ΤΗΝ 1η ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1945 ο Χανς Φάλαντα παντρεύτηκε την Ούρσουλα Λος, χήρα του καλλιτέχνη Κουρτ Λος, που ήταν κληρονόμος μιας μεγάλης οικογένειας βιομηχάνων. Η Ούρσουλα ήταν κατά τριάντα χρόνια μικρότερή του και εθισμένη, όπως κι εκείνος, στο αλκοόλ και στη μορφίνη. Το νιόπαντρο ζευγάρι μετακινήθηκε, μετά τον γάμο του, στο Φέλντμπεργκ του Μεκλεμβούργου. Εκεί ο Φάλαντα υποδέχτηκε με έναν «θριαμβικό» λόγο τα σοβιετικά στρατεύματα που έφτασαν στην πόλη ως ελευθερωτές. Η νέα εξουσία επέβαλε τον Φάλαντα ως δήμαρχο στην πόλη. Αλλά τα καθήκοντα του αξιώματος αυτού ήταν πολύ σκληρά για τον συγγραφέα. Εγκατέλειψε το αξίωμα και επέστρεψε, με την Ούρσουλα, στο Βερολίνο.
Αυτό το επεισόδιο από τους τελευταίους μήνες της ζωής του Φάλαντα, ο οποίος πέθανε το 1947 σε ηλικία 53 ετών, βρίσκεται στον πυρήνα του μυθιστορήματός του Ο εφιάλτης, που ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1946 και εκδόθηκε το 1947. Το μυθιστόρημα περιγράφει, ουσιαστικά με ακρίβεια ντοκιμαντέρ, αν και καθαρή μυθοπλασία, τη ζωή των καθημερινών Γερμανών τους μήνες από τον Απρίλιο του 1945 έως τον Αύγουστο του 1946. Στον πρόλογο που έγραψε ο Φάλαντα τον Αύγουστο του 1946 παρουσιάζει το μυθιστόρημά του ως «ιατρική αναφορά», ως την ιστορία «της γενικής απάθειας που τον Απρίλιο του 1945 κυρίευσε το μεγαλύτερο και αξιοπρεπέστερο κομμάτι του γερμανικού λαού ‒ απάθειας από την οποία πολλοί ακόμη υποφέρουν».
Φτάνοντας όμως στην τελευταία σελίδα, έχοντας περάσει διά πυρός και σιδήρου, διαπιστώνεις τελικά ότι αυτό το βιβλίο είναι αισιόδοξο και σου δίνει όπλα για να πολεμήσεις τις δυσκολίες, σαν ένας αποτελεσματικός οδηγός επιβίωσης.
Οι βασικοί πρωταγωνιστές στον Εφιάλτη είναι το ζεύγος Ντολ, ο χερ Ντολ, συγγραφέας, και η κατά πολύ νεότερή του Άλμα Ντολ, χήρα, όπως και η Ούρσουλα. Ο χερ Ντολ είχε υποφέρει πολύ από τους ναζί: «Τον είχαν κυνηγήσει, τον είχαν ανακρίνει, τον είχαν συλλάβει, είχαν απαγορεύσει τα βιβλία του». Τους μισούσε γιατί είχαν καταστρέψει τον γερμανικό λαό. Το μίσος του για τους ναζί ήταν τόσο βαθύ, ώστε ακόμη και η λέξη «φαιό» τού ήταν αποκρουστική. «Έβαφε, μπογιάτιζε οτιδήποτε φαιό έβλεπε γύρω του». Οι Ντολ ζούσαν σε μια μικρή πόλη κοντά στο Βερολίνο, κάπου στα ανατολικά, και εκεί έζησαν τις μέρες της κατάρρευσης του ναζιστικού καθεστώτος και την είσοδο του Κόκκινου Στρατού. Την ημέρα του εορτασμού της νίκης οι Ρώσοι ζήτησαν από τον αντιναζί Ντολ να μιλήσει στους συμπολίτες του για τη σημασία της ημέρας. Στην πλατεία του Διοικητηρίου συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι, όλοι αυτοί που μέχρι πριν από τρεις εβδομάδες φώναζαν «χάιλ, Χίτλερ». Τώρα είναι έτοιμοι να ζητωκραυγάσουν για τον Κόκκινο Στρατό και τον αρχιστράτηγο Στάλιν, σηκώνοντας μάλιστα το δεξί τους χέρι, όπως έκαναν τόσα χρόνια, πιστεύοντας βέβαια ότι στο τέλος της μέρας θα πάρουν ένα κομμάτι ψωμί και κρέας. Μετά απ’ αυτά ο Ντολ «διατάχτηκε» από τους Ρώσους να γίνει δήμαρχος. Δεν είχε το περιθώριο να αρνηθεί. Και μολονότι η Άλμα τον είχε απειλήσει ότι θα πέσει στη λίμνη αν γινόταν δήμαρχος, δεν πραγματοποίησε την απειλή της.
Από τις βασικές δουλειές του Ντολ ως δημάρχου ήταν να ξεκαθαρίσει ποιοι από τους ναζί ήταν οι συμπαθούντες και ποιοι οι ένοχοι εγκληματίες. Βέβαια, οι πραγματικοί «φίρερ» είχαν διαφύγει στη Δύση. «Αλλά και οι μικροί εθνικοσοσιαλιστές ήταν εξίσου αποκρουστικοί με τον τρόπο τους». Ο δήμαρχος Ντολ ήθελε να τους ξετρυπώσει από τις κρυψώνες τους όπου είχαν προλάβει να χωθούν, να τους απομακρύνει από πόστα εξουσίας, να τους πάρει ό,τι είχαν ληστέψει με απάτες, εκβιασμούς και κλεψιές, να κατασχέσει τις προμήθειές τους σε τρόφιμα, να δώσει τα μεγάλα σπίτια τους στους άστεγους που είχε αφήσει πίσω του ο πόλεμος.
Ο Χανς Φάλαντα ξεγυμνώνει εδώ τον καθημερινό Γερμανό, δίνοντάς μας εκπληκτικά πορτρέτα «ασήμαντων» ανθρώπων, αλλά κυρίως αποκαλύπτοντας τους ψυχολογικούς μηχανισμούς της ανθρώπινης συνθήκης. Για παράδειγμα, ο ζυθοποιός Τσάχες, που ήταν μονίμως στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Όταν οι ναζί ανέβηκαν στην εξουσία, το 1933, γράφτηκε στο κόμμα. Η πολιτική δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Τον ενδιέφεραν μόνο τα δικά του κέρδη. Έβγαζε από τη μέση τους μη κομματικούς ανταγωνιστές του, εκμεταλλευόταν την κομματική θέση του σε όλα τα συμβούλια και τις επιτροπές, σπιούνευε, έπαιρνε με το ζόρι την παραγωγή των αγροτών και την πούλαγε στη μαύρη αγορά, έκλεβε ασύστολα. Αυτόν τον επινοημένο χαρακτήρα-τύπο ανακρίνει ο δήμαρχος Ντολ στο μυθιστόρημα του Φάλαντα.
Μετά την ανάκριση του Τσάχες, ο χερ Ντολ πέφτει βαριά άρρωστος. Η πίεση που δέχεται από τους συμπολίτες του αλλά και οι αυταπάτες που έτρεφε, η απογοήτευση, τον οδηγούν σε μια βαθιά κατάθλιψη που εκδηλώνεται με ένα είδος απάθειας. «Καμιά προσπάθεια δεν άξιζε να γίνει, όλα ήταν μάταια». Μαζί του αρρωσταίνει και η γυναίκα του. Το ζεύγος Ντολ μπαίνει στο νοσοκομείο. Την 1η Σεπτεμβρίου 1945 ο κύριος και η κυρία Ντολ αποφασίζουν, παρόλο που είναι ακόμη άρρωστοι, να εγκαταλείψουν το νοσοκομείο και τη μικρή πόλη και να φύγουν για το Βερολίνο. Αν και «γκρεμισμένο, καμένο και σακατεμένο», το Βερολίνο ήταν η μόνη τους ελπίδα για να χτίσουν τη ζωή τους από την αρχή. Το τρένο, με σπασμένα τζάμια και βρόμικο, ήταν γεμάτο εξαθλιωμένους ανθρώπους, φορτωμένους με μικρά σακίδια, λίγες πατάτες, αλεύρι, δυο-τρείς οκάδες μπιζέλια, τροφή για μία εβδομάδα το πολύ. Το Βερολίνο, όμως, αποδεικνύεται εφιάλτης για το ζεύγος Ντολ. Η αρρώστιά τους επιδεινώνεται, μπαινοβγαίνουν σε άσυλα και νοσοκομεία και η μόνη τους ανακούφιση/ψευδαίσθηση είναι η μορφίνη.
Το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος τιτλοφορείται «Η θεραπεία». Με αυτό η αφήγηση οδηγείται στο τέλος. Δεν αποκαλύπτουμε τις λεπτομέρειές του προς χάριν των αναγνωστών. Ας ανακαλύψουν αυτοί το τέλος.
Ο Φάλαντα είναι ο συγγραφέας των μεγάλων μυθιστορημάτων για την εποχή της Βαϊμάρης, που έχουν αγαπήσει εκατομμύρια αναγνώστες σε όλον τον κόσμο ‒ και στην Ελλάδα, όπου ο συγγραφέας διαβάζεται με φανατισμό. Το έργο του σε βυθίζει σε βαθιά σκοτεινιά, πράγμα που συμβαίνει και με το μυθιστόρημα Ο εφιάλτης. Φτάνοντας όμως στην τελευταία σελίδα, έχοντας περάσει διά πυρός και σιδήρου, διαπιστώνεις τελικά ότι αυτό το βιβλίο είναι αισιόδοξο και σου δίνει όπλα για να πολεμήσεις τις δυσκολίες, σαν ένας αποτελεσματικός οδηγός επιβίωσης. Το λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας: «Δεν έχουν σημασία τα ερείπια, σημασία έχει η ζωή».
Οι μεταφραστές Άγγελος Αγγελίδης και Μαρία Αγγελίδου υπογράφουν μια απολαυστική μετάφραση που σε κάνει, προς στιγμήν, να πιστεύεις ότι η πρωτότυπη γλώσσα του Εφιάλτη είναι τα ελληνικά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.