Αναμφίβολα υπάρχει κάτι απαράμιλλα καβαφικό στον τρόπο που ο Έντουαρντ Σαΐντ γράφει, λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του, την αυτοβιογραφία του που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (σε μετάφραση Ελένης Λούση και πρόλογο Κατερίνας Σχινά). Το παρατηρεί κανείς στον τρόπο που αποστασιοποιείται από τις λυρικές εξάρσεις και επιστρέφει στον κοσμοπολιτισμό που τον έθρεψε και τον μετέτρεψε σε στωικό παρατηρητή. Περιγράφοντας τα πρώτα χρόνια που τον διαμόρφωσαν τη δεκαετία του '40, αλλά και τις τελευταίες στιγμές που ξέρει ότι ο θάνατος είναι κοντά, γίνεται, άθελά του, ένας άλλος Μάρκος Αυρήλιος που ατενίζει, από σημείο πλεονεκτικό, τις πρώτες και τις τελευταίες εκείνες ώρες, φτιάχνοντας σαν τον Αιμιλιανό Μονάη, από το ομώνυμο καβαφικό ποίημα, μια εξαίρετη αφηγηματική «πανοπλία με λόγια, φυσιογνωμία και με τρόπους». Κάθε λέξη στην πρωτότυπη αυτή εξομολόγηση έχει τη δική της αύρα, ποτισμένη με φλεγματικό χιούμορ και οξύνοια, διατηρώντας μια ασφαλή απόσταση που μόνο ένας καβαφικός κοσμοπολιτισμός θα μπορούσε να επιτρέψει. Το παραδέχεται και ο ίδιος κάπου προς το τέλος του βιβλίου, όταν συνειδητοποιεί τον αδρανή χώρο στον οποίο γαλουχήθηκε, μακριά από τον βασανισμένο κόσμο των Αράβων: «Πράγμα που αναγνώρισα μερικά χρόνια αργότερα στην ποίηση του Καβάφη – η ίδια αδιαφορία, η θεώρηση του κόσμου ενός πράγματος δεδομένου, αφού προνομιούχοι ξένοι όπως εμείς φροντίζαμε για τις δικές μας επιδιώξεις και ανησυχούσαμε για τις δικές μας δουλειές, χωρίς να ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα για τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού». Κι αυτό ήταν κάτι που συνέβη σχεδόν αναγκαστικά, αφού ο εύπορος επιχειρηματίας πατέρας του φρόντισε να φτιάξει ένα υπερπροστατευτικό περιβάλλον, μακριά από τις ταραχές, από το οποίο απουσίαζε οποιαδήποτε ένταση ή πάθος, ερωτικό, κοινωνικό, πολιτικό. Η παρέκκλιση σε οποιοδήποτε επίπεδο δεν επιτρεπόταν στον ασφυκτικό αυτό μικρόκοσμο, όπου τα πάντα γίνονταν με τους ψυχαναγκαστικούς όρους της ευπρέπειας. Ρέποντας όμως διαρκώς προς τον έτερο πόλο, ο μικρός Έντουαρντ δεν αποδέχτηκε τους προτεσταντικούς κανόνες που προσπαθούσαν να επιβάλουν το δικό τους αποικιοκρατικό-βρετανοπρεπές ή αμερικανικό σύστημα, ίσως επειδή γνώριζε από τότε ότι τα πράγματα δεν πρέπει να υποτάσσονται σε παραδεδομένες θέσεις: «Βαθιά μέσα μου γνώριζα ότι το Κολέγιο Βικτόρια είχε αποκόψει αμετάκλητα τους δεσμούς μου με την παλιά μου ζωή και ότι το προκάλυμμα που είχαν επινοήσει οι γονείς μου, ότι τάχα ήμουν Αμερικανός, είχε τελειώσει, και ότι όλοι νιώθαμε όντα υποδεέστερα που αντιπαλεύαμε μια πληγωμένη αποικιακή δύναμη, επικίνδυνη και ικανή να μας βλάψει, παρόλο που εξαναγκαζόμασταν να μελετούμε τη γλώσσα και τον πολιτισμό της ως τον κυρίαρχο στην Αίγυπτο».
Ο Σαΐντ, ως συγγραφέας που αποφασίζει να εκτεθεί και να αυτοβιογραφηθεί λίγο πριν πεθάνει, ξέρει πως αν πρέπει να μιλήσει για μια ζωή, πρέπει να προσηλωθεί στη μνήμη, σε αυτό το απίστευτο ρέκβιεμ ανίχνευσης μικρών αντιδράσεων ή επιλογών, και όχι στις αυθαίρετες γενικεύσεις.
Ποτέ όμως δεν ένιωσε ότι βρίσκεται ή ότι ανήκει πραγματικά σε κάποια πατρίδα ως γιος ενός Παλαιστίνιου προτεστάντη με αμερικανική υπηκοότητα που ζούσε στην Αίγυπτο και μιας Παλαιστίνιας χριστιανής με λιβανέζικη καταγωγή και αγγλική παιδεία – και από εδώ προκύπτει και ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του, Ζωή εκτός τόπου. Ήταν προφανές ότι από μικρός εξερευνούσε δημιουργικά την πολυφωνική διάσταση που αντηχούσε κάθε μονοδιάστατη θεώρηση και αναζητούσε διακαώς το μυστηριώδες κύρος που ενοικεί στην ουσία των θεωριών και των πραγμάτων. Ίσως σε αυτό να συνέβαλε όχι μόνο η κοσμοπολίτικη καταγωγή του αλλά και η αγάπη του για την αντιστικτική πολυφωνική μουσική που μετατράπηκε σε ένα οντολογικό modus vivendi και έναν ιδανικό τρόπο αφήγησης που χαρακτηρίζει και την αυτοβιογραφία του. Παρ' ότι δεν το παραδέχεται, καθώς οποιαδήποτε αποδοχή λαμπρής διαφοροποίησης ενδεχομένως να έμοιαζε με οίηση, στην απροσάρμοστη συμπεριφορά που παρουσίαζε μικρός έθαλλαν οι ιδέες που θα τον έκαναν να διακριθεί σε επίπεδο μοναδικής σκέψης: ποτέ δεν θα ακολουθήσει τις παραδοσιακές θεωρίες αλλά ούτε θα αποδεχτεί τα εύκολα συμπεράσματα της σύγκρουσης των πολιτισμών. Χάρη σε αυτόν θα αναθεωρηθεί το πλαίσιο της πρόσληψης της Ανατολής ως «οριενταλισμού» ή «εξωτικού κόσμου» αλλά και της αποκλειστικής θεώρησης των Παλαιστινίων ως θυμάτων του σιωνισμού. Όσο για τις ριζοσπαστικές του αντιλήψεις, περισσότερο εντοπίζονται σε μια ανατρεπτική κοσμοθεωρία που σχετίζεται με τον χαρακτήρα παρά σε άχραντα ιδεολογήματα – κι αυτό είναι κάτι που φωτίζει με τρόπο πολλαπλό η παρούσα αυτοβιογραφία. Αντίστοιχα ήσσονος σημασίας περιστατικά, όπως το ότι μικρός προτιμούσε να γεμίζει το πάτωμα με φλέματα τις στιγμές της τιμωρίας στο παιδικό του δωμάτιο, να αντιδρά στους δασκάλους του «εξασφαλίζοντας» ακόμα και αποβολή από το σχολείο ή να χαλάει ακόμα και τις στιγμές της οικογενειακής βιντεοσκόπησης, δείχνουν, όπως παραδέχεται και ο ίδιος μιλώντας για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο, ότι: «Ο "Έντουαρντ" ήταν κάτι περισσότερο από τον παραβατικό, παρά ταύτα υποχωρητικό γιο, που υποτασσόταν στο βικτοριανό πρότυπο του πατέρα του"».
Με ένα τόσο αυστηρό πατρικό πρότυπο, λόγω της ισχύος που αποκόμισε ο πατέρας από τις επιχειρήσεις του, ο ίδιος έμαθε να εκτιμά την εργασία και τον μόχθο αλλά και να απεχθάνεται σφόδρα την εδραίωση ενός συστήματος διαρκούς καταπίεσης – ακόμα και βίας. Ενδεχομένως οι φουκωικές ενατενίσεις που διαπερνούν τις θεωρίες του πανεπιστημιακού Σαΐντ να προέρχονται από αυτό το άγουρο σύστημα κοινωνίας του ελέγχου και της σωματικής καταπίεσης που ένιωσε μικρός. Ο αυνανισμός απαγορευόταν αυστηρά και το παντελόνι του έφηβου Σαΐντ ελεγχόταν τα πρωινά, στον βαθμό που οι ονειρώξεις θεωρούνταν προτιμότερες από την αυτοϊκανοποίηση. Γενικότερα, η λέξη «απαγορεύεται» ίσχυε παντού, ειδικά στις περιπτώσεις σαρκικής απόλαυσης, κάτι που ωστόσο τροφοδότησε μια ανεξάντλητη φαντασία: ένα χορευτικό κάποιων ακροβατών που έτυχε να απολαύσει σε μία από τις ελάχιστες εξόδους σε κέντρο νυχτερινής διασκέδασης του Καΐρου απέκτησε διαστάσεις σαρκικής αποθέωσης. Οι φαντασιώσεις δεν είχαν ωστόσο μόνο ερωτικό πρόσημο και είναι αυτές που τον μετέτρεψαν από εσωστρεφή έφηβο σε ολοκληρωμένο στοχαστή: «Όσο ύφαινα και ξαναΰφαινα, στο μυαλό μου διαδραματίζονταν, ανάμεσα στην ασημαντότητα της επιφανειακής πραγματικότητας και σε ένα βαθύτερο επίπεδο μιας άλλης ζωής, γεμάτης με όμορφα, αλληλοσυσχετιζόμενα κομμάτια –κομμάτια από ιδέες, αποσπάσματα από λογοτεχνία και μουσική, προσωπικές μνήμες, καθημερινές παρατηρήσεις–, τα οποία δεν τροφοδοτούσε ο "Έντουαρντ", στην κατασκευή του οποίου δεν συνέβαλλαν οι δάσκαλοι και οι σύμβουλοι αλλά ο εσώτερος, περισσότερο ασυμβίβαστος και προσωπικός εαυτός μου, εκείνος που μπορούσε να διαβάζει, να σκέφτεται, ακόμα και να γράφει ανεξάρτητα από τον "Έντουαρντ"».
Εξού και η μόνιμη βαρεμάρα που ένιωθε για τα πάντα. Τα ασφυκτικά ζεστά απογεύματα που σβήνονταν σε ζεστές λεμονάδες ή σε αράκ, τα βράδια που ξοδεύονταν διαρκώς σε παρτίδες μπριτζ από τις οποίες ήταν εξαρτημένος ο πατέρας καθώς και οι ατελείωτες επισκέψεις συγγενών ξεχωρίζουν στις ατέρμονες περιγραφές μιας μπαλζακικού τύπου νωθρότητας. Κάποιος αντικειμενικός παρατηρητής θα μιλούσε για στιγμές φαινομενικής οικογενειακής ευτυχίας, για τον ίδιο όμως αυτές απλώς ενέτειναν την εσωτερική απελπισία και τη μόνιμη, βασανιστική ενοχή. Μοναδική παρηγοριά οι στιγμές τρυφερότητας μιας κατά τα άλλα αυστηρής μητέρας, για την οποία έτρεφε παράφορη αγάπη και αδυναμία (θαρρεί κανείς, μάλιστα, ότι το βιβλίο το έγραψε ως φόρο τιμής στη μητέρα του). Το παράξενο, βέβαια, είναι ότι ούτε ο εξωτερικός κόσμος εγκυμονούσε ιδιαίτερα ευχάριστες εκπλήξεις γι' αυτό τον τόσο φιλοπερίεργο νεαρό, αφού απεχθανόταν σφόδρα τις «χαρούμενες» εκδρομές σε τουριστικά μέρη, όπως οι πυραμίδες, ενώ αδιαφορούσε σε μεγάλο βαθμό για τις αθλοπαιδιές, με εξαίρεση ίσως το τένις. Οι πνευματικές του τάσεις εντοπίζονται στην αγάπη του για τη λογοτεχνία αλλά και την κλασική μουσική, που έπαιζε και άκουγε μετά μανίας. Άκρως αποκαλυπτική είναι επίσης η ιερότητα των αντικειμένων ή των στιγμών που επιλέγονται ως πρώτα υλικά της αφήγησης, κάτι που πάλι καταδεικνύει λογοτεχνικό πνεύμα: ο τρόπος που φορούσε τα γάντια της κάποια αγαπημένη θεία, ένα καινούργιο πικάπ που ερχόταν στο σπίτι, ακόμα και τα ρούχα από ένα αμερικανικό κατάστημα που έμειναν σε αχρηστία γιατί δεν υπολογίστηκε σωστά το μέγεθος περιγράφονται στην αυτοβιογραφία του με κάθε γοητευτικά σχολαστική λεπτομέρεια. Ο Σαΐντ, ως συγγραφέας που αποφασίζει να εκτεθεί και να αυτοβιογραφηθεί λίγο πριν πεθάνει, ξέρει πως αν πρέπει να μιλήσει για μια ζωή, πρέπει να προσηλωθεί στη μνήμη, σε αυτό το απίστευτο ρέκβιεμ ανίχνευσης μικρών αντιδράσεων ή επιλογών, και όχι στις αυθαίρετες γενικεύσεις. Εξού και το ότι από την αυτοβιογραφία του απουσιάζουν τα πολιτικά γεγονότα ή τα συμπεράσματα σε εποχές που αυτά έπαιζαν ρόλο πρωταγωνιστικό, ενώ προέχουν οι λεπτομερείς καταγραφές των αντιδράσεων μιας ανεξερεύνητης προσωπικότητας. Η σχεδόν αιρετική, βαθιά ευρηματική διαφυγή στα μύχια του χαρακτήρα αποκαλύπτει τέλος την ανάγκη του Σαΐντ να πιαστεί από τον μικρό Έντουαρντ που άφησε πίσω ως εναργή απόδειξη της αθέατης πλευράς που οφείλουμε να αναζητήσουμε όλοι σε πράγματα ενδεχομένως ασήμαντα. Περισσότερο, λοιπόν, από συγκινητική εξομολόγηση, αφού ο ίδιος φαίνεται να αποφεύγει διαρκώς τις ευκολίες της συγκίνησης, η Ζωή εκτός τόπου είναι ένα μάθημα σκέψης, συγκρότησης και ηθικής εντιμότητας ενός ανθρώπου που ήξερε από τότε πως η αντίσταση δεν στηρίζεται σε επαναστατικές διακηρύξεις αλλά στις εσωτερικές αντιστάσεις. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που οι ήρωές του ήταν οι φαντασιόπληκτοι μοναχικοί, όπως ο Δον Κιχώτης και η Μαντάμ Μποβαρί, και όχι οι άγριοι επαναστάτες.
σχόλια