Με τον Θωμά Κοροβίνη είναι αδύνατο να κρατήσεις αποστάσεις είτε συνομιλώντας μαζί του είτε διαβάζοντας τα κείμενά του, αφού μπαίνεις αναγκαστικά στον κόσμο του, κυριεύεσαι από αυτόν, χάνεσαι στα αρώματα των λέξεων και στη δύναμη που χαρίζει η ορμή των φράσεών του. Έχει κάτι από την παλιά γενιά που μεγαλύνεται ακόμα και με το απλό και το φευγαλέο, το κάνει δικό του και σου το σερβίρει με μια χειρονομία που ξεπερνά τον κόσμο τον φθαρτό και τον άσημο: τον κάνει σχεδόν δοξαστικό. Κάπως έτσι νιώσαμε καθώς περπατούσαμε μαζί του στα σοκάκια της παλιάς Θεσσαλονίκης, του Φραγκομαχαλά, στην πόλη που τον διαμόρφωσε, μιλώντας για την αξία της γραφής και των πραγματικών ανθρώπων αλλά και για τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο νέο του βιβλίο «Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Ανατολή», ένα «πολυσυλλεκτικό συναξάρι», όπως το αποκαλεί, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα. Όσο για τον ενικό στη συνέντευξη, οφείλεται σε αυξημένη και «θανατερή» οικειότητα που δεν θα επέτρεπε την αστική αβρότητα.
— Έχει κανείς την αίσθηση ότι το βιβλίο σου «Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Ανατολή» δεν είναι μόνο συναξάρι αλλά το προσωπικό σου εικονοστάσι: βρίσκουμε από τη Διδώ Σωτηρίου και τον Τζότζο έως τον Καζαντζίδη και τη Διδώ Σωτηρίου...
Κοίτα, η ζωή στο φάρδος της έχει όλες τις παρεξηγήσεις, γι’ αυτό πρέπει να διαθέτει κανείς αντίστοιχη ευρύτητα. Επίσης, μην ξεχνάς ότι είμαι ανθρωποκεντρικός και κοινωνιοκεντρικός αριστερός συγγραφέας, αν πρέπει να μιλήσω με σημαντικούς όρους, με την έννοια κάποιου που όταν γράφει για τον εαυτό του, ουσιαστικά γράφει για τους άλλους. Και με τα πρόσωπα που περνούν από τις σελίδες αυτού του βιβλίου συνδέθηκα με στενούς δεσμούς και διαφορετικούς τρόπους. Όσο για την παράδοξη «συγκατοίκηση», κάποτε έκανα ένα ανθολόγιο για τις εκδόσεις Μεταίχμιο (σ.σ. εννοεί τα «Αγαπημένα του Θωμά Κοροβίνη»), όπου έβαζα τον Κώστα Βίρβο δίπλα στον Καβάφη και στον Ρίτσο. Και όταν με ρώτησε γιατί, η απάντησή μου ήταν κατηγορηματική. Του είπα: «Είσαι ένας εξέχων λαϊκός ποιητής και δεν υπολείπεσαι πουθενά, είσαι άρτιος». Αλλά πρέπει να έχει κανείς σεβασμό και διακονία στον λαϊκό πολιτισμό, να τον εμπεριέχει για να κατακτήσει αυτό το βάθρο.
Οι δάσκαλοι είναι σαν τη μάνα: ακόμα κι αν έχουν αυθαιρετήσει, αν σε έχουν αδικήσει, έχεις χρέος απέναντί τους και όποιος δεν το αντιλαμβάνεται, είναι αχάριστος.
— Με τρόπο ομοούσιο, φαντάζομαι, όπως λες κάπου για τη Διδώ Σωτηρίου.
Ναι, αν και δεν πρόκειται για κάτι καταγωγικό, αλλά βιωματικό. Πρώτα έρχεται το βίωμα και μετά η γνώση, η μελέτη και η παρατήρηση της κοινότητας. Η ιδιοσυγκρασία παίζει για μένα τεράστιο ρόλο, αφού υπάρχει αλληλεπίδραση, ο ένας δανείζεται από τον άλλο. Στη δική μου περίπτωση η φιλολογία δεν ήταν παρά ένα στήριγμα για να δομήσω τη βιογραφία μου, να διαμορφώσω μια τεχνική στη γραφή και ένα συγκεκριμένο ύφος. Βέβαια, ήμουν τυχερός που είχα δασκάλους σαν τον Σαββίδη και τον Μαρωνίτη, με τους οποίους ανέπτυξα μια σχέση στενής μαθητείας. Μην ξεχνάς ότι τους δασκάλους σου τους επιλέγεις, όπως κι εκείνοι τον μαθητή.
— Μια και αναφέρθηκες στον Δημήτρη Μαρωνίτη, να σημειώσουμε πως καταθέτεις ένα ψυχογράφημα στο βιβλίο και όχι ένα ψυχρό φιλολογικό κείμενο, και μάλιστα γεμάτο συμπόνια.
Μα πρέπει να περιποιείται κανείς τους ανθρώπους που έχουν υπάρξει δάσκαλοί του με οποιονδήποτε τρόπο. Οι δάσκαλοι είναι σαν τη μάνα: ακόμα κι αν έχουν αυθαιρετήσει, αν σε έχουν αδικήσει, έχεις χρέος απέναντί τους και όποιος δεν το αντιλαμβάνεται, είναι αχάριστος. Δεν λέω, κι εγώ εγωπαθής είμαι, αλλά ξέρω πως όλοι οι εγωισμοί καταρρακώνονται μπροστά στο μεγαλείο του άλλου, που μπορεί να είναι ο πιο ανάποδος του κόσμου. Βέβαια, εν προκειμένω, παίζει ρόλο και η τύχη...
— Ναι, άλλα η όλη στάση σου στους ανθρώπους είναι καταφατική.
Πρέπει να είσαι ζουλάπι και αγρίμι στη ζωή, αν δεν την κυνηγάς, δεν φτουράς. Δεν θα σε πληρώσει ποτέ. Ειδάλλως της γυρίζεις τα νώτα και ασχολείσαι με τα φράγκα. Καταρχάς, όμως, έχεις το χρέος να αποτιμάς διαρκώς τις ευεργεσίες που έχεις δεχτεί και να τις βλέπεις. Προσωπικά μιλώντας, ήμουν τυχερός που στο τέλος της δικτατορίας βρέθηκα να είμαι φοιτητής στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης ανάμεσα σε φλογερές προσωπικότητες και με δασκάλους με τους οποίους συνευρισκόμασταν όλοι μαζί μέσα και έξω από τις αίθουσες ως παρέα, χωρίς ωστόσο ποτέ να μας χαρίζονται.
— Αλήθεια, θα μπορούσε το βιβλίο σου να διαβαστεί ως αυτοβιογραφία;
Θα μπορούσε. Ένα θέμα του βιβλίου αφορά σαφώς τα γραμματολογικά είδη, καθώς υπάρχει ποικιλία. Αλλού παρατίθεται ένα μικρό δοκίμιο, αλλού ένα αφήγημα, αλλού ένα αναμνηστικό κείμενο, αλλά οι άξονες είναι κοινοί και αναφέρονται στην πόλη. Με αυτό το σκεπτικό ενσωματώθηκαν στο βιβλίο και οι κριτικές βιβλίου, αφού κι αυτές την πόλη αφορούν. Από τη μια, λοιπόν, πρόκειται για ένα τολμηρό, αν θες, όσον αφορά την πρωτοτυπία του βιβλίο, και από την άλλη για μια ταξινόμηση κειμένων με άξονα την ανθρωπολογία του συγγραφέα και την περιδιάβασή του στις πόλεις που τον ορίζουν ως πραγματικότητα και ως όνειρο. Και αυτό όφειλα να το κάνω με τον δικό μου τρόπο και νομίζω ότι είναι κάτι ευκρινές αν διαβάσει κανείς τα κείμενα: το να μυθοποιώ και να απομυθοποιώ παράλληλα.
— Ωστόσο, ακόμα και η απομυθοποίηση και ο ψόγος έχουν κάτι μεγαλοπρεπές στον λόγο σου. Σε ένα από τα πιο όμορφα κείμενα, στο διήγημά σου «Αλητάκι», βάζεις τον ήρωά σου, αυτό το κλεφτρόνι, τον Νίκο, να λέει ότι μισεί τη λέξη «αμαρτία».
Μα η λέξη αμαρτία είναι το αλάτι της ζωής. Αμαρτάνω σημαίνει σφάλλω για τους Αρχαίους. Απλώς η χριστιανική θρησκεία τη συνέδεσε με το σώμα και την ενοχή. Θα σου τραγουδήσω τώρα τους στίχους ενός τραγουδιού που έχω γράψει με τον τίτλο «Αμαρτία», που νομίζω απαντά από μόνο του: «Στη λάγνα, αρχαία ανατολή / πόρνες πουλούσαν το φιλί / σ’ εφήβους μισθοφόρους,/ και προσκυνούσαν κάθε αυγή / τ’ αγάλματα στη Νινευί / και πλήρωναν τους φόρους./ Τη νύχτα καίγανε φωτιές / λύναν τα μάγια, τις γητειές / και λούζονταν με θειάφι / και στις μεγάλες τις γιορτές / μοίραζαν σ’ όλους αγκαλιές / και στους φτωχούς χρυσάφι / Μα ήρθαν τα χρόνια του Χριστού / του ράσου και του πονηρού / της ένοχης αγάπης / κι έγιν’ ο πόθος πανικός / ο πειρασμός σατανικός / κι ο έρωτας σατράπης. Τιμωρημένοι είμαστ’ εμείς / οι πειρατές της ηδονής / αμαρτωλοί και μόνοι / τιμωρημένος και ο Χριστός / γιατί στις μέρες του κι αυτός / αγάπησε την πόρνη». Τι περιμένεις, λοιπόν, όταν έχουν τον ίδιο τον Χριστό τιμωρημένο; Αυτό τα λέει όλα.
— Εσύ πώς γίνεται να είσαι ταυτόχρονα παγανιστής και χριστιανός μύστης;
Έτσι είναι ο μέσος Έλληνας, όχι μόνο εγώ. Πάρε τον πιο ακραιφνή αναρχικό και θα δεις ότι και γιορτές κάνει του Αγίου Βλασίου ή δεν ξέρω εγώ ποιου, και φίλους δέχεται στο σπίτι και στον Επιτάφιο πάει. Άρα είμαστε ένα κράμα αυτών των στοιχείων, αυτό που ο Καβάφης έλεγε «είμαι εν μέρει Εθνικός, εν μέρει Χριστιανίζων». Άλλωστε και η ίδια η Εκκλησία μας αναγκάστηκε και τα αναστενάρια να δεχτεί, παρότι παγανιστικά, και τα καρναβάλια. Υπάρχει μείξη και διάρκεια σε όλα αυτά, το βλέπεις και στους μετασχηματισμούς και στη διάρκεια του θεάτρου από τα χρόνια του Βάκχου και ύστερα.
— Γι’ αυτό στο βιβλίο αναφέρεσαι χαρακτηριστικά στα Καβείρια Μυστήρια που συνέβαλαν κι αυτά στη διαμόρφωση του κυρίαρχου μύθου της πόλης; Επίσης, γράφεις ότι η Θεσσαλονίκη δεν είναι για προσκυνημένους. Θες να μας πεις γιατί;
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που τόσο η γεωγραφική θέση όσο και η ένταξή της στον ελληνισμό δεν συνέτειναν στην ανάδειξή της αλλά το αντίθετο, την υποβίβασαν. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στην πρότερη ιστορία της για να βρει μια πολιτική ώσμωση που τη συναντάμε στην Κωνσταντινούπολη και υποδειγματικά στη Σμύρνη. Αν είχα γεννηθεί στη Σμύρνη, με φαντάζομαι να περιπλανιέμαι στα σοκάκια της και να καταλήγω στην όπερα, όπου θα έβλεπα πρωταγωνίστριες, όπως η περίφημη Αικατερίνη Βερώνη, θα έτρωγα σε ένα ωραίο εστιατόριο εφάμιλλο με αυτό του Παρισιού και μετά θα κατηφόριζα λίγο πιο κάτω και θα άκουγα μπαλαλάικες και κάπου αλλού τα ακούσματα που γέννησαν το ρεμπέτικο. Αυτό το κράμα των ποικιλιών είναι, άλλωστε, που διαμορφώνει το ανεπανάληπτο και το πανανθρώπινο. Όσο οι εξουσίες τα επιτρέπουν όλα αυτά, είναι δυνατό το θαύμα. Κάτι αντίστοιχο αναλογικώς συνέβαινε και στη Θεσσαλονίκη, μετά όμως έπρεπε η πόλη να καταστεί και να φανεί αποκλειστικά ελληνική, ενώ συγκέντρωνε διαφορετικές εθνότητες και αντιλήψεις. Πρόκειται για κάτι επιβεβλημένο από την πρωτεύουσα: είναι γνωστές, εν προκειμένω, και οι σχετικές επισημάνσεις του Ηλία Πετρόπουλου. Δες και το σύνδρομο του νεοελληνισμού που μας δέρνει σήμερα Αθηναίους, Τσιριγώτες, Λημνιούς, όλους τους Έλληνες. Έχουμε περάσει πραγματικά σε άλλη, ρευστή κατάσταση. Δεν ξέρω τι συμβαίνει με τους άλλους λαούς και τις άλλες χώρες, δεν μπορώ εκ των πραγμάτων να πιάσω όλη την οικουμένη, αλλά μπορώ να δω τις τεράστιες αλλαγές που έχουν σημειωθεί σε αλλοτριωτικό βαθμό στη χώρα μας. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πώς γίνεται, εμένα, που είμαι ορτανσία, να με στέλνουν σε ένα φυτώριο με άλλα φυτά, με τα οποία δεν ταιριάζω, και να με πετάνε με τους κάκτους της ερήμου. Δεν καταλαβαίνω πραγματικά πώς λειτουργεί αυτή η αντινομία, την οποία παρατηρώ πια παντού γύρω μου, άσε που μου φαίνεται ότι συμβαίνει λίγο βίαια. Προσωπικά, μιλώντας, είμαι άνθρωπος από παλιές πολιτείες, όχι ότι τότε ο κόσμος ήταν ονειρικός, αφού πέθαιναν τόσοι άνθρωποι ‒άσε που μετά ήρθε η εξόντωση των Εβραίων, που είχαν το εμπόριο στην πόλη‒, αλλά επιζητώ πιο ρωμαλέες καταστάσεις και πιο ανθρώπινες. Είμαι της παλιάς εποχής, με την έννοια ότι μου άρεσε ο τρόπος που συνυπήρχαν από κοινού οι άνθρωποι, που τη μια μέρα ακουγόταν ο μουεζίνης, πήγαιναν στο χαμάμ και έκαναν καθαρμό για τη γιορτή τους, την επομένη κάθονταν οι Εβραίοι και την τρίτη μέρα ήταν χριστιανική γιορτή. Ήταν ένας συγκερασμός τρία σε ένα η Θεσσαλονίκη και διατηρήθηκε για πολύ καιρό με πραγματικά αγαστό τρόπο.
— Μήπως σήμερα ζούμε σε μια ψεύτικη βιτρίνα; Θυμάμαι ότι κάπου παραπέμπεις στον στίχο του Σεφέρη: «Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε όπου βρεθούμε και όπου σταθούμε».
Δεν ξέρω, μπορεί να είναι και ανάγκη των εποχών. Ζούμε σε άλλες εποχές. Είμαστε υπόλογοι και ετεροκαθορισμένοι. Από την άλλη, όμως, έτσι δεν ήταν πάντα; Όταν ήμουν μικρός, τη δεκαετία του ’70, με θυμάμαι να δοκιμάζω διάφορες τάσεις της μόδας. Να φανταστείς, ήμουν ο πρώτος που φόρεσε τζιν, όπως μια δερμάτινη ζώνη, για την οποία ήμουν περήφανος τότε. Ο πατέρας μου, όμως, τη βρήκε ακραία, μου την πήρε και με έδειρε με αυτήν. Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, τον είδα να τη φοράει! Και όταν του το είπα ότι φορούσε τη ζώνη με την οποία με είχε δείρει, δεν το θυμόταν καν. Αλλά έτσι δεν ήταν πάντα οι άνθρωποι; Λανσάρουν αυτό που κάποτε απεχθάνονταν. Το πρόβλημα γενικότερα είναι ότι δεν κάνουμε δουλειά με τον εαυτό μας, γιατί, σε τελική ανάλυση, σε αυτόν κάνουμε λογαριασμό όταν πάμε για ύπνο. Πολλές φορές, μάλιστα, αναρωτιέμαι τι κάνουν όλοι αυτοί που πρόδωσαν την ιδεολογία τους και τους εαυτούς και τα έχουν ξεπουλήσει όλα. Είχα, μάλιστα, ρωτήσει σε μια συζήτηση τον καλό μου φίλο Ζήση Σαρίκα και μου είχε πει ότι σίγουρα δεν κοιμούνται, γιατί ουσιαστικά έχουν ανατρέψει τον ίδιο τους τον εαυτό.
— Το πιστεύεις, αλήθεια, αυτό; Γιατί νομίζω ότι κοιμούνται μια χαρά.
Ξέρεις τι με απασχολεί εμένα; Ο ύπνος του δολοφόνου. Πώς κοιμάται αυτός που πολέμησε στον πόλεμο. Θυμάμαι να βλέπω μια εκπομπή στην τηλεόραση με έναν Ιταλό που έλεγε ότι σκότωσε έναν αιχμάλωτο πολέμου χωρίς να χρειάζεται και χωρίς καν να έχει κάνει κάτι και ότι γι’ αυτό δεν μπορούσε να κοιμηθεί στην υπόλοιπη τη ζωή του.
— Μα δεν θυμάσαι τη σκηνή με τη λαίδη Μάκβεθ που λέει ότι δεν κοιμάται και ότι προσπαθεί να ξεπλύνει από τα χέρια της τα αίματα που δεν υπάρχουν;
Ναι, να τι συμβαίνει όταν σε κυνηγούν οι εφιάλτες. Παρομοίως με απασχολεί πολύ τι γίνεται με τη συνείδηση στην καθημερινότητα, κατά πόσο κλυδωνίζονται όλοι στον ίδιο βαθμό από τις μιαρές πράξεις. Αλλά αυτό από μόνο του δείχνει ότι τελικά είμαστε ένα χαρμάνι απίστευτο, έχουμε νερό και αίμα, αλλά δεν είμαστε ποτέ ίδιοι ο ένας με τον άλλο. Το λένε και στην Κασσιανή, άλλος διώχνει το χελιδόνι και δεν μπορεί να κοιμηθεί κι άλλος σκοτώνει και πάει και κοιμάται. Πώς γίνεται όμως αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω. Ξέρω τι σημαίνει άμυνα, τι συμβαίνει με το ασυνείδητο, αλλά αυτό το ζήτημα δεν παύει να με απασχολεί.
— Μου φαίνεται, ωστόσο, ότι σε ακολουθούν οι νεκροί, όπως και τον Σεφέρη, που δεν τον άφηναν να πάει παρακάτω. Το βιβλίο είναι μια ζωντανή συνομιλία μαζί τους.
Κοίτα, επειδή είμαστε διάδρομος επικοινωνίας, απογείωσης, είμαστε σε διαρκή επαφή με τον κόσμο των ανθρώπων που έχουν φύγει. Σε διαρκή επικοινωνία. Πολλές φορές σε αποτρέπουν από το να κάνεις κάτι, έρχονται μπροστά σου και σε νουθετούν. Ξέρεις πόσες φορές έχω συνομιλήσει με τον Μάνο Ελευθερίου, τον Παπάζογλου, τον Κοροβέση; Δεν με αφήνουν, είναι μέσα μου και με μαλώνουν. Αλλά δεν είναι τυχαίοι όλοι αυτοί, είναι άνθρωποι με ήθος.
— Σε τιμούν, όμως, και οι ζωντανοί πολύ. Θυμάμαι τον Περικλή Κοροβέση να μην μπορεί να κουνηθεί και λίγο πριν πεθάνει να έρχεται να μιλήσει για το βιβλίο σου.
Είχαμε μεγάλη αγάπη, όχι αστεία.
— Αυτό σε κρατάει, Θωμά, και σε κάνει να αντέχεις;
Αυτό, ναι. Η φιλία και η αγάπη. Γιατί πάντοτε άβολα θα είναι τα πράγματα. Στην πραγματικότητα, δεν πιστεύω ποτέ ‒δες και την εποχή μας‒ ότι υπήρξε ιδεώδης κατάσταση όπου να μπόρεσε ποτέ να χωρέσει ο άνθρωπος με όλη του την κρέμα και τον ανθό της ύπαρξής του και να βρει συνθήκες ανταπόκρισης σε αυτό που είναι. Πάρε, για παράδειγμα, τον Βαμβακάρη και τον Εγγονόπουλο: ο Εγγονόπουλος έλεγε ότι ποτέ δεν μπόρεσε να συναντήσει τον εαυτό του και ο Βαμβακάρης να βρει μια καρδιά σαν τη δική του. Μεγάλες προσωπικότητες και οι δύο, αλλά δεν κατάφεραν να αντιστοιχίσουν το είναι τους μέσα στον βίο. Ο Εγγονόπουλος, δε, ήταν τόσο ιδιαίτερος, που δεν το σήκωνε παρά μόνο Εμπειρίκος.
— Ίσως γιατί απαντούσε στην απελπισία με τη δημιουργία, αφού έλεγε «έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». Τώρα πού πήγε, αλήθεια, η δημιουργικότητα;
Δεν ξέρω, βλέπω παντού σύγχυση γύρω μου, σαν να μην ξέρουν οι άνθρωποι τι να κάνουν τον εαυτό τους. Αλλά δεν μου αρέσει να κατακρίνω διαρκώς. Προσπαθώ, ξέρεις, να δω τι κρύβεται πίσω από το βλέμμα που φαίνεται πάνω από τις μάσκες, αλλά δεν διαβάζω τίποτα. Μου φαίνεται ότι είναι όλοι αντίστοιχα προβληματισμένοι σαν κι εμένα. Σαν να αναζητάμε μάταια να διαβάσουμε το βλέμμα, γιατί είναι αυτό που τονίζεται τελικά, αφού κρύβεται όλο το πρόσωπο. Αν, βέβαια, το σκεφτείς, τα μεγάλα μουστάκια που είχαν παλιότερα οι άνδρες υπερτόνιζαν το βλέμμα, το μάτι, ήταν το προνόμιο των ωραίων της εποχής. Σήμερα όμως αυτό που βλέπω είναι προβληματισμός, αν όχι πανικός, από όλη αυτήν τη δοκιμασία. Φαντάσου πόσο μόνοι τους πρέπει να νιώθουν, κλεισμένοι και αποκλεισμένοι στα διαμερίσματα οι άνθρωποι, που δεν μπορούν να κάνουν μια αγκαλιά και να αλλάξουν μια κουβέντα. Παλιότερα οι γειτόνισσες έβγαιναν στα καλντερίμια και μιλούσαν, είχαν έγνοια μεταξύ τους. Σήμερα στα χωριά επικοινωνούν μόνο με τα τηλέφωνα. Έχουμε καταλήξει κούτσουρα, παρόλη τη δύναμη που νομίζουμε ότι έχουμε.
— Νομίζω, πάντως, ότι η δύναμη είναι βασικό χαρακτηριστικό των ηρώων σου.
Αλήθεια είναι, αυτοί οι άνθρωποι μου αρέσουν. Δεν γίνεται αλλιώς, αν δεν παλέψεις μέχρι τέλους στη ζωή, χωρίς περηφάνια δεν αξίζεις τίποτα. Πραγματικό σθένος, όχι ψώρα: θυμήσου τη φράση του Κάφκα πως όλα επιτρέπονται αλλά όχι ο αυτοψεκασμός. Θα μου πεις, την ίδια στιγμή ήταν ο ίδιος που είπε τη μεγαλειώδη φράση: «Ανάμεσα σ’ εσένα και τον κόσμο, να προτιμάς τον κόσμο». Με προβλημάτιζαν πάντα αυτοί οι καφκικοί αφορισμοί, μου θύμιζαν τις λαϊκές σοφίες, που ήταν αποτέλεσμα επεξεργασίας και βιώματος αιώνων, ώστε να καταφέρουν να αποτυπωθούν σε μια ρήση. Μπορεί τα ζευγάρια αυτά των αντιθέτων να φαίνονται αντιφατικά, αλλά έχουν μεγάλη αλήθεια. Το βλέπουμε και στον Μπρεχτ όταν λέει «μην πιέζεις πολύ την αλήθεια, δεν το αντέχει». Ούτε καν την αλήθεια της ζωής σου. Από την άλλη, όμως, είναι ο ίδιος που λέει «δεν πρέπει να λάμπει μόνο η αλήθεια αλλά και να σφάζει». Μεγάλα αναστήματα όλοι αυτοί, αφού μιλούσαν με φράσεις που απαντούν η μία στην άλλη και κινούν τα πράγματα προς τα μπρος. Αυτό είναι τελικά, αν το σκεφτείς, που κάνει την ίδια τη ζωή να προχωρά. Ή μάλλον είναι η ίδια η ζωή. Πρέπει να βγαίνουν, όμως, από τα έγκατα της ψυχής σου αυτές οι αλήθειες, να μην είναι απλή και εύκολη η χρήση τους. Βλέπω πολλές φορές κάποιους νέους συγγραφείς να θέλουν εύκολη αναγνώριση και μου φαίνεται σαν να πνίγονται στην αυτοαναφορικότητα, σαν να έχει χαθεί το συλλογικό όραμα. Σάμπως το όραμα να είναι πλέον η επιταγή που περιμένει κανείς να του έρθει χωρίς να κουραστεί για να εξασφαλίσει την gloria in excelsis Deo. Αλλά τίποτα δεν γίνεται αν δεν φάει ο κώλος σου χώμα: ο συγγραφέας πρέπει να είναι καταρχάς χειροποίητος, να κάνει εργόχειρο με τη γραφή. Αν δεν είναι ατόφια η στιγμή και δεν του βγαίνει, δεν αξίζει τον κόπο. Τι να την κάνει αλήθεια του αν δεν είναι αυθεντική; Μάλλον τσάμπα θα γράφει. Και δεν πρέπει, τέλος, να ξεχνάει ότι είμαστε όλοι ισοδύναμοι εν αδυναμία και εν δυνάμει.