθρωπος που πριν από πέντε χρόνια (1962) είχε κάνει εκείνο το LP με τον Charlie Byrd, το “Jazz Samba”, μετατρέποντας αυτομάτως την bossa nova σε παγκόσμια μουσική τρέλα.
Και κάπως έτσι ένα από τα πιο δημοφιλή περιοδικά της εποχής, το «Άλφα και Άλφα Ρεπορτάζ», θα κυκλοφορούσε με γενναίο τζαζ εξώφυλλο, τον Ιούλιο του 1967, έχοντας «μπροστά» όχι τον Stan Getz, αλλά τον θρυλικό ντράμερ Art Blakey(!), με λεζάντα του τύπου «Η τζαζ εισβάλλει στο Φεστιβάλ Αθηνών» και εντός το ανάλογο 6σέλιδο κείμενο. Περιττό να πούμε πως αυτό το τεύχος του ΑΛΦΑ, μ’ έναν μαύρο μουσικό της τζαζ στο εξώφυλλο ήταν κάτι διαφορετικό (για να μην πούμε πως πρωτοπορούσε).
Πόσες τζαζ συναυλίες (άσε τις ροκ) δεν θα οργανώνονταν στον Λυκαβηττό όλες τις επόμενες δεκαετίες! Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς...
Ella Fitzgerlad (1979), Oscar Peterson (1981), Keith Jarrett (1983), Lionel Hampton (1983), Miles Davis (1985), Freddie Hubbard (1985), Dewey Redman (1985), Milt Jackson (1989), John Lurie (1990), Carla Bley (1993), Paquito D’Rivera (1993), Elvin Jones (1993), Wynton Marsalis (1994), John McLaughlin, Al Di Meola, Paco De Lucia (1996), Dave Brubeck (1996) κ.ο.κ. Εκείνη, όμως, του Stan Getz, από το καλοκαίρι του ’67, είχε κάνει την αρχή...
Κάπως έτσι θα παίχτηκε το “O grande amor” του Antonio Carlos Jobim (που συμπεριλαμβανόταν στο πρόγραμμα), στο Θέατρο Λυκαβηττού εκείνο το βράδυ της 10ης Ιουλίου 1967, από το κουαρτέτο του Stan Getz...
O Grande Amor