Κάποιοι την έχουν χαρακτηρίσει ως την «Ποιμενική του Μπραμς» καθώς σε ένα βαθμό αποτυπώνει μουσικά το ειδυλλιακό τοπίο της αυστριακής Καρινθίας όπου γράφτηκε το καλοκαίρι του 1877. Ο λόγος για την βαθιά αισθαντική και φωτεινή Δεύτερη Συμφωνία του Γιοχάνες Μπραμς που παρουσιάζει η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 8 Νοεμβρίου.

 

Η συναυλία ξεκινά με το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Μπέντζαμιν Μπρίττεν, ένα από τα πιο εκφραστικά και δεξιοτεχνικά κοντσέρτα για βιολί του 20ού αιώνα. Σύνθεση, που ολοκληρώθηκε και έκανε πρεμιέρα στις ΗΠΑ, όπου διέφυγε ο Μπρίττεν λίγο πριν τον Β’ Παγκοσμίο Πόλεμο. Σολίστ, ένας από τους κορυφαίους Έλληνες μουσικούς της γενιάς του, ο βιολονίστας Ανδρέας Παπανικολάου. Στο πόντιουμ, επιστρέφει ο  περιζήτητος νέος Γάλλος μαέστρος Λιονέλ Μπρενγκιέ.

 

Το πρόγραμμα με μια ματιά

 

ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΜΠΡΙΤΤΕΝ (1913–1976)

Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα, έργο 15

 

ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ (1833–1897)

Συμφωνία αρ .2 σε ρε μείζονα, έργο 73

 

ΣΟΛΙΣΤ

Ανδρέας Παπανικολάου, βιολί

 

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

Λιονέλ Μπρενγκιέ

 

Ώρα: 19:30

Δωρεάν εισαγωγική ομιλία για τους κατόχους εισιτηρίων

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

Τιμές εισιτηρίων: 35€, 25€, 20€, 15€ και 10€ (εκπτωτικό)

Online αγορά εδώ

 

Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών παρουσιάζει την αισθαντική Δεύτερη Συμφωνία του Γιοχάνες Μπραμς

 

Το σχόλιο του Ανδρέα Παπανικολάου


Το κοντσέρτο για βιολί του Μπέντζαμιν Μπρίττεν δικαίως θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα και σημαντικότερα έργα του περασμένου αιώνα καθώς συνδυάζει με τρόπο μοναδικό το μελωδικό και λυρικό στοιχείο με ιδιαίτερα απαιτητικές τεχνικές δεξιότητες στο βιολί. Πρόκειται για ένα ενθουσιώδες κοντσέρτο εξαιρετικής τεχνικής δυσκολίας και τεράστιων προκλήσεων για τον σολίστ αφού ο συνθέτης κάνει χρήση ποικίλλων δεξιοτεχνικών τεχνικών με σημεία του να αγγίζουν τα όρια του ανέφικτου, χωρίς όμως αυτό να αφαιρεί από την μουσική δραματουργία σε ένα εκ των πιο δυναμικών, εκφραστικών αλλά και δεξιοτεχνικών κοντσέρτων του 20ού αιώνα. 

Για την ιστορία…

 

ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΜΠΡΙΤΤΕΝ (1913 – 1976)

Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα, έργο 15

  1. Moderato con moto
  2. Vivace
  3. Passacaglia: Andante lento

 

Αν και οι πρώτες νεανικές συνθέσεις του Άγγλου Μπέντζαμιν Μπρίττεν είλκυσαν το ενδιαφέρον του φιλόμουσου βρετανικού κοινού, στα τέλη της δεκαετίας του ’30 εκείνος αποφάσισε να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στην αμερικανική ήπειρο, μακριά από έναν πόλεμο που πλησίαζε απειλητικά αλλά και μακριά από τον συντηρητισμό της χώρας του σε πολιτικό και καλλιτεχνικό επίπεδο. Τον Μάιο του 1939 αναχώρησε για τον Καναδά και μετά από λίγες εβδομάδες πέρασε στις Η.Π.Α. (Λονγκ Άιλαντ) έχοντας μαζί του το Κοντσέρτο για βιολί, που είχε ξεκινήσει να γράφει τον προηγούμενο Νοέμβριο. Τον Σεπτέμβριο του 1939 το έργο είχε ολοκληρωθεί και στις 28 Μαρτίου 1940 εκτελέστηκε για πρώτη φορά από τον Ισπανό βιολονίστα Αντόνιο Μπρόσα και τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης υπό τη διεύθυνση του Τζον Μπαρμπιρόλι.

 

Το έργο δεν εμπεριέχει κάποιο σαφώς αργό μέρος αλλά αποτελείται από ένα κεντρικό σκέρτσο, περιστοιχιζόμενο από δύο μέρη με κυμαινόμενες ταχύτητες. Το πρώτο μέρος, σε φόρμα σονάτας, ανοίγει με ένα χαρακτηριστικό μοτίβο στο τύμπανο που θυμίζει ευθέως την αρχή του Κοντσέρτου για βιολί του Μπετόβεν και που συνεχίζει να εμφανίζεται σε όλο το μέρος. Το ενεργητικό σκέρτσο εμπεριέχει μία ευρύτατη γκάμα δεξιοτεχνικών προκλήσεων για τον σολίστα, που καταλαγιάζουν μόνο στην κεντρική του ενότητα. Η σολιστική καντέντσα (όπου επανέρχεται το μοτίβο της αρχής του έργου) λειτουργεί ως γέφυρα προς το φινάλε. Πρόκειται για μία passacaglia, δηλαδή μία σειρά παραλλαγών πάνω σε μία αυτούσια επαναλαμβανόμενη μελωδική γραμμή που παρουσιάζεται αρχικά από τα τρομπόνια. Το στοχαστικό και βαρυσήμαντο αυτό μέρος αποτελεί στην ουσία ένα ρέκβιεμ για τα θύματα του αιματηρού Ισπανικού Εμφυλίου, που είχε έντονα απασχολήσει και συγκλονίσει τον (αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων) συνθέτη.


ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ (1833 – 1897)

Συμφωνία αρ. 2 σε ρε μείζονα, έργο 73

  1. Allegro non troppo
  2. Adagio non troppo
  3. Allegretto grazioso (quasi andantino)
  4. Allegro con spirito

 

Αντίθετα με την Πρώτη Συμφωνία του Μπραμς που χρειάστηκε περίπου δύο δεκαετίες να ολοκληρωθεί, η Δεύτερη ολοκληρώθηκε μέσα σε ένα μόλις καλοκαίρι (1877), το οποίο ο συνθέτης πέρασε στην ειδυλλιακή περιοχή της Καρινθίας (νότια Αυστρία). Τους προσεχείς μήνες και ενόσω προέβαινε στις τελευταίες διορθώσεις, με χιούμορ -και τελείως παραπειστικά- έγραφε στους φίλους του πως η συμφωνία αυτή ήταν ένα έργο μελαγχολικό και «αβάσταχτα πένθιμο». Στην πραγματικότητα ωστόσο, η Δεύτερη είναι ένα φωτεινό, ζεστό και αισιόδοξο έργο, που σε έναν βαθμό αποτυπώνει μουσικά τις φυσικές ομορφιές του  αυστριακού θέρετρου, στο οποίο και συνετέθη, με αποτέλεσμα να χαρακτηρισθεί από κάποιους και ως «η Ποιμενική του Μπραμς». Στις 30 Δεκεμβρίου 1877 ο μεγάλος Αυστριακός αρχιμουσικός Χανς Ρίχτερ διηύθυνε στη Βιέννη την πρώτη της εκτέλεση. Η επιτυχία της πρεμιέρας ήταν τέτοια, που κατά απαίτηση του κοινού επαναλήφθηκε το τρίτο μέρος της συμφωνίας. Ανάλογη επιτυχία είχαν και οι αμέσως επόμενες εκτελέσεις της Δεύτερης σε Λειψία και Αμβούργο, υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη.

 

Το άνοιγμα του πρώτου μέρους δεν θυμίζει σε τίποτα τη συγκλονιστική δραματικότητα εκείνου της Πρώτης Συμφωνίας. Ξύλινα πνευστά και κόρνα εκθέτουν μία απλή, λυρική ιδέα υπό τη σχολιαστική συνοδεία των βαθύτερων εγχόρδων. Το θέμα αυτό πέραν της λειτουργίας του ως στίγματος της γενικότερης ατμόσφαιρας όλου του έργου αποτελεί και τον θεματικό του πυρήνα. Το δεύτερο θέμα είναι μία από τις πλέον γνωστές μελωδίες του Μπραμς, που αρχικά παρουσιάζουν οι βιόλες και τα βιολοντσέλα. Στην ενότητα της επεξεργασίας η γραφή γίνεται σαφώς πυκνότερη και πιο αντιστικτικά σύνθετη με έντονη μετατροπική διάθεση. Η ατμόσφαιρα αποφορτίζεται από τη συσσωρευμένη ένταση με την επανέκθεση. Το μέρος κλείνει με μία εν πολλοίς αιθέρια coda, στο τέλος της οποίας παρωδείται με γλυκύτητα και λεπτότητα ένα βιεννέζικο βαλς.

 

Πίσω από την επιφανειακή ηρεμία και συχνά ανέμελη αισθαντικότητα του δεύτερου μέρους κρύβεται ένα πολύπλοκο μορφολογικό και αρμονικό σχέδιο του συνθέτη. Το αρχικό θέμα εισάγεται από τα βιολοντσέλα, ενώ αργότερα τα πνευστά συνδιαλέγονται μεταξύ τους πάνω από τα pizzicati των εγχόρδων. Ακολουθεί ένα επεισόδιο με το θεματικό υλικό να περνά από τα βιολιά στα ξύλινα πνευστά και το σόλο κόρνο. Τα αρχικά θέματα επανεμφανίζονται κατόπιν, αλλά με μεγαλύτερη δυναμική ένταση και με νέες μελωδικές (και συναισθηματικές) προεκτάσεις, αν και η κατάληξη του μέρους ουσιαστικά επαναφέρει οριστικά την ατμόσφαιρα της αρχής του.

 

Ο ποιμενικός χαρακτήρας της Δεύτερης Συμφωνίας είναι ανάγλυφος στο τρίτο μέρος, που ξεκινά ως ένα τριμερές αυστριακό Ländler με πρωταγωνιστή το σόλο όμποε. Πολύ σύντομα όμως τα βιολιά παρεμβαίνουν με πολύ γρήγορα, staccato περάσματα, αναπτύσσοντας έτσι μία ζωηρή κίνηση, στην πορεία της οποίας συμμετέχουν από ένα σημείο και μετά και τα πνευστά. Το αρχικό θέμα επανέρχεται εμπλουτισμένο, για να διακοπεί και πάλι από μία γρήγορη ενότητα, αλλά εντελώς προσωρινά.

 

Το τέταρτο μέρος ξεκινά σε χαμηλή δυναμική με ένα θέμα των εγχόρδων, στο οποίο απαντά το φαγκότο. Αξίζει να σημειωθεί η νοηματική συνάφεια του θέματος αυτού με το βασικό θέμα του πρώτου μέρους της συμφωνίας, γεγονός που καταδεικνύει την ολότητα της συνθετικής σύλληψης. Στη συνέχεια το θέμα αναπτύσσεται περαιτέρω με ένα έντονο ξέσπασμα όλης της ορχήστρας. Ένα πληθωρικό πέρασμα του κλαρινέτου οδηγεί στο λυρικό δεύτερο θέμα, που ανήκει στα έγχορδα. Ο Μπραμς ακολουθεί τα χνάρια του Μπετόβεν επιλέγοντας να κλείσει τη συμφωνία με μία εκτενέστατη coda, που συνιστά μία μεγαλειώδη, γεμάτη συμφωνική λάμψη κορύφωση.

Οδηγός Μουσικής