Τον έχουν αποκαλέσει Πικάσο της ποίησης. Τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Είναι ο πιο πολυδιαβασμένος ισπανόφωνος ποιητής και με το έργο του ύμνησε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ελευθερία, τον έρωτα και την αγάπη. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες τον έχει χαρακτηρίσει τον «σημαντικότερο ποιητή του 20ού αιώνα», η ζωή του έγινε αναπόσπαστο μέρος της Ιστορίας και θεωρήθηκε σύμβολο αντιδικτατορικής αντίστασης. Ο Πάμπλο Νερούδα υπηρέτησε σε διπλωματικές θέσεις ενώ κάποτε είχε προταθεί και για πρόεδρος της χώρας του. Στην πρώιμη νεότητά του, κατά τη διάρκεια του επαναστατικού φοιτητικού κινήματος της Χιλής, ανέπτυξε μεγάλη ακτιβιστική δράση. Στην τελευταία περίοδο της ζωής του, υπερασπίστηκε σθεναρά τη Χιλή ενάντια στην επέμβαση των ΗΠΑ και, ως πρεσβευτής στη Γαλλία, εκπροσώπησε την ιστορική σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Ήταν ο ποιητής του λαού που με τα λόγια του συνδύασε αρμονικά τις ευρύτερες κοινωνικές και ατομικές ανησυχίες ενώ, αναμφίβολα, διήγαγε πολυτάραχο βίο.
H εμβληματική αυτοβιογραφία του με τον τίτλο «Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα» (εκδόσεις Gutenberg) είναι μια αναλυτική καταγραφή απομνημονευμάτων που σκιαγραφεί τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο. Μια συναρπαστική εξιστόρηση για μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, επιδραστικές και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Η συγκεκριμένη αυτοβιογραφία πρωτοκυκλοφόρησε το 1974 και επανεκδόθηκε το 2017 συμπληρωμένη με μερικά ανέκδοτα και «αυτοβιογραφικού χαρακτήρα» κείμενα που πρόσθεσε ο επιμελητής της έκδοσης με την έγκριση του Ιδρύματος Πάμπλο Νερούδα. Η έξοχη μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή έχει βασιστεί στην ισπανική έκδοση του οίκου Seix Barral της Βαρκελώνης.
Στην αυτοβιογραφία του περιδιαβαίνουμε στα σημαντικότερα κεφάλαια μιας περιπετειώδους διαδρομής. Ανακαλύπτουμε τις λογοτεχνικές επιρροές του, ενώ ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να εντρυφήσει στην πολυκύμαντη πολιτική του καριέρα ως ένθερμου αριστερού καθώς και ως Χιλιανού διπλωμάτη.
Η αφήγηση ξεκινά με τα παιδικά του χρόνια και φτάνει έως και λίγες μέρες πριν από τον θάνατο του, την 23η Σεπτεμβρίου 1973, από καρκίνο του προστάτη. Μάλιστα, αυτές τις μέρες έχει ανοίξει ξανά ο φάκελος του θανάτου του, έπειτα από πιέσεις των συγγενών του, οι οποίοι ζητούν να διαλευκανθεί αν ο Π. Νερούδα τελικά πέθανε από δηλητηρίαση και όχι από καρκίνο.
Ο κορυφαίος Λατινοαμερικανός ποιητής άφησε μια πολύτιμη παρακαταθήκη, αλλά βρέθηκε και στο στόχαστρο φεμινιστικών συλλογικοτήτων. Από τη μία διακρίνουμε μια γενναιόδωρη, ανθρώπινη, ακόμη και ηρωική προσωπικότητα αφού βοήθησε 2.000 πρόσφυγες να δραπετεύσουν από την Ισπανία του Φράνκο το 1939 και πέτυχε τη δική του τολμηρή απόδραση από τη Χιλή πάνω από τις Άνδεις το 1949. Από την άλλη, υπάρχουν και γεγονότα που παραλείπονται από τον ίδιο, όπως οι κατηγορίες εναντίον του για καταχρηστική συμπεριφορά, για απιστία, για εγκατάλειψη της κόρης του που έπασχε από υδροκεφαλία αλλά και για σκληρότητα απέναντι στην πρώτη σύζυγό του.
Αυτό όμως που αποκαλύπτει οικειοθελώς είναι η κακοποίηση και ο βιασμός μιας νεαρής καθαρίστριας όταν ήταν πρόξενος της Χιλής στο Κολόμπο της Κεϋλάνης (νυν Σρι Λάνκα) το 1929. Διαβάζουμε στο επίμαχο απόσπασμα: «Ένα πρωί, αποφασισμένος για όλα, την έπιασα με δύναμη από τον καρπό και βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν υπήρχε γλώσσα για να της μιλήσω. Με άφησε –χωρίς καν να μου χαμογελάσει– να την οδηγήσω, και μεμιάς βρέθηκε γυμνή στο κρεβάτι μου. Και η λυγερότατη μέση της, οι γεμάτοι γοφοί της και οι δύο ξέχειλες κούπες του στήθους της την έκαναν να μοιάζει με τα χιλιόχρονα γλυπτά του ινδικού Νότου. Επρόκειτο για συνάντηση ενός άνδρα και ενός αγάλματος. Έμεινε όλη την ώρα με τα μάτια της ανοιχτά, απαθής. Πολύ καλά έκανε, εξευτελίζοντάς με. Η απόπειρα δεν επαναλήφθηκε».
Ο Πάμπλο Νερούδα γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1904, στην πόλη Μπαρά της Κεντρικής Χιλής. Ήταν γιος του σιδηροδρομικού Χοσέ δελ Κάρμεν Ρέγιες Mοράλες και της δασκάλας Ρόζας Νεφταλί Μπασοάλτο Οπάσο. Η μητέρα του πέθανε, όμως, από φυματίωση έναν μήνα μετά τη γέννησή του κι έτσι ο πατέρας του μετακόμισε στην πόλη Τεμούκο, όπου ξαναπαντρεύτηκε. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση σε ηλικία 10 ετών, αλλά ο πατέρας του τον αποθάρρυνε κι έτσι άρχισε να υπογράφει τα έργα του με το ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούδα, υιοθετώντας το επώνυμο του γνωστού Τσέχου συγγραφέα και ποιητή Γιαν Νερούντα, ενώ το μικρό του όνομα εικάζεται ότι το πήρε από τον Γάλλο ποιητή Πολ Βερλέν.
Ο Νερούδα ξεκινά τα απομνημονεύματά του με υποβλητικές περιγραφές για τα δάση της Χιλής, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου κεφαλαίου βασίζεται στην παιδική του ηλικία. Περιγράφει τη βροχή ως μια «μοναδική αλησμόνητη προσωπικότητα», ενώ για το τοπίο της περιοχής όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια λέει ότι δεν μοιάζει με καμία άλλη. Στην αυτοβιογραφία του περιδιαβαίνουμε στα σημαντικότερα κεφάλαια μιας περιπετειώδους διαδρομής. Ανακαλύπτουμε τις λογοτεχνικές επιρροές του, ενώ ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να εντρυφήσει στην πολυκύμαντη πολιτική του καριέρα ως ένθερμου αριστερού καθώς και ως Χιλιανού διπλωμάτη.
Ο Πάμπλο Νερούδα ενδίδει στον πειρασμό και μιλά με εξομολογητικό τόνο για τον εαυτό του. Τον βλέπουμε να ανατρέχει στα βιώματά του από την εποχή που ήταν ένας νεαρός επαρχιώτης και τον γοήτευε το χώμα της πατρίδας του, να μιλά για τα πρώτα του βιβλία, για τη δύναμη της ποίησης, τα αμέτρητα ταξίδια, τη «φωτεινή μοναξιά του» και να μοιράζεται με το κοινό ενδιαφέρουσες αφηγήσεις που αφορούν ιστορικές προσωπικότητες όπως ο Φ. Κάστρο, ο Τσε Γκεβάρα, ο Μαγιακόφσκι, ο Π. Πικάσο, ο Ι. Στάλιν, ο Γ. Λόρκα και ο Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει για την ομοφυλοφιλία του Λόρκα: «Η ομοφυλοφιλία του ήταν αποδεδειγμένη, κι εγώ την είδα πολύ αργά. Αλλά μπορεί και να υπάρχουν ομοφυλόφιλοι ευτυχείς και ομοφυλόφιλοι δυστυχείς, και αυτό που βλέπεις να είναι ορατότερο στη θλίψη. Ο Φεδερίκο ακτινοβολούσε ευτυχία, και στην ξέχειλη κούπα του πρέπει να είχαν χωρέσει όλοι οι εκπληρωμένοι έρωτές του».
Ο διάσημος ποιητής ρίχνει φως και σε μνημειώδη για εκείνον στιγμιότυπα, όπως το ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση, που τον επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό. Ο Νερούδα είχε λάβει το βραβείο Στάλιν και στην αυτοβιογραφία του παρακολουθούμε την έκπληξή του για την εξέλιξη αυτή. «Έλαβα κι εγώ το Βραβείο Στάλιν για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών. Είναι πιθανό να το άξιζα, αλλά αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο γνώριζε ο απόμακρος εκείνος άνθρωπος τη δική μου ύπαρξη», γράφει, και σε άλλο σημείο αναφέρει: «Πολλοί έχουν σχηματίσει την πεποίθηση ότι είμαι αμετανόητος σταλινικός. Φασίστες και αντιδραστικοί μ’ έχουν ζωγραφίσει ως λυρικό απολογητή του Στάλιν. Τίποτε απ’ αυτά δεν με θυμώνει ειδικά. Όλα τα συμπεράσματα είναι δυνατά και πιθανά σε μια εποχή διαβολικά μπερδεμένη».
Για τον ίδιο η ποίηση ήταν μια αφορμή για να μιλά για τα πιο απλά πράγματα, τα πιο καθημερινά, τα τρέχοντα και τα αρχετυπικά. Πίστευε ότι «ο ποιητής έχει χρέος να πλύνει και να καθαρίσει τα συνηθισμένα πράγματα και να φορέσει νέο ρούχο σε ό,τι έχει ζωή». Αλλά και ότι ο «κοινωνικός ποιητής του σήμερα εξακολουθεί να είναι ό,τι ήταν ο αρχαίος ιερωμένος. Τότε είχε υπογράψει συμβόλαιο με τα σκοτάδια, τώρα οφείλει να ερμηνεύει το φως».
Διαβάζοντας το βιβλίο συνειδητοποίησα ότι ο Πάμπλο Νερούδα συνθέτει μια συναρπαστική και γοητευτική αυτοπροσωπογραφία. Μέσα από τα δικά του λόγια, ο νομπελίστας συγγραφέας φωτίζει τις πιο σημαντικές και ιδιοσυγκρασιακές λεπτομέρειες της θυελλώδους ζωής του. Ανακαλεί μνήμες και φιλοτεχνεί αναμνήσεις, δημιουργώντας μια πολυσέλιδη, καθηλωτική και λυρική αυτοβιογραφία που διαβάζεται παράλληλα και ως πανοραμική επισκόπηση μιας αλησμόνητης εποχής.
Στον αποχαιρετισμό του καταλήγει: «Η ζωή, οι χαρές και οι λύπες του κόσμου ας μπαίνουν κάθε μέρα στο σπίτι μας, γκρεμίζοντας τις πόρτες του. Η ζωή είναι φτιαγμένη από τις μυστηριώδεις ουσίες της νύχτας που πεθαίνει και της αυγής που γεννιέται. Και σ’ εσάς, μαζί με κάθε απάντηση που μόλις πήρατε, ας γεννιέται και μια νέα ερώτηση. Ας πάμε να βρούμε, λοιπόν, το αύριο, κύριες και κύριοι. Το μυστήριο του αύριο».