ΔΩΔΕΚΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ για ισάριθμους χαμένους κόσμους (αντικείμενα, κτίρια, νησιά, άνθρωποι, έργα τέχνης, ζώα, κινηματογραφικές ταινίες κ.ά.) αποτελούν το βιβλίο Κατάλογος Απολεσθέντων της Γερμανίδας συγγραφέως Γιούντιτ Σαλάνσκυ (γενν. 1980). Πρόκειται για δώδεκα διηγήματα όπου η συγγραφέας ανασυστήνει την απώλεια, «θυμάται τα ξεχασμένα, δίνει τον λόγο σε καθετί που έχει βουβαθεί και πενθεί για όσα έχουν χαθεί».
Πρόκειται για πρωτότυπο, υπνωτιστικό ανάγνωσμα που κινείται στον χώρο της φαντασίας και της φαντασίωσης. Είναι όμως τόσο γερά οπλισμένο με πραγματολογικά στοιχεία, που σχεδόν αυτόματα, ως αναγνώστης, καταφεύγεις στη Wikipedia για να βρεις κι άλλες πληροφορίες, να μάθεις περισσότερα για τα «απολεσθέντα». Οι χαμένοι κόσμοι της Σαλάνσκυ μπορεί να είναι πολύ διαφορετικοί (από την αρχαιότητα στο σήμερα, από τη Γη στη Σελήνη, από μια βίλα στη Ρώμη στο Σπίτι του Λαού στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, από τους στίχους της Σαπφούς σε μια ταινία του Μούρναου), αλλά η κίνηση από τον έναν κόσμο στον άλλο μοιάζει να έχει φυσικότητα.
Αυτό οφείλεται στο γενικό ύφος της αφήγησης, στην ενοποιητική της δύναμη. Αυτή η ενότητα ύφους δεν εμποδίζει, όμως, τη συγγραφέα να διαφοροποιεί τη γλώσσα από διήγημα σε διήγημα, ακόμα και τον τρόπο της στίξης, σαν να μας λέει ότι κάθε χαμένος κόσμος ξαναδημιουργείται μέσα στη γλώσσα. Ο Έλληνας αναγνώστης αυτού του βιβλίου πρέπει να αισθάνεται τυχερός γιατί η μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη μεταδίδει γλωσσική ευφορία και επιπλέον αποδεικνύει πόσο πλούσια είναι η ελληνική γλώσσα για την απόδοση τόσων πραγματολογικών πληροφοριών, ακόμη και των πιο λεπτεπίλεπτων.
Στην ιστορία «Τουανάκι», το «απολεσθέν» είναι το νησί Τουανάκι, στο σύμπλεγμα των Νότιων Νήσων Κουκ, στον βορειονατολικό Ειρηνικό Ωκεανό, «πάνω στη ρότα του πανίσχυρου Κουροσίβο», που καταποντίστηκε από έναν υποθαλάσσιο σεισμό μεταξύ του 1842 και του 1843. Η Σαλάνσκυ αναδημιουργεί τη ζωή πάνω στο νησί, σε μια στιγμή όπου οι ιθαγενείς έρχονται σε επαφή με τους Ευρωπαίους θαλασσοπόρους. Μέσα σ’ ένα κλίμα που θυμίζει Μόμπι Ντικ, η συγγραφέας ψάχνει τη φράση ενός γέροντα –σαν χρησμό– που λέει πως «δεν έχουμε μάθει να σκοτώνουμε. Ξέρουμε μονάχα να χορεύουμε».
Ο Έλληνας αναγνώστης αυτού του βιβλίου πρέπει να αισθάνεται τυχερός γιατί η μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη μεταδίδει γλωσσική ευφορία και επιπλέον αποδεικνύει πόσο πλούσια είναι η ελληνική γλώσσα για την απόδοση τόσων πραγματολογικών πληροφοριών, ακόμη και των πιο λεπτεπίλεπτων.
Στη ιστορία «Η τίγρη της Κασπίας» το «απολεσθέν» είναι το άγριο ζώο που οδηγήθηκε σε αφανισμό λόγω της συστηματικής καταδίωξής του και της συρρίκνωσης του ζωτικού χώρου του. Η Σαλάνσκυ «συναντά» την τίγρη της Κασπίας στην αρχαία Ρώμη μέσα σε μια αρένα όπου το ζώο ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει, σε μια αιματηρή μονομαχία, όπως αποδεικνύεται, ένα λιοντάρι. Για τις ανάγκες της αρένας δεκάδες ζώα φτάνουν στη Ρώμη από τα πέρατα της αυτοκρατορίας. Και όπως οι Ρωμαίοι υποτάσσουν τους λαούς, με τον ίδιο τρόπο προσπαθούν να ξεριζώσουν την άγρια φύση των ζώων.
«Ο μονόκερος του Γκέρικε» είναι ο τίτλος της τρίτης ιστορίας. Εδώ δεν έχουμε απολεσθέν αντικείμενο αλλά κάτι που δεν υπήρξε ποτέ. Ο Γερμανός φυσικός Όττο φον Γκέρικε, που έζησε στον δέκατο έβδομο αιώνα, είχε ισχυριστεί ότι αποκατέστησε τον σκελετό ενός προϊστορικού ζώου από μεμονωμένα ευρήματα. Αποδείχτηκε ότι δεν είχε βρει οστά, επομένως δεν είχε συναρμολογήσει τίποτα. Η Σαλάνσκυ μας οδηγεί στο βασίλειο των τεράτων, όπου ο καθένας μας έχει κάνει τη βόλτα του με τη βοήθεια των δράκων των παιδικών παραμυθιών. Για τη συγγραφέα, οι δράκοι μοιάζουν με τις αναμνήσεις, που έχουν κι αυτές δικαίωμα στην επιβίωση, στην αυτοσυντήρηση και στην αναπαραγωγή.
Στην τέταρτη ιστορία, τη «Βίλλα Σακέτι», το «απολεσθέν» είναι η μπαρόκ βίλλα του καρδινάλιου Τζούλιο Σακέτι στη Ρώμη, έργο του αρχιτέκτονα Πιέτρο ντα Κορτόνα (πρώτο μισό του δέκατου έβδομου αιώνα). Η βίλλα εγκαταλείφθηκε λίγα χρόνια μετά την ολοκλήρωσή της. Τα τελευταία λείψανά της κατεδαφίστηκαν μετά το 1861. Στο διήγημα αυτό, ήρωας της Σαλάνσκυ είναι ο Γάλλος ζωγράφος Υμπέρ Ρομπέρ (1733-1808), που το βασικό θέμα του έργου του ήταν τα ερείπια. Με τη βοήθεια του Ρομπέρ, η Σαλάνσκυ μας δείχνει με διαφορετικό τρόπο τον κόσμο των ερειπίων. Όχι ως ένα απολίθωμα αλλά ως ένα εργοτάξιο αισθημάτων και συναισθημάτων, τουλάχιστον ένα εργοτάξιο τέχνης.
«Το αγόρι με το γαλάζιο κοστούμι» είναι ο τίτλος της πρώτης ταινίας του Μούρναου, από την οποία έχουν σωθεί τριάντα πέντε αμοντάριστα πλάνα. Εμπνευσμένη από τον πίνακα του Γκέινσμπορο «Γαλάζιο αγόρι», η ταινία είχε ως θέμα της τη διχασμένη προσωπικότητα. Στην ιστορία της η Σαλάνσκυ δημιουργεί ένα παιχνίδι ταυτοτήτων τοποθετημένο στο Μανχάταν, με ήρωες πρόσωπα της τέχνης του εικοστού αιώνα. Η Γκρέτα Γκάρμπο, ηθοποιός του βωβού που πέρασε με επιτυχία και στον ομιλούντα, οπωσδήποτε αμφιφυλόφιλη και ίσως τρανς, όπως βλέπουμε στο διήγημα, αναμετριέται με τον ομοφυλόφιλο φωτογράφο Σέσιλ Μπήτον και την ερωμένη της, θεατρική συγγραφέα Μερσέντες ντε Ακόστα.
Στην έκτη ιστορία με τίτλο «Οι ερωτικές ωδές της Σαπφούς», το «απολεσθέν» δεν είναι μόνο η σημειογραφία της μουσικής συνοδείας των ωδών αλλά και οι περισσότεροι στίχοι τους. Η Σαλάνσκυ αναζητάει εδώ τη Σαπφώ και τις πολυάριθμες επιβιώσεις της ως εταίρας, ως νυμφομανούς, ως ερωτόληπτης αντρογυναίκας, ως γαλαντόμας κυρίας, ως αδιάντροπης και διεφθαρμένης, ως σεμνής και αγνής. Μας λέει ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς, από το έργο της Σαπφούς έχει διασωθεί το 7%. Τόσο υπολογίζεται ότι είναι και το ποσοστό των γυναικών που έλκονται από γυναίκες. Αν και κανένα υπολογιστικό μοντέλο δεν πρόκειται να αποδείξει ποτέ αν υπάρχει εδώ κάποιος συσχετισμός. Με πολλές αναφορές στη σύγχρονη εποχή, αυτό το πολύ έξυπνο διήγημα καταλήγει ως εξής: “Στα λεξικά της γερμανικής γλώσσας το επίθετο lesbisch (λεσβιακός) βρίσκεται αμέσως μετά το λήμμα lesbar (ευανάγνωστος)”».
Στην ιστορία «Το παλάτι του οίκου φον Μπερ», το αρχοντικό, που κάηκε το 1945, βρισκόταν στην πόλη Γκράιφσβαλντ της Ανατολικής Γερμανίας. Είναι η πόλη όπου γεννήθηκε η συγγραφέας. Εδώ η αφήγηση είναι αυτοβιογραφική.
Το ίδιο αυτοβιογραφική είναι και η αφήγηση στο διήγημα «Το λιμάνι του Γκράιφσβαλντ», όπου το «απολεσθέν» είναι μια ελαιογραφία του μεγάλου ρομαντικού ζωγράφου Κάσπαρ Ντάβιντ Φρήντριχ, που κάηκε σε πυρκαγιά.
Στα «Επτά βιβλία του Μάνη» το «απολεσθέν» είναι τα ιερά συγγράμματα του προφήτη που έζησε στον 3ο αι. μ.Χ και στον οποίο οφείλουμε τον «μανιχαϊσμό», αυτήν τη δυϊστική θεωρία του απόλυτου κακού και του απόλυτου καλού.
Στην «Εγκυκλοπαίδεια στο δάσος» το «απολεσθέν» είναι ένας μεγάλος κήπος γνώσης που δημιούργησε σε ένα δάσος στην Ελβετία ο Αρμάντ Σούλτες. Κάθε δέντρο και μια τσίγκινη πινακίδα με απίθανες πληροφορίες. Το 1973, οι κληρονόμοι του Αρμάνδου κατέστρεψαν όλον αυτόν τον κόσμο, όπου η πληροφορία αλληλεπιδρούσε με την εμπειρία.
Το «Μέγαρο της Δημοκρατίας» ήταν το κέντρο της κομματικής αλλά και κοινωνικής ζωής στο Ανατολικό Βερολίνο της εποχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Κατεδαφίστηκε το 2006, αφού από το κουφάρι του ειδικά συνεργεία αφαίρεσαν 5.000 τόνους ψεκασμένου αμιάντου. Η Σαλάνσκυ αφηγείται, με κέντρο το κτίριο αυτό, μια ιστορία μοιχείας που μένει μετέωρη, όπως και οι ζωές πολλών πολιτών αυτής της «απολεσθείσας» χώρας.
Στην τελευταία ιστορία, «Οι σεληνογραφίες του Κίναου», ο ήρωας που αφηγείται στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Ήταν ένας βοτανολόγος και σεληνογράφος ονόματι Κίναου, του οποίο τα ίχνη δεν εντόπισε ποτέ κανείς. Αφηγείται όμως ωραία τη σχέση του με τον τοξικό φυτικό κόσμο αλλά και με τη Σελήνη. Γιατί «η κατανόηση της Σελήνης προϋποθέτει την κατανόηση του ίδιου μας του εαυτού».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.