ΣΤΙΣ 27 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1988, ημέρα Σάββατο, ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής βρέθηκε νεκρός στη μονοκατοικία του στον Κολωνό, στην οδό Τυρνάβου 26. Η δολοφονία του δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, δίνοντας τροφή σε διαφορετικά σενάρια και εικασίες.
Τι συμβαίνει όταν ο Χάρης Κόκκινος επιστρέφει εσπευσμένα από τις διακοπές του στην Πάρο σε μια φλεγόμενη πόλη, για να βρεθεί αντιμέτωπος με μια περίπλοκη υπόθεση που ξεδιπλώνεται σαν μια μεγάλη παρτίδα σκάκι;
Η γνωστή συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων Ευτυχία Γιαννάκη επιστρέφει με το τρίτο μέρος της Τριλογίας του βυθού. Οι Ναυαγοί του Αυγούστου, όπως τιτλοφορείται το νέο της συγγραφικό πόνημα, αναμένεται να κυκλοφορήσουν την Τρίτη 14/6 από τις εκδόσεις Ίκαρος και φέρνουν στο φως ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα, τη δολοφονία του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, που είχε συγκλονίσει την κοινή γνώμη.
Ένα χαμένο χειρόγραφο δίνει την αφορμή να ξετυλιχθεί αριστοτεχνικά η υπόθεση μιας συναρπαστικής ιστορίας που κινείται μεταξύ μύθου και πραγματικότητας.
Ένα διεισδυτικό ανάγνωσμα με σασπένς και γλαφυρή εξιστόρηση από μια συγγραφέα η οποία, όχι τυχαία, έχει καθιερωθεί ως μία από τις καλύτερες συγγραφείς της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας.
Αθήνα, Τατόι, Πάρος και Αστυπάλαια είναι οι τόποι όπου εκτυλίσσεται η πλοκή, ενώ ο πρωταγωνιστής Χάρης Κόκκινος έρχεται αντιμέτωπος με τον μικρόκοσμο του πανεπιστημίου, τα κυκλώματα παράνομων υιοθεσιών, τις σχέσεις εξουσίας, πάθους και εκδίκησης, τα στόματα που παραμένουν ερμητικά κλειστά, καθώς και με τις σκιές που κυκλοφορούν στο υπόγειο δίκτυο των αγωγών της Αθήνας.
Ένα διεισδυτικό ανάγνωσμα με σασπένς και γλαφυρή εξιστόρηση από μια συγγραφέα η οποία, όχι τυχαία, έχει καθιερωθεί ως μία από τις καλύτερες συγγραφείς της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας.
Εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο:
Αύγουστος 1991
Πλατεία Αβησσυνίας, Μοναστηράκι
«Ξέρω ποιος σκότωσε τον Ταχτσή», ψιθύρισε ο παλαιοβιβλιοπώλης.
Η απρόσμενη αποκάλυψη πάγωσε την ανάσα του νεαρού που στεκόταν στον πάγκο απέναντί του. Γνώριζε ότι η έρευνα για τη δολοφονία του συγγραφέα είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο τρία χρόνια αφότου εντοπίστηκε νεκρός στην κρεβατοκάμαρά του, δίπλα σε γυναικεία ρούχα, σοκάροντας την κοινή γνώμη με τις λεπτομέρειες που ήρθαν στο φως για την προσωπική του ζωή. Την ώρα που αστυνομία, μέσα ενημέρωσης και λογοτεχνικά πηγαδάκια σήκωναν τα χέρια ψηλά, θεώρησε απίθανο να γνωρίζει ο γέρος τη λύση του μυστηρίου.
Το μυστήριο είναι ένας κόσμος που ζητάει να χάσει τη μαγεία του και γι’ αυτό μαγεύει, όμως το μυστήριο της δολοφονίας του συγγραφέα δεν θα λυνόταν με τα φούμαρα του παλαιοβιβλιοπώλη. Η γνωριμία τους δεν δικαιολογούσε εκμυστηρεύσεις αυτού του τύπου, και κάθε τύπου. Κοίταξε τον πλάτανο στην πλατεία. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε με τον καύσωνα. Η στιγμή θα μπορούσε να είναι μέσα σε όνειρο. Αντανακλάσεις του ήλιου και σκιές χόρευαν στο τζάμι, ενώ μια γλάστρα, που παλιότερα άνθιζε στην είσοδο με υάκινθους, πλέον έστεκε άδεια δίπλα στη βιτρίνα. Πριν από λίγες μέρες είχε δει τον γέρο να ποτίζει τη γλάστρα. Το πιατάκι της ξεχείλιζε, αλλά εκείνος συνέχιζε να της σερβίρει νερό με το ποτιστήρι του, αδιαφορώντας για τη λίμνη που σχηματιζόταν στην είσοδο του μαγαζιού. Υπέθεσε ότι ο γέρος άρχιζε να τα χάνει, ότι το μυαλό του μαραινόταν και ότι σύντομα θα γινόταν σαν τη λάσπη στην άδεια του γλάστρα. Ένιωσε ότι η απόσταση από το μυστικό του ήταν το μόνο που θα τον έσωζε, οπότε έκανε δύο βήματα πίσω.
Σε έναν κόσμο ενόχων μόνο οι ανόητοι παραδίδονται χωρίς πίεση, και στην περίπτωση της δολοφονίας του συγγραφέα οι ατυχείς χειρισμοί των αρχών δεν είχαν πιέσει ιδιαίτερα κανέναν να ομολογήσει. Τρία χρόνια μετά το έγκλημα ο δολοφόνος εξακολουθούσε να κυκλοφορεί ελεύθερος και μπορεί να στραγγάλιζε κάποιον άλλον εκείνο το μεσημέρι ή να ξεκούραζε απλώς τα χέρια του στις φαρδιές τσέπες του παντελονιού του. Ο θάνατος δεν πάει διακοπές, κι έτσι ορισμένα από τα πιο άγρια εγκλήματα συνέχιζαν να μπαίνουν στα κατάστιχα τον Αύγουστο, την εποχή που όσοι έμεναν στην πόλη είχαν αρκετό χρόνο για να ασχοληθούν με το κενό μέσα τους και γύρω τους. Η πόλη διέθετε αρκετό χώρο για να κρύβει ενόχους και πειστήρια και κάποια πράγματα παρέμεναν και ζήτημα χώρου. Ο αστικός ιστός ήταν ο βυθός που κατάπινε σκοτεινές ιστορίες και ανθρώπους σε υπόγεια πολυκατοικιών, σε πάρκα, στο δίκτυο των υπόγειων αγωγών ή σε άλλες πιο ευφάνταστες κρυψώνες, όταν υπήρχε κάποιο καλό σχέδιο.
«Όποιος γνωρίζει δεν μιλάει και όποιος αποφασίζει να μιλήσει για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα δεν επιλέγει έναν άγνωστο», συνόψισε την εύλογη ένστασή του ο νεαρός, που κάποιοι τον φώναζαν Σαμψών για τα μακριά μαλλιά του.
Ο σπουδαστής της Νομικής περνούσε την πόρτα του παλαιοβιβλιοπωλείου αναζητώντας αντίτυπα αξίας που ξεφορτώνονταν αδαείς κληρονόμοι. Ξετρύπωνε τα βιβλία που είχαν γλιτώσει από τα χέρια τους, γνωρίζοντας πως βιβλία και άνθρωποι έχουν την τύχη που προδιαγράφουν τα χέρια στα οποία πέφτουν. Οι μικρόκοσμοι των αφηγήσεων υπήρξαν το καταφύγιό του στον ασφυκτικό κόσμο του χωριού του, ένας τρόπος να ονειρεύεται μια άλλη ζωή ή τη ζωή των άλλων, που ήταν το ίδιο πράγμα. Είχε κάτι ηδονοβλεπτικό η ανάγνωση γι’ αυτόν, το κρυφοκοίταγμα στις άγνωστες ζωές, όχι η κλειδαρότρυπα, αλλά η πόρτα που άνοιγε διάπλατα φωτίζοντας όλο το σκοτάδι στο δωμάτιο, τη μυστική ζωή του. Η λογοτεχνία, αν δεν κατάφερνε να φωτίσει αυτήν τη μυστική ζωή, δεν είχε κανένα νόημα. Μπορεί να ήταν μια εξεζητημένη φλυαρία, ένα αυτοαναφορικό γυάλισμα των λέξεων, αλλά μέχρι εκεί. Ήταν το μυστικό που έκανε την καρδιά των αφηγήσεων να δονείται, κι αυτές τις ιστορίες έψαχνε.
Από τότε που μετακόμισε στην Αθήνα, αφιέρωνε τελετουργικά τα βράδια της Παρασκευής στο κυνήγι των σωμάτων και τα πρωινά του Σαββάτου στο κυνήγι των βιβλίων. Κάθε σώμα ήταν ένα νέο μυστήριο. Κάθε βιβλίο ήταν η φωτογραφία αυτού του μυστηρίου και ο παλαιοβιβλιοπώλης αναγνώριζε πως ο νεαρός είχε την ικανότητα να εντοπίζει τα καλά κομμάτια, οπότε τον άφηνε να κάνει τη δουλειά του παρακολουθώντας διακριτικά τις κινήσεις του από την καρέκλα του ταμείου. Το νεαρό αιλουροειδές χάιδευε τις ράχες των βιβλίων, αποφεύγοντας τις περιττές κινήσεις και τις περιττές κουβέντες, σαν να του προκαλούσαν ενόχληση ακόμα και οι ήχοι των συλλαβών, κυρίως τα φωνήεντα – τα φωνακλάδικα φωνήεντα. Με τα σύμφωνα φαινόταν να τα πηγαίνει καλύτερα. Τα σύμφωνα ήταν διακριτικά, και έτσι διακριτικά πάλευε να κερδίσει το ενδιαφέρον του.
«Ξέρω ποιος σκότωσε τον Ταχτσή», ξαναείπε ο γέρος μέσα από τα δόντια του μασώντας προσεκτικά τα φωνήεντα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.