Jonas Kaufmann Kammerorchester Wien-Berlin

Στο Μέγαρο την Τρίτη 13 Μαΐου

A.M. 25.4.2014 | 17:09

 

Jonas Kaufmann Kammerorchester Wien-Berlin

 

Ο Βασιλιάς των Τενόρων Γιόνας Κάουφμαν και μια κορυφαία ορχήστρα δωματίου, η Κάμερορκέστερ, με μέλη από τις δύο μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου (Φιλαρμονική της Βιέννης και του Βερολίνου), ενώνουν τις δυνάμεις και τη φήμη τους σε μια βραδιά υψηλής ποιότητας, με τα εξαίσια Τραγούδια ενός οδοιπόρου του Γκούσταβ Μάλερ, τη Συμφωνία αρ. 10 σε σι ελάσσονα του Φέλιξ Μέντελσον, το Σεξτέτο από την όπερα Καπρίτσιο του Ρίχαρντ Στράους και την Εξαϋλωμένη νύχτα του Άρνολντ Σαίνμπεργκ.

 

Το κοινό του Μεγάρου έχει απολαύσει σχετικά πρόσφατα, το 2009 και το 2011, τον πιο περιζήτητο και συναρπαστικό τενόρο της εποχής μας σε άριες από όπερες και έχει διαπιστώσει από κοντά την τεράστια και αβίαστη γκάμα της φωνής του σε ρεπερτόρια ποικίλου και διαφορετικού ύφους.

Αυτή τη φορά ο Γιόνας Κάουφμαν έρχεται στην Αθήνα με την περίφημη Ορχήστρα Δωματίου Wien-Berlin για να τραγουδήσει τα Τραγούδια ενός οδοιπόρου, σε μεταγραφή για έγχορδα από τον Άρνολντ  Σαίνμπεργκ. Είναι ένας κύκλος τεσσάρων τραγουδιών, που ο Μάλερ έγραψε πάνω σε δικούς στίχους, το 1884, για να θρηνήσει με το δικό του, εσωτερικό ύφος, μια άτυχη αγάπη. 

Ο Κάουφμαν αγαπά με πάθος την όπερα, αλλά δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τα λίντερ, όπως λέει. Θεωρεί ότι τα γερμανικά τραγούδια αυτά του ρομαντικού κινήματος είναι η βασιλική σχολή για κάθε φωνή. Πρόσφατα ηχογράφησε έναν άλλον κύκλο λίντερ, το Χειμωνιάτικο Ταξίδι του Φραντς Σούμπερτ, ενώ με τα Τραγούδια ενός οδοιπόρου αρχίζει από την 1η Μαΐου περιοδεία με αφετηρία τη Βιέννη και σταθμούς το Μόναχο, την Τουλούζη, τις Βερσαλλίες, το Μπάντεν-Μπάντεν, την Αθήνα και το Λουξεμβούργο.

«Τα λίντερ είναι ένα στοίχημα για τη φωνή, λέει ο Κάουφμαν, απαιτούν πολύ πιο λεπτεπίλεπτη δουλειά, περισσότερα ηχοχρώματα, περισσότερες αποχρώσεις, μια μεγάλη και δυναμική γκάμα και ταυτόχρονα μια πολύ πιο διακριτική, εσωτερική, προσέγγιση στη μουσική και τους στίχους. Είναι ερμηνείες από καρδιάς, μια αδιανόητη άσκηση συγκέντρωσης και επιστράτευσης όλης της κλίμακας της φωνής. Μια μοναδική μορφή τέχνης, που υποστηρίζω με όλες μου τις δυνάμεις».

Σε αυτό το οδοιπορικό, ο Κάουφμαν πλαισιώνεται από μια εξαιρετική ορχήστρα δωματίου, που συνδυάζει την ευαισθησία και τον ελαφρό ήχο ενός μικρού συνόλου με μια δύναμη η οποία προδίδει την προέλευση των μελών της από τις δύο βασιλεύουσες αλλά και ανταγωνιστικές ορχήστρες, της Βιέννης και του Βερολίνου. Η «Ορχήστρα Δωματίου Βιέννη-Βερολίνο» θα συνοδεύσει τον Γιόνας Κάουφμαν στα Τραγούδια ενός οδοιπόρου και θα ερμηνεύσει μόνη της τη Συμφωνία αρ. 10 σε σι ελάσσονα για έγχορδα του Φέλιξ Μέντελσον-Μπαρτόλντυ, το Σεξτέτο από την όπερα Καπρίτσιο του Ρίχαρντ Στράους και τηνΕξαϋλωμένη νύχτα του Άρνολντ Σαίνμπεργκ.

Η Κάμερορκέστερ Βιέννης-Βερολίνου είναι καρπός ενός σύντομου γάμου που προκάλεσε ο σερ Σάιμον Ρατλ, Διευθυντής της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, όταν πήρε την πρωτοβουλία να γιορτάσει τα 50 του χρόνια, το 2005, διευθύνοντας για πρώτη φορά στην ιστορία τους τις δύο ορχήστρες σε μια κοινή συναυλία. Η ανακωχή ανάμεσα στα διαφορετικού ύφους αυτά σύνολα είχε τεράστια επιτυχία και από το εγχείρημα προέκυψε η Ορχήστρα Δωματίου Wien-Berlin με μερικούς από τους καλύτερους μουσικούς και από τις δύο ορχήστρες. Για τους μουσικούς, αλλά και για το κοινό, η σύγκλιση αυτή δυό διαφορετικών μουσικών παραδόσεων είναι μια  ξεχωριστή εμπειρία.

Εξάρχων και Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Κάμερορκέστερ είναι ο Ράινερ Χόνεκ, εξάρχων της Ορχήστρας της Όπερας της Βιέννης από το 1984 και εξάρχων της Φιλαρμονικής της Βιέννης από το 1992.

 

Ο Γιόνας Κάουφμαν άρχισε να τραγουδάει από μαθητής του Δημοτικού, είδε τη Μαντάμα Μπατερφλάι στην Όπερα του Μονάχου όταν ήταν πέντε ετών και αποφάσισε αμέσως πως ήθελε να γίνει λυρικός τραγουδιστής. Άρχισε τη διαδρομή του από τις Όπερες της Γερμανίας, έγινε διεθνώς γνωστός με τη συνεργασία του με την Όπερα της Ζυρίχης το 2001 και από τότε έχει κατακτήσει τα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου και τα σημαντικότερα φεστιβάλ. Οι κριτικοί, σε σπάνια ομοφωνία, τον έχουν χαρακτηρίσει βασιλιά των τενόρων και τον έχουν χρήσει διάδοχο του Παβαρότι και του Ντομίνγκο.

Γεννημένος το 1969 στο Μόναχο, με προέλευση από τις ανατολικές περιοχές της Γερμανίας, γιος ενός ασφαλιστή και μιας νηπιαγωγού, μεγάλωσε σε ένα μικροαστικό ενοικιαζόμενο διαμέρισμα, με μικρούς χώρους, αλλά με την πολυτέλεια ενός πιάνου και μιας μεγάλης δισκοθήκης με όπερες και κλασική μουσική, που είχαν συγκεντρώσει οι μουσικόφιλοι γονείς του.

Σπούδασε στη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου και επέλεξε να μην ειδικευτεί σε κανένα είδος και κανένα ρεπερτόριο. «Δεν σκέπτομαι τον εαυτό μου ως γάλλο, ιταλό ή γερμανό τενόρο. Προσπαθώ να τα κάνω όλα και νομίζω ότι μπορώ, μου φαίνεται πιο υγιές για μένα. Όταν δουλεύεις σε διαφορετικά  είδη λυρικού τραγουδιού, μαθαίνεις πράγματα από το ένα είδος που σου είναι χρήσιμα και για τα άλλα».

Ψηλόλιγνος, με έκφραση «έκπτωτου αγγέλου», όπως τον περιέγραψε κάποιος κριτικός, λατρεύει με πάθος την όπερα και το θέατρο, συνδυάζει εκφραστικότητα φωνής και ηθοποιίας και στη σκηνή έχει πάντα στο μυαλό του εκείνους που παρακολουθούν όπερα ή λίντερ για πρώτη φορά. «Η πλοκή πρέπει να είναι σαφής και η απόδοση να τους κερδίζει. Αν προσπαθείς απλώς να ικανοποιήσεις του λάτρεις της όπερας, δεν θα ξαναδείς αυτούς που δοκίμασαν για πρώτη φορά. Είμαι ανοιχτός στις καινοτομίες, αλλά απορρίπτω εκείνες που απλώς προκαλούν για να κερδίσουν το μιντιακό παιχνίδι».

Ο Γιόνας Κάουφμαν έχει φτάσει στην κορυφή, είναι ένας σουπερστάρ, ο ήχος του γίνεται όλο πιο πλούσιος και πιο ευαίσθητος, στη σκηνή τα δίνει όλα,  είναι ακαταμάχητος και επιβλητικός και κοινό και κριτικοί περιμένουν από αυτόν ακόμα μεγαλύτερες ερμηνείες. Παρ’ όλα αυτά εκείνος ελπίζει ότι θα καταλάβει πότε πρέπει να σταματήσει και να αποχωρήσει πριν απομυθοποιηθεί.

Ο Κάουφμαν, όπως όλοι οι κορυφαίοι μουσικοί και τραγουδιστές, είναι διαρκώς σε κίνηση, αλλά κρατάει ως έδρα του την Όπερα της Ζυρίχης, την αφετηρία της μεγάλης διεθνούς διαδρομής του. Την επέλεξε για τα ασυμβίβαστα καλλιτεχνικά της κριτήρια, το μυημένο κοινό της, τις καλές αμοιβές που προσφέρει, τη μικρή της κλίμακα (1165 θέσεις) και τη δυνατότητα να βλέπει τα τρία παιδιά του, που απέκτησε από το γάμο του με τη μετζοσοπράνο Μαργκαρέτε Γιόσβιγκ.