Δυο σπάνιες ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου προβλήθηκαν στην Αθήνα
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης διοργάνωσε προβολή των δύο τελευταίων ταινιών του σκηνοθέτη, «Ρομαντικό σημείωμα» και «Σόνια», που είχαν υποτιμηθεί την εποχή της πρεμιέρας τους.
Στην περίπτωση της πρώτης ταινίας, με τίτλο «Ρομαντικό σημείωμα», με το που άρχισαν να πέφτουν οι τίτλοι και φάνηκε το όνομα του σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1978, άρχισαν οι αποδοκιμασίες και τα γιουχαΐσματα από τον εξώστη. Μετά η ταινία έκανε μια σύντομη καριέρα στον κινηματογράφο τέχνης Ριβολί της συμπρωτεύουσας και δεν είχε καμία άλλη τύχη. Η δεύτερη, το κύκνειο άσμα του Τάκη Κανελλόπουλου, η «Σόνια», προβλήθηκε το 1980 επίσης για μία μόνο εβδομάδα στον ξεπεσμένο κινηματογράφο Ελλήσποντο που έπαιζε πορνό για να επιβιώσει, όπου τουλάχιστον αποφεύχθηκαν τα γιουχαΐσματα. Ο σημαντικός Θεσσαλονικιός κινηματογραφιστής δεν πρόλαβε να ασχοληθεί ξανά με την τέχνη του και πέθανε πικραμένος από τη συμπεριφορά των συμπολιτών του και κυρίως από την αντιμετώπιση που επιφύλαξαν οι ομότεχνοί του (τα γιουχαΐσματα ήταν στημένα από άλλους σκηνοθέτες) στη δουλειά του, που ξεκίνησε το 1960 θριαμβευτικά με τον «Μακεδονικό γάμο».
Μόλις τον περασμένο Νοέμβριο, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης οργάνωσε ένα σημαντικό αφιέρωμα στον Τάκη Κανελλόπουλο, το οποίο συνοδευόταν και από μια έκθεση, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Μια νέα γενιά σινεφίλ έδειξε έμπρακτα το ενδιαφέρον της να ανακαλύψει τον μοναδικό Σαλονικιό σκηνοθέτη που δεν εγκατέλειψε ποτέ την πόλη του, δημιούργησε σε αυτήν, έστρεψε το ενδιαφέρον του αθηναϊκού (αλλά και του διεθνούς) Τύπου επάνω του και μας έδωσε τουλάχιστον τρία αριστουργήματα.
Ταινίες με μια αγνότητα και υπερχειλίζοντα λυρισμό, άνθρωποι και συμπεριφορές μιας άλλης εποχής από την οποία ο δημιουργός αδυνατούσε να αποδράσει, οπαδός του εξιδανικευμένου έρωτα, της υποταγής του άντρα στη γυναικεία σαγήνη και στην ερωτική επιθυμία.
Τη Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου το φεστιβάλ οργάνωσε στον κινηματογράφο Άστορ στη Στοά Κοραή μια διπλή προβολή με πλήρως αποκατεστημένες κόπιες των δύο τελευταίων και ίσως πιο προσωπικών του ταινιών, «Ρομαντικό σημείωμα» και «Σόνια». Το κοινό που συγκεντρώθηκε στην κατάμεστη αίθουσα ήταν ποικίλο, τόσο ηλικιακά όσο και από πλευράς ιδιοτήτων. Υπήρχαν αρκετοί από τον χώρο του κινηματογράφου αλλά και πολλοί θαυμαστές των παλιότερων ταινιών του, που είχαν την περιέργεια να δουν τις δύο ταινίες που δεν είχαν προβληθεί ποτέ πριν στην Αθήνα. Η υπέροχη αφίσα, άλλωστε, σε επιμέλεια του σκηνοθέτη και γραφίστα Νίκου Πάστρα, μια ιμπρεσιονιστική σκηνή με ένα λιβάδι γεμάτο παπαρούνες από την πρώτη ταινία, σου προκαλούσε σφοδρό ενδιαφέρον να τις δεις.
Ο διευθυντής του Φεστιβάλ Ορέστης Ανδρεαδάκης άνοιξε την αυλαία αναγγέλλοντας και μια συζήτηση που θα ακολουθούσε αμέσως μετά την προβολή. Οι δυο αυτές ταινίες συγκεντρώνουν όλες τις αρετές και όλα τα προβλήματα του έργου του Κανελλόπουλου, που κινήθηκε εκτός κυκλώματος, απομονωμένος στη Θεσσαλονίκη, χωρίς ισχυρό παραγωγό. Δεν πρόκειται για «κρυμμένα διαμαντάκια», αλλά για χειροποίητες απόπειρες ενός αθεράπευτα ρομαντικού καλλιτέχνη προσκολλημένου σε ερωτικές ιστορίες και αφηγήσεις μιας πολύ μακρινής εποχής. Δεινός γνώστης ωστόσο των δυνατοτήτων της κάμερας, καταγράφει τα πρόσωπα σαν ψυχικά τοπία και τα τοπία ως ψυχογραφίες. Στο «Ρομαντικό σημείωμα» ξεδιπλώνει την ιστορία μιας νέας γυναίκας την οποία διεκδικούν τέσσερις άντρες και εν τέλει κανένας δεν κερδίζει την εύνοιά της, αντιθέτως εκείνη εξαφανίζεται από τη ζωή τους. Μια −ατέλειωτη− σειρά ταμπλό βιβάν με πολύ όμορφες εικόνες ζωντανεύει μακρινές αναμνήσεις χαμένες στον χρόνο. Στη «Σόνια», αντιθέτως, παρακολουθούμε την «καταραμένη» αγάπη μεταξύ μιας νέας γυναίκας που ζει σε μια μονοκατοικία στην εξοχή και ενός μεγαλύτερου γοητευτικού άντρα, παντρεμένου με παιδί.
Ταινίες με μια αγνότητα και υπερχειλίζοντα λυρισμό, άνθρωποι και συμπεριφορές μιας άλλης εποχής από την οποία ο δημιουργός αδυνατούσε να αποδράσει, οπαδός του εξιδανικευμένου έρωτα, της υποταγής του άντρα στη γυναικεία σαγήνη και στην ερωτική επιθυμία. Θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει καλλιτεχνικά συγγενείς με τη γαλλική νουβέλ βαγκ, καθώς είναι φανερό ότι ο Κανελλόπουλος γοητευόταν από το γαλλικό σινεμά και οπωσδήποτε είχε επηρεαστεί από αυτό. Ωστόσο σε συνέντευξή του της περιόδου της «Σόνιας» έλεγε ότι κατά την προετοιμασία μιας ταινίας έπαυε να παρακολουθεί σινεμά ακριβώς για να αποφύγει μιμήσεις.
Η υπερβολική διάρκεια του «Ρομαντικού σημειώματος» κάπως κούρασε το κοινό, ενώ η voice-over αφήγηση δύσκολα στέκει σήμερα, αν δεν φαίνεται και κάπως γλυκερή, όπως και η παντελής έλλειψη δράσης. Η δύναμη της εικόνας βέβαια είναι το στοιχείο που σε κρατάει μέχρι το τέλος των 84 λεπτών. Αντίθετα στη «Σόνια», όπου επίσης υπάρχει αφήγηση (από τον Γιώργο Μάζη, πρωταγωνιστή του «Ρομαντικού σημειώματος») και η οποία μοιάζει σαν απόηχος της «Παρένθεσης» του 1968, πάλι με στιγμιότυπα από χαρακτηριστικές γειτονιές της Θεσσαλονίκης, υπάρχει δράση και διάλογος. Φυσικά κι εδώ εστιάζει στους δύο πρωταγωνιστές, τη Σόνια, που την υποδύεται η Αντιγόνη Δουδούμη, και τον Τόνιο, που τον υποδύεται ο Σπύρος Φωκάς στην πιο ώριμη περίοδο της καριέρας του.
Η μεγάλη έκπληξη της βραδιάς ήταν η παρουσία της κυρίας Δουδούμη, η οποία, παρόλο που έχουν περάσει 44 χρόνια από τότε που έπαιξε στην ταινία, διατηρεί όλη την ενέργεια και το κέφι εκείνης της εποχής. Ήταν κυριολεκτικά η βραδιά της. Μας είπε ότι η ταινία τής φάνηκε καλύτερη από τότε που την πρωτοείδε, καθώς στην πρεμιέρα είχε δει με τρόμο όλα τα λάθη και τα προβλήματα που η απειρία της δημιούργησε. Ας μην ξεχνάμε βέβαια ότι χρήματα για περισσότερες από μία λήψη δεν υπήρχαν. Μας αποκάλυψε ότι τον ρόλο τον πήρε χάρη σε μια τυχαία στιγμή, όταν ο Τάκης Κανελλόπουλος την είδε να μπαίνει στο παλιό ζαχαροπλαστείο του Φλόκα, που ήταν το στέκι του, ντυμένη στα λευκά, χαρούμενη για τα γεννητούρια του ανιψιού της. Ο σκηνοθέτης εντυπωσιάστηκε και λίγο μετά της πρότεινε τον ρόλο. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων άφηνε στους ηθοποιούς μεγάλη ελευθερία να χτίσουν τους χαρακτήρες. Σε αυτό ο Φωκάς με την τεράστια πείρα τη βοήθησε πολύ να ερμηνεύσει έναν ρόλο εσωστρεφή και καταθλιπτικό, ενώ η ίδια, όπως μας είπε, είναι ένας άνθρωπος εύθυμος, που χαίρεται τη ζωή.
Παρών στη συζήτηση και ο πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου Μάρκος Χολέβας, ο οποίος υπήρξε, μαζί με τον Δημήτρη Γκιολέκα, ο καταλύτης ώστε να επαναδραστηριοποιηθεί ο Κανελλόπουλος και να γυρίσει αυτές τις δύο ταινίες. Νεαρός κινηματογραφιστής τότε σε μια πόλη με καμία υποδομή για να γυρίσει κανείς ταινία, έχοντας κάνει τις πρώτες του μικρού μήκους, προσέγγισε τον παλιό σκηνοθέτη για να του προτείνει, εκ μέρους της ιδρύτριας της Ταινιοθήκης της Ελλάδος Αγλαΐας Μητροπούλου, να διευθύνει το παράρτημα της Θεσσαλονίκης. Εν τέλει, αντί αυτού, βρέθηκε να μπαίνει στην ευχάριστη περιπέτεια των γυρισμάτων της πρώτης ταινίας του Κανελλόπουλου μετά από απουσία τριών χρόνων. Γιατί αυτό που καθόρισε τη δημιουργία αυτών των ταινιών ήταν το πάθος του για τον κινηματογράφο, κάτι που οι δυο νεαροί τότε φίλοι «ξύπνησαν». Έτσι πήρε την απόφαση να επιστρέψει στον κινηματογράφο, με τους δικούς του πάντα όρους. Κάτι που σήμαινε ελάχιστο μπάτζετ, με παραγωγό τον πατέρα του, άρα ελάχιστα μέτρα φιλμ, υποτυπώδες συνεργείο, σκηνικά αντικείμενα εκ των ενόντων, από ό,τι μπορούσε να βρεθεί στο περιβάλλον τους, και ως εκ τούτου ευρηματικές λύσεις όπως συχνά ζουμ, στατικά πλάνα και voice-over.
Η σκηνοθέτιδα Δώρα Μασκλαβάνου, η οποία ανακάλυψε τον κινηματογράφο του Κανελλόπουλου χάρη στο αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη, όπου παρακολούθησε καθημερινά όλες τις προβολές, μας είπε ότι ήταν τέτοια η συγκίνησή της απέναντι στο έργο του σκηνοθέτη που δεν την ένοιαζαν καθόλου οι κακοτεχνίες και η κατιούσα της δημιουργικής του πορείας, αλλά αντιθέτως θαύμαζε την αφοσίωσή του να γυρίσει τις ταινίες του με στοιχειώδη μέσα. Μίλησε και ο Νίκος Πάστρας, που είχε επιμεληθεί και την έκθεση στο πλαίσιο του φεστιβάλ και αγαπάει ιδιαίτερα το «Ρομαντικό σημείωμα», όπως και ο Γιάννης Βεσλεμές, ο οποίος επίσης αποτελεί μέλος της νέας γενιάς σκηνοθετών που αναγνωρίζουν ότι ο Κανελλόπουλος υπήρξε πυλώνας του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Μίλησε και ο ανιψιός του σκηνοθέτη, Γιώργος Κανελλόπουλος, συναισθηματικά φορτισμένος.
Ήταν μια βραδιά ζεστή και συναισθηματικά γενναιόδωρη, θύμιζε τις νυχτερινές προβολές του φεστιβάλ που τις ακολουθούν συναρπαστικές συζητήσεις, και όλοι έφυγαν νιώθοντας γεμάτοι, αν όχι καλλιτεχνικά, τουλάχιστον ηθικά, έχοντας αποκαταστήσει σε κάποιον βαθμό έναν καλλιτέχνη στον οποίο κάποιες δεκαετίες πίσω η πολιτικοποιημένη νεολαία του Β΄εξώστη δεν έδειξε ούτε έλεος, ούτε καν τον σεβασμό που του όφειλε για τα όσα σημαντικά είχε προσφέρει στα πρώτα του βήματα.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0