— Ένας διάσημος διεθνής πορνοστάρ πεθαίνει και αφήνει την πολύ μεγάλη περιουσία του στο χωριό του, τον Πετρόκαμπο, με τον όρο να φτιαχτεί εκεί ένα μουσείο που θα προβάλλει την πλούσια κινηματογραφική του καριέρα. Οι κάτοικοι, παρά τις αρχικές τους επιφυλάξεις, χρυσώνουν το χάπι και δέχονται. Πέρα από την κωμική και σατιρική πλευρά, τι είχατε κατά νου γράφοντας αυτή την ιστορία;
Κατά νου είχα μια απελπισία πολλών μεγατόνων. Κι όταν είμαι στις μαύρες μου, προσπαθώ να πιαστώ από κάπου. Αυτήν τη φορά το «κάπου» ήταν οι καυτές πέτρες ενός χωριού, πρώην κεφαλοχωρίου, με ονομαστούς λιθοξόους, που είχε κι αυτό τα χάλια του. Ζέστη, χωρίς σκιά, σκορπιοί, μοναξιά. Τότε, αντί για δροσερή βροχή, έρχεται η πρόκληση μιας γενναίας ευεργεσίας. Μόνο που ο ευεργέτης είναι ένας διεθνούς φήμης πορνοστάρ, ο Φικιφίκας, με έδρα τη Γερμανία. Πετροκαμπιώτης, γκασταρμπάιτερ… και άκρως περιφρονημένος ως παιδί. Μάνα είχε μια ζωηρή όμορφη μαμή που στοίχειωνε τα όνειρα των ανδρών του χωριού. Αυτά όμως γίνονταν παλιά. Τώρα δέκα εκατομμύρια ευρώ περιμένουν εναγωνίως αποδέκτες.
— Η Σανγκάη υπήρξε καθοριστική για την καριέρα του πορνοστάρ ευεργέτη. Για τον εκτελεστή της διαθήκης του και κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος τι εκπροσωπεί;
Στη Σανγκάη ο ευεργέτης πορνοστάρ θριάμβευσε κάνοντας ρεκόρ εισιτηρίων με την κλασική στο είδος της ταινία Το τρίτο πόδι του Ρήνου. Βέβαια, ο ήρωάς μου είναι ο Πέτρος Μακκαβαίος, μακρινός συγγενής του πορνοστάρ, που γίνεται ο ενδιάμεσος «συναισθηματικό κρίκος» μεταξύ του ευεργέτη και των ηθικών αντιστάσεων –ευτυχώς χαλαρών– των κατοίκων του Πετρόκαμπου. Συμβολισμοί προφανείς δεν υπάρχουν, όμως όλοι ξέρουμε την καχυποψία που επικρατεί όταν πέφτει χρήμα από τον ουρανό. Συνωμοσιολογία, μικρότητες, τερατολογίες και ξινίλες, ώσπου να φαγωθεί η πρώτη νόστιμη μπουκιά. Πολύ περισσότερο όταν ο πορνοστάρ ευεργέτης θέτει όρο να στηθεί στο χωριό μουσείο με τα επιτεύγματά του…
— Το «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη» είναι ένα κατά βάση σατιρικό, αστείο βιβλίο, ωστόσο οι προσωπικές ιστορίες κάποιων ηρώων δίνουν έναν πιο σοβαρό χαρακτήρα στη βάση της πλοκής. Πώς συνδυάζονται αυτά τα δύο στοιχεία; Είναι απαραίτητο το αντίβαρο;
Για μένα το αστείο είναι κάτι σαν το προφίλ του δραματικού ή του σοβαρού. Κι επειδή το αστείο, όταν δεν είναι απλή μπαλαφάρα, είναι πιο σοβαρό από το σοβαροφανές, αποκτά το σωστό βάρος της ελαφρότητάς του. Γράφοντας δεν σκέφτομαι «α, τώρα θα γράψω ένα αστείο…». Αυτά γίνονται μόνο στα ανέκδοτα που σιχαίνομαι μαζί με αυτούς που τα απαγγέλλουν χαχανίζοντας. Φυσικά χρειάζεται να έχεις μια άλφα αίσθηση του χιούμορ. Στην Ελλάδα το χιούμορ το μεταφράζουν σε «πλάκα», γιατί η παιδεία γενικά είναι του καλαμπουριού. Γι’ αυτό τα σατιρικά έργα οι επαΐοντες δυσκοίλιοι τα ξορκίζουν με πάθος, απ’ όσο ξέρω.
— Έχετε πει ότι στο συγγραφικό σας έργο έχετε «εκμεταλλευτεί» την «ενδιαφέρουσα ακαταστασία» της παιδικής σας ηλικίας. Σε αυτό το μυθιστόρημα πώς την «εκμεταλλευτήκατε»;
Όλοι χρησιμοποιούν στοκ αναμνήσεων και βιωμάτων από την παιδική ηλικία. Κι επειδή έζησα σε μια οικογένεια σουρεαλιστική, νομίζω πως τελικά κέρδισα κάποια πράγματα που χρησιμοποιώ ως άμυνα και στη ζωή και στο γράψιμο. Στο Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη άφησα τη φαντασία μου να δοκιμαστεί χωρίς να έχει κανένα απολύτως όριο. Στο κάτω κάτω, ποιος θα μου καθορίσει τα όρια στην ηλικία που βρίσκομαι; Έκανα ένα βιβλίο δραματικά αστείο, σατιρίζω τα ξέφτια των νεοελληνικών καθωσπρεπισμών με ιστορίες και λεξιλόγιο καθημερινής τρέλας. Πάνω απ’ όλα, όμως, νομίζω πως το Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη με τους ήρωές του το είχα ανάγκη ο ίδιος και με «εκμεταλλεύτηκα» καταλλήλως.
— Εκτός από σατιρικά, έχετε γράψει και βιβλία περισσότερο κοινωνικού/δραματικού χαρακτήρα. Ποιο από τα δύο είδη προτιμάτε περισσότερο; Πώς αποφασίζετε το ύφος κάθε καινούργιου σας μυθιστορήματος;
Όλα τα βιβλία που έγραψα –και δεν είναι λίγα– φαντάζομαι πως τα έγραψα για κάποιο λόγο. Με τον καιρό ξέχασα τις αιτίες, αλλά θυμάμαι πως ό,τι και να έγραψα προσπάθησα όσο μπορούσα να το σφραγίζουν οι προθέσεις μου· ήθελα να μιλήσω για καταστάσεις και αισθήματα που καμιά φορά περνούν απαρατήρητα. Ίσως γιατί αγαπώ τις λεπτομέρειες του αθέατου και τη σημειολογία των μικρών πραγμάτων. Δεν πρόκειται φυσικά για συνταγή. Απλώς έτσι νιώθω κι έτσι μπορώ.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0