ΑΠΟ ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΒΑΘΗ των σελίδων της Zατέλη επιστρέφει πάντα η Περσινή Αρραβωνιαστικιά, το κέντρο του ζατελικού σύμπαντος που πυροδοτεί και μας ψιθυρίζει τα επόμενα έργα της ή το πρώτο ενέχυρο που μας έδωσε, αφού ο αρραβώνας έχει την καταγωγή του στο εβραϊκό «erabon», που σημαίνει «εγγύηση», «ενέχυρο». Η συλλογή των εννέα πρώτων διηγημάτων της Ζατέλη είναι ακριβώς αυτό, το ενέχυρο του λογοτεχνικού της σύμπαντος που ξεδιπλώνεται με κρότο τα επόμενα χρόνια, η πρώτη υπόσχεση και η ρωγμή που διαβαίνει και η ίδια, παίζοντας κορόνα γράμματα τη δημιουργικότητά της, τη μνήμη και το συναίσθημα από σελίδα σε σελίδα, από ιστορία σε ιστορία, δένοντας κόμπους με το νήμα της αφήγησής της κι αφήνοντας άλλους λυτούς, ανοιχτούς για τη συνέχεια που διαισθάνεται ότι έρχεται. Γιατί κάθε πρώτο έργο είναι με έναν τρόπο και η διαίσθηση, το ψηλαφητό αυτού που ακολουθεί, τόσο για τον δημιουργό όσο και για τον αναγνώστη. Κι αυτό το πρώτο ψηλαφητό στο άγουρο λογοτεχνικό σώμα της πρώτης συλλογής διηγημάτων της είναι συναρπαστικό, υποβλητικό, γεννάει μυστήριες υποσχέσεις και τον φόβο, όπως το άγγιγμα του απαγορευμένου καρπού. Είναι ένα σύμπαν μαγικό που ζητάει να γδυθεί από τη μαγεία του, καθώς τα δάχτυλά μας χαϊδεύουν κάθε επόμενη σελίδα.
Τις δυο πρώτες ιστορίες τις διάβασα απνευστί, ούσα μαθήτρια, και θυμάμαι ακόμη την αίσθηση ότι ήθελα αυτό το ξωτικό που γράφει να έρθει να με συναντήσει στο σχολείο, στο σπίτι, στον ύπνο μου, οπουδήποτε, και να μου μιλήσει για τη λογοτεχνία και το απαγορευμένο μυστικό, το όνειρο και το ποίημα που φωτίζει χωρίς ντροπή.
Η Ζατέλη από την πρώτη ιστορία της, που χαρίζει τον τίτλο σε όλη τη συλλογή, βυθίζει το βλέμμα μας σε μια λεπτή γραμμή, στο μεταίχμιο όπου το φως συναντάει το σκοτάδι, η αλήθεια το ψεύδος, οι ζωντανοί τα φαντάσματα και ο άνθρωπος τη φύση και τη φύση του, τον άχρονο εαυτό του που επιστρέφει σε όλους τους προηγούμενους, επιβάλλοντας το σκοτεινό του μυστήριο ποιητικά, δίχως έλεος.
Η αφηγήτρια αρραβωνιάζεται τον ακόρεστο σεξουαλικά Μάρκο, τον τρυφερό υπναρά με τον οποίο έχει μια παθιασμένη σχέση, ενώ αυτός δεν διστάζει να ερωτοτροπεί ακόμη και με τη μάνα του. Λαγνεία, εναλλαγές αγγιγμάτων, τρυφερότητα και πάθος, φαντασιώσεις, έρωτας και πένθος μέχρι την τελευταία λέξη του κειμένου, όπου αποκαλύπτεται ότι ο Μάρκος είναι ο γάτος της. Με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση η συγγραφέας μάς κλείνει το μάτι σε ένα παιχνίδι που έχει ετοιμάσει για εμάς, φέρνοντας την ανατροπή ήδη από την πρώτη της κίνηση. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, μας ψιθυρίζει, στον ρευστό κόσμο που στήνω για εσάς, το τσεκούρι μου στην κόψη του έχει μέλι και σας καλώ να το γλείψετε κάθε φορά που θα σοκάρεστε, που θα παθαίνετε φρίξη. Δείτε τώρα και τη δεύτερη ιστορία μου, τα «Πουλιά», και σταθείτε ανάμεσα σε αντικριστούς καθρέφτες που γεννούν παράλληλα σύμπαντα, εδώ που χώνω το χέρι μου στην τσέπη του μπαρμπέρη και μεταμορφώνω με το άγγιγμά μου ένα μικρό ωδικό πτηνό σε φίδι πελώριο, βαρύ και ακράτητο.
Τις δυο πρώτες ιστορίες τις διάβασα απνευστί, ούσα μαθήτρια, και θυμάμαι ακόμη την αίσθηση ότι ήθελα αυτό το ξωτικό που γράφει να έρθει να με συναντήσει στο σχολείο, στο σπίτι, στον ύπνο μου, οπουδήποτε, και να μου μιλήσει για τη λογοτεχνία και το απαγορευμένο μυστικό, το όνειρο και το ποίημα που φωτίζει χωρίς ντροπή. Λίγα χρόνια μετά, που γίναμε γειτόνισσες στο Κουκάκι, είδα τα παιδιά του λυκείου της γειτονιάς να την κοιτάζουν καθώς περνούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο και να ψιθυρίζουν μεταξύ τους «την είδες; Ξαναπέρασε», σαν ηχώ από την τρίτη ιστορία της συλλογής, όπου η υπεραιωνόβια και χθόνια Περσεφόνη, η προγιαγιά της αφηγήτριας, έχει τη φρικτή ικανότητα να προβλέπει, χωρίς ποτέ να λαθεύει, τον θάνατο, κοιτάζοντας αυτούς που περνούν τον δρόμο μπροστά της, λέγοντας «Τον είδες; Δεν θα ξαναπεράσει». Μαγνητίζει τα παιδιά, τους εφήβους, τους μεγάλους στη γειτονιά η Ζατέλη με το βάδισμα, τον αέρα και με το ντύσιμό της, αφού όλοι συμφωνούν μαζί της πως «ντύνεται σαν μυθιστόρημα», έτσι που και όσοι δεν τη διαβάζουν καταλαβαίνουν τι θα πει λογοτεχνία.
Κάποια στιγμή άνοιξα μια εταιρεία πληροφορικής. Το παράθυρο του γραφείου μου έβλεπε την ταράτσα του σπιτιού της Ζατέλη, όπου άπλωνε τις μοβ μπουγάδες της, και το παράθυρό της που φώτιζε μόλις έπεφτε ο ήλιος. Την έβλεπα και με έβλεπε χωρίς να με βλέπει, τη διάβαζα και με διάβαζε, χωρίς να με διαβάζει. Ξανάπιασα τότε την πρώτη συλλογή και είδα να ζωντανεύουν σε μια ατέρμονη σπείρα οι ιστορίες της Περσινής Αρραβωνιαστικιάς, με όλες τις κατακερματισμένες αναμνήσεις μου από το βιβλίο να ξαναδιαλύονται μέσα του, κουβαλώντας όχι μόνο τη δική μου εμπειρία, αλλά και την εμπειρία των βιβλίων της Ζατέλη που ακολούθησαν. Μυστήριο και τραγικότητα, η τελετουργική παράδοση του εαυτού που δεν καταβάλλει καμιά προσπάθεια να προφυλαχτεί καθώς αφήνεται ηδονικά στην περιπέτεια, ο μύθος που ξαναζωντανεύει, το παραμύθι που ανακατεύει τη φύση, τα αρχέγονα στοιχεία της και τους ανθρώπους, θνητοί που είναι καμωμένοι από την ύλη των ονείρων τους, ρομαντικοί και βίαιοι, παιδιά που μπλέκονται μέσα σε ενήλικες, απογυμνωμένοι, μέσα σε κατακλυσμιαίες αλλαγές που γεννούν αχαλίνωτα νέους κόσμους, ξαναφέρνοντας διαρκώς μπροστά τους τους παλιούς.
Ξαναείδα το θέμα της κατακερματισμένης ανάμνησης της παιδικής ηλικίας να κυριαρχεί στο διήγημα «Η Ντάλα και τα ύδατα». Οι εικόνες που διατηρεί στη μνήμη της η αφηγήτρια έχουν έναν τόνο μυστηρίου και τραγικότητας, με έναν μέθυσο πάτερα, μια μισότρελη μάνα, δυο αδέλφια με αιμομικτικές σχέσεις, έναν νεκροθάφτη που παρενοχλεί σεξουαλικά τα παιδιά και τον θάνατο. Στο «Στοιχειωμένο αγροτόσπιτο» ξανασυνάντησα τους σπόρους για όλα τα θέματα που βρίσκουν πλήρη ανάπτυξη στο πρώτο μυθιστόρημα της Ζατέλη, μέσα από τη γενεαλογία μιας πολύκλαδης οικογένειας της επαρχίας, και στο επόμενο διήγημα με τον αμφίσημο τίτλο «Ζίνα», που βασίζεται στην ομοηχία του γυναικείου ονόματος με το βραχύβιο έντομο, συνειδητοποίησα ότι αποτελεί την προανάκρουση της κεντρικής ηρωίδας του δεύτερου μυθιστορήματος της Ζατέλη. Αντιλήφθηκα τότε τη σπείρα που κρύβει στην καρδιά της η πρώτη συλλογή διηγημάτων και τον παλμό της που δονείται φρέσκος στο διηνεκές, έτσι όπως χόρευαν τα ρούχα της στην ταράτσα, στις ριπές ενός ανέμου που δεν τον σταματάει τίποτα.
Δεν μπορώ να μη σταθώ στο διήγημα με τον τίτλο «Κυκεών», το μοναδικό́ γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, όπου η Ζατέλη παίζει με τα στοιχεία της αστυνομικής αφήγησης. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα της συλλογής που στρέφονται γύρω από ένα αλλόκοτο γεγονός ή μια σύμπτωση, εδώ περιγράφονται δυο θάνατοι που γυρεύουν να εξιχνιαστούν ορθολογικά. Ένας συγγενής του θανόντος, νομικός, κληρονομεί τη βιβλιοθήκη του, όπου βρίσκει μια σειρά αστυνομικών ιστοριών. Διαβάζοντάς τες ανακαλύπτει ότι ο θάνατος της γυναίκας του θανόντος προήλθε από́ δηλητηρίαση, την οποία είχε προσχεδιάσει λεπτομερώς ο αυτόχειρας, αντιγράφοντας έναν μυθιστορηματικό ήρωα από τα βιβλία της συλλογής του.
Βουτώντας και ξαναβουτώντας στη λογοτεχνική χώρα της Ζατέλη, αναρωτιέται κανείς πώς γεννιέται αυτή η μεθυστική σκοτοδίνη που σκοτώνει την κεκτημένη βεβαιότητα για να φέρει στο κέντρο τη ζωτική ορμή των λέξεων ως υλικών του απόκρυφου, του έρωτα που μας συνταράσσει μέχρι θανάτου και μας κάνει να αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν να ζούμε τόσο κοντά, να αγγίζουμε αυτό το λογοτεχνικό ξωτικό στη γειτονιά μας και να λέμε ψιθυρίζοντας μεταξύ μας σαν παιδιά, «την είδες; Θα ξαναπεράσει», αναμένοντας το επόμενο έργο της, ευτυχείς που ζούμε στον καιρό της, δίπλα της, μέσα της.
Η Ευτυχία Γιαννάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Πληροφορική, Μουσική Τεχνολογία και Επικοινωνία και εργάστηκε για αρκετά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει εκδώσει, με ψευδώνυμο, το μυθιστόρημα Χάρντκορ (Ωκεανίδα, 2000), που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφορούν η σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων Η Τριλογία της Αθήνας [Στο πίσω κάθισμα (2016), Αλκυονίδες μέρες (2017), Πόλη στο φως (2018)], η Τριλογία του βυθού [Η νόσος του μικρού θεού (2020), Στη Φωλιά του Ιππόκαμπου (2021)] και η σειρά παιδικού μυστηρίου Πιτσιμπουίνοι: Τα πρώτα μου μυστήρια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.