Ο άνθρωπος είναι μια περιπέτεια, έλεγε ο Ηρόδοτος, γι’ αυτό δεν γνωρίζει ούτε σύνορα ούτε όρια: σε κάθε γωνιά της γης αποκαλύπτονται ιστορίες που διατρέχουν το πέρας των αιώνων, μνημεία που ξεπερνούν ακόμα και τους λόγους για τους οποίους στήθηκαν, μέρη φασματικά ή πραγματικά που μπλέκονται ιδανικά στις μνήμες και στα όνειρα των ανθρώπων.
Γνωστοποιώντας τη συμβολική αυτή διάσταση των συνεχών περιπλανήσεων, ο Χόρχε Λούις Μπόρχες δεν αφήνει μονάχα την εμπειρία να προσδιορίσει το υπάρχον αλλά φτιάχνει ένα δικό του όχημα, μια «σκεπτομηχανή», με την οποία διασχίζει τους λαβυρίνθους των αιώνων, μεταμορφώνει τα συμβάντα και γίνεται μέλος αυτής «της αραιής ύλης από την οποία είναι φτιαγμένο το σύμπαν». Γι’ αυτό και στις ταξιδιωτικές καταχωρίσεις του, στις οποίες παρατίθενται εμβόλιμα ως ιντερμέδια ανάλογης τάξης και υφής ποιήματα, δεν υπάρχουν χρονολογίες, πολλές φορές ούτε καν ονόματα, παρά η αίσθηση που αποκομίζει ο ίδιος από κάθε μέρος είτε ως ανάμνηση είτε ως αφορμή για ένα όνειρο ή για μια αδέσποτη σκέψη, αφού «αρκεί αυτό που αισθανόμαστε ακαριαία, σαν να ’ταν μουσική».
Από αυτή την άποψη, ο Άτλας, τον οποίο γράφει σε συνεργασία με τη συνταξιδιώτισσά του Μαρία Κοδάμα, συνιστά όχι απλώς μια ταξιδιωτική καταγραφή αλλά μια μικρογραφία του πολύφερνου κόσμου του Μπόρχες, έναν πολύτιμο οδηγό στο ατελεύτητο μπορχεσιανό σύμπαν που μπορεί να χωρέσει εξίσου σε λίγες λέξεις και στο άφατο – αρκεί να μπορεί να διαμορφώσει ένα πολυπρισματικό «Άλεφ», μέσα από το οποίο μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την πορεία του.
Η Ελλάδα, εξάλλου, είναι για τον Μπόρχες η αρχή της ιδανικής αφήγησης, όχι γιατί ορίζει τον κανόνα αλλά γιατί αποκεί, όπως ο ίδιος επισημαίνει, αρχίζουν τα λήμματα της εγκυκλοπαίδειας του ονείρου.
Στόχος, άλλωστε, είναι ο εκάστοτε ταξιδευτής να κρατήσει καθαρό το εσωτερικό βλέμμα του εκστασιασμένου πλάνητα στο πέρας των αιώνων ως ένας ακόμα Δον Κιχώτης, Οδυσσέας και Σεβάχ, να νιώσει την ανάγκη για την επόμενη ανακάλυψη. Γιατί, όπως λέει και ο ίδιος ο Μπόρχες στον πρόλογο του βιβλίου: «Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει κάνει μια ανακάλυψη. Αρχίζει αποκαλύπτοντας το πικρό, το αλμυρό, το κοίλο, το λείο, το τραχύ, τα επτά χρώματα του ουράνιου τόξου και τα είκοσι τόσα γράμματα του αλφαβήτου: ύστερα συνεχίζει με τα πρόσωπα, τους χάρτες, τα ζώα και τα άστρα: καταλήγει στην αμφιβολία ή την πίστη και στη σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα της άγνοιάς του».
Άλλωστε, το μόνο για το οποίο μπορεί να είναι βέβαιος ο ίδιος είναι για την έκλαμψη της στιγμής, που, στην περίπτωση του συγγραφέα, γεννά με τρόπο μυστηριώδη την ιδανική λέξη, την περίφημη mot juste, και στην περίπτωση του ταξιδευτή τη στιγμιαία ταύτιση με την ατελείωτη πορεία άλλων, ιδανικών και πραγματικών, συν-ταξιδευτών και του ίδιου του σύμπαντος.
Σε αυτήν τη μεταφυσική συναρμογή που μοιάζει να παρασύρει μια σειρά από παραδοξότητες και ιδανικούς συνοδοιπόρους, ο Μπόρχες ευτύχησε να έχει, σε κάποια στροφή του βίου του, μαζί του στο ταξίδι τους μεταφραστές του Αχιλλέα Κυριακίδη και Δημήτρη Καλοκύρη, οι οποίοι όχι μόνο μας χάρισαν τις αψεγάδιαστες μεταφράσεις των έργων του στα ελληνικά –εν προκειμένω και του Άτλαντα– αλλά έγιναν, με τρόπο αντίστοιχα μπορχεσιανό, και ζωντανοί μάρτυρες όσων κατατίθεται σε αυτό το βιβλίο.
Έτσι, ξέρει κανείς από άλλα κείμενά τους ότι η αφορμή για την ανάλυση των ελληνικών λέξεων, την οποία παραθέτει σε ένα κείμενό του λίγο πριν από την κάθοδό του στην Επίδαυρο, όπου παρακολούθησε μια παράσταση του Προμηθέα Δεσμώτη, είναι η μεταξύ τους συζήτηση για τη γλώσσα, μια πολυπρισματική μαρτυρία που αναδεικνύεται μέσα από πολλαπλούς αφηγηματικούς καθρέφτες.
Η Ελλάδα, εξάλλου, είναι για τον Μπόρχες η αρχή της ιδανικής αφήγησης, όχι γιατί ορίζει τον κανόνα αλλά γιατί αποκεί, όπως ο ίδιος επισημαίνει, αρχίζουν τα λήμματα της εγκυκλοπαίδειας του ονείρου, γιατί αποκεί ξεκινά το ταξίδι στα νερά του Ηράκλειτου που συμπαρέσυραν λέξεις και έννοιες και γιατί εκεί, πάνω στα ερείπια του μινωικού λαβυρίνθου, στήνεται η δική του ονειρική σκακιέρα και ακούγεται στο πέρας των αιώνων το ατελείωτο σιγομιλητό ανάμεσα στους αγαπημένους του σοφιστές.
Κοιτάζοντας, έτσι, κανείς προς τον Ναό του Ποσειδώνα, θαρρεί ότι βλέπει να φυτρώνει, κυριολεκτικά μέσα από την πέτρα, ένα ολόκληρο δάσος από αρχετυπικές μορφές –πρόσωπα, ζώα και μυθικά πλάσματα–, που αποκαλύπτει μια ανώτερη αρμονία, την ενότητα της δημιουργίας που καθόρισε τον κόσμο του Μπόρχες. Οι μορφές αυτές δείχνουν να παραμένουν ζωντανές, καθώς έχουν το θάρρος να αμφισβητούν ακόμα τα πάντα, να ορίζουν καταφατικά την πολλαπλότητα της ύπαρξης και να συνιστούν μέρος ενός σχεδίου, όπου, λόγω απουσίας του χριστιανισμού, πραγματικά τέρατα δεν υπάρχουν.
Άλλωστε, η τερατόμορφη λογική δεν άρμοζε ποτέ στον Αργεντινό συγγραφέα και ποιητή, ο οποίος προτιμούσε τη σκωπτική αμφισβήτηση του Όσκαρ Ουάιλντ, ακόμα και τις πιο ζοφερές στιγμές του, ενώ μιλούσε κατ’ εξακολούθηση για το «milk of human kindness», δηλαδή την τρυφερότητα του Σαίξπηρ, και όχι μόνο για τα τραγικά του σύμπαντα. Σάμπως να μην τον απασχολούσαν ποτέ οι σχέσεις εξουσίας παρά οι σχέσεις τρυφερότητας και ως τέτοιες μπορεί κανείς να κρατήσει τις συναρμογές που στήνει με τόσο αριστοτεχνικό τρόπο ανάμεσα στα ονειρικά και τα πραγματικά ταξίδια που στήνει στον Άτλαντα.
Συνοδοιπόροι φανταστικοί και πραγματικοί σε αυτό το ατελεύτητο ταξίδι σε διαφορετικούς τόπους είναι, εκτός από τη Μαρία Κοδάμα, από αρχαίοι φιλόσοφοι έως Ιρλανδοί του εικοστού αιώνα όπως ο Γέιτς ή ο Τζόις, που θα μπορούσαν να είναι μείζονες ποιητές του μπαρόκ, ικανοί μύστες, όπως ο Μασεδόνιο Φερνάντες, παράφοροι στοχαστές που υψώνουν τη φωνή πάνω από τους παραμερισμένους πρίγκιπες και τις κάστες, όπως ο Καρλάιλ, ποιητές που άλλαξαν τον ρου της πραγματικότητας, όπως ο Ουγκό, ή κράτησαν ψηλά το σκωπτικό σθένος, όπως ο Λευκάδιος Χερν.
Γι’ αυτό και ελάχιστη σημασία έχουν τελικά οι τόποι καθαυτούς, αν είναι όμορφοι ή άσχημοι, αν μπορούν να αποκτήσουν τα εύσημα της πολυπόθητης ταξιδιωτικής δημοφιλίας, αρκεί να μπορούν να εγείρουν τις ονειρικές διαστάσεις της μνήμης, διαθέτοντας την απαραίτητη απόκρυφη σημασία στη γυμνή επιφάνειά τους.
Ως εκ τούτου, πλέον δημοφιλής προορισμός αποκαλύπτεται, εν προκειμένω, η Γενεύη –με ειρωνικό τρόπο, η πόλη όπου ο Μπόρχες έμελλε να αφήσει την τελευταία του πνοή, γράφοντας προφητικά σχεδόν γι’ αυτήν ότι «θα επιστρέφω πάντα στη Γενεύη, ίσως και μετά τον θάνατο του σώματός μου»–, τόπος όπου επανέρχεται κατ’ επανάληψη στις ιστορίες του, π.χ. στο αξεπέραστο διήγημά του Ο Άλλος. Προσωπικοί και ιδανικοί λόγοι φαίνεται να τον κράτησαν μοιραία δεμένο στην ελβετική πόλη, που δεν έχει αποκτήσει τη δική της ταυτότητα, γι’ αυτό και για τον Μπόρχες είναι σπουδαία: «Το Παρίσι δεν αγνοεί ότι είναι το Παρίσι, το ευπρεπές Λονδίνο ξέρει ότι είναι το Λονδίνο, η Γενεύη σχεδόν δεν ξέρει ότι είναι η Γενεύη. Οι μεγάλοι ίσκιοι του Καλβίνου, του Ρουσό, του Αμιέλ και του Φέρντιναντ Χόντλερ είναι εκεί, αλλά κανείς δεν τους μνημονεύει στον ταξιδιώτη».
Η προσμονή του ταξιδιού, η εκπλήρωση και η ανάμνησή του αποτελούν επομένως συστατικά στοιχεία ενός οντολογικού συστήματος που δεν διαχωρίζει το πριν από το μετά, ούτε τη στιγμή από το άπαν: όλες οι φάσεις και οι διαδικασίες του ταξιδιού δεν είναι παρά μέρη ενός μαλαρμικού σχήματος που μέσα από δαιδαλώδεις ατραπούς υποστηρίζει ότι τα πάντα καταλήγουν όχι απλώς σε έναν τόπο αλλά σε μια μεταφορά ή σε ένα βιβλίο. Όλα περιπλέκονται με έναν εσωτερικά πολλαπλασιαστικό τρόπο, σαν ένας πίνακας που εκτοξεύει τα δικά του χρώματα στην υπαρξιακή παλέτα: γι’ αυτό, το κόκκινο της αυγής, ανάμεικτο με αυτό το ζαφειρένιο ανατολίτικο χρώμα, επανέρχεται ως κυρίαρχη εικόνα τόσο στα διηγήματα του Μπόρχες όσο και στις περιγραφές από ένα μακρινό ταξίδι, όταν οι αισθήσεις του τού είχαν επιτρέψει να το δει, «γιατί αν κάποιος δεν έχει δει το κόκκινο χρώμα, δεν έχει νόημα να το παρομοιάζω με τη ματωμένη σελήνη του ευαγγελιστή Ιωάννη», όπως γράφει χαρακτηριστικά.
Το παν είναι, άλλωστε, να μπορέσει να νιώσει κανείς τη μεταφορική ή κυριολεκτική ανύψωση και ευφορία του ταξιδιού, την ευτυχία που δεν χωράει σε λόγια, ώστε να μπορέσει να το αποκρυπτογραφήσει.
Σαν αυτή που ένιωσε ο ίδιος σε ένα αερόστατο παρέα με την αγαπημένη του Μαρία: «Ο χώρος ήταν απεριόριστος και ο ράθυμος αέρας που μας ταξίδευε σαν αργό ποτάμι μάς χάιδευε το μέτωπο, τον αυχένα ή τα μάγουλα. Νομίζω ότι όλοι μας ζούσαμε μια ευτυχία σχεδόν σωματική. Λέω σχεδόν, γιατί δεν υπάρχει ευτυχία ή πόνος που να είναι μόνο σωματικά, καθώς πάντα παρεμβάλλονται το παρελθόν, οι περιστάσεις, η έκπληξη και άλλα δεδομένα της συνείδησης». Κι αυτά μπορεί να τα περιπλέκει μοναδικά στο δικό του μοναδικό ταξίδι που κρατάει μέχρι σήμερα και κάνει σχεδόν από πάντα ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.