Την άνοιξη του 1960 ο Κώστας Φέρρης δούλευε στις μουβιόλες του Στούντιο Άλφα για το μοντάζ του «Ποτέ την Κυριακή». Σε διπλανό πλατό βρισκόταν ο φίλος του Δημήτρης Σταύρακας. Είχαν συνεννοηθεί με τον μηχανικό προβολής, αν έβλεπε κάτι καλό από κάποιον νιόφερτο σκηνοθέτη, να τους ειδοποιούσε. Εκείνη τη μέρα τους έκανε νόημα. Τρύπωσαν στην καμπίνα και μέσα από την τρυπούλα της μηχανής προβολής τούς αποκαλύφθηκε μια σειρά από συγκλονιστικές εικόνες, ένας κόσμος αδιανόητης ομορφιάς και δύναμης, με γκρίζους ουρανούς. Ζήτησαν να γνωρίσουν τον άγνωστό τους εικοσιεπτάχρονο κινηματογραφιστή από τη Θεσσαλονίκη. Κατά την πρώτη τους συνάντηση, του ζήτησαν να κάνει μια ειδική προβολή. Κάλεσαν επειγόντως τον Νίκο Κούνδουρο και τον έσυραν σχεδόν με το ζόρι. Είδε την ταινία και τον έπιασαν τα κλάματα. Με τη σειρά του κάλεσε τη Ροζίτα Σώκου. Και κάπως έτσι ξεκινάει η ιστορία του Τάκη Κανελλόπουλου.
Σήμερα ο παλαίμαχος Κώστας Φέρρης θυμάται: «Ο "Μακεδονικός Γάμος" για εμάς που τα ζήσαμε τότε ήταν η πρώτη ταινία του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Όταν την είδαμε, λίγο μόλις καιρό πριν πάει στο φεστιβάλ, και γνωρίσαμε τον Τάκη, μας δόθηκε η ιδέα να ξεκινήσουμε κι εμείς με μικρού μήκους ταινίες. Ο Τάκης ήταν το πρώτο κίνητρο να ξεκινήσουμε να κάνουμε ταινίες, και παρόλο που μας γυρόφερνε από το 1957, ήταν με το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1960 που πήραμε μπρος, χάρη σε αυτό το τεράστιο ταλέντο. Άλλωστε, εγώ έγινα και βοηθός του στη "Θάσο". Από εκεί και πέρα η φιλία μας, η αγάπη μας και ο δεσμός μας κράτησε ως το τέλος. Λίγο πριν πεθάνει, έκανα ένα διδακτικό φιλμ εμπνευσμένο από το διήγημά του "Το ποδήλατο"».
Ο Κανελλόπουλος πιθανότατα αισθανόταν κομμάτι ενός χαμένου κόσμου, ένας άνθρωπος που βλέπει τις ιστορικές εξελίξεις να τον ξεπερνάνε. Παρ' όλα αυτά, συνέχισε μια στάση ζωής που ήξερε ότι τον τραυματίζει. Έβλεπε την Ιστορία να τοποθετεί τον κόσμο που αγάπησε στη μουσειακή προθήκη της.
Ο Τάκης Κανελλόπουλος γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου του 1933 στη Θεσσαλονίκη, ημέρα επετείου της απελευθέρωσής της. Η πόλη, με έντονα τα σημάδια του ιστορικού παρελθόντος της, έμελλε να τον καθορίσει από όλες τις απόψεις. Μια μέρα που έπαιζε με άλλα παιδάκια σκαρφαλωμένος στο πίσω μέρος του τραμ επί της οδού Εγνατίας, μια απότομη κίνηση του οχήματος προς τα πίσω τού κόστισε το ένα του πόδι, το οποίο έπρεπε να ακρωτηριαστεί. Θα ζούσε την υπόλοιπη ζωή του με ένα ξύλινο υποκατάστατο.
Φοίτησε στο Αμερικανικό Κολέγιο Ανατόλια, όπως πολλά νέα παιδιά της αστικής τάξης, και λίγο πριν αποφοιτήσει πήρε το 1ο βραβείο σε διαγωνισμό έκθεσης του υπουργείου Παιδείας. Τα επόμενα χρόνια αποτέλεσαν περίοδο αναζήτησης. Έχοντας διαβάσει πολύ Χέμινγουεϊ, ονειρευόταν να γίνει δημοσιογράφος σε πολέμους, επαναστάσεις και μακρινούς προορισμούς κι έτσι στα είκοσί του έπιασε δουλειά στην εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς». Το όνειρο κράτησε έναν χρόνο, καθώς αποφάσισε να γίνει σκηνοθέτης. Κατέβηκε στην Αθήνα να σπουδάσει στη Σχολή Σταυράκου, αλλά κινηματογράφο έμαθε ουσιαστικά τα δύο χρόνια που έμεινε στο Μόναχο παρακολουθώντας γυρίσματα στο Bavaria Studio. Πίσω στη Θεσσαλονίκη, εργάστηκε για ένα σύντομο διάστημα στο Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας ως ραδιοσκηνοθέτης, ενώ έκανε ένα πέρασμα ως βοηθός του Κακογιάννη στη «Στέλλα».
Το 1960 γυρίζει την πρώτη του ταινία-ντοκιμαντέρ «Μακεδονικός Γάμος», μια λυρική αποτύπωση γυρισμένη στο Βελβεντό Κοζάνης όπου τα ήθη και τα έθιμα ενός γάμου αποκαλύπτουν τη σύνδεση της σύγχρονης εποχής με τη μακραίωνη παράδοση αιώνων. Η προβολή της στην 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου αποτελεί θρίαμβο. Καταχειροκροτείται και επάξια κερδίζει το βραβείο στην κατηγορία ταινιών μικρού μήκους. Ακολουθούν προτάσεις και ιδέες από παραγωγούς, αλλά εκείνος γυρίζει το επίσης ποιητικό ντοκιμαντέρ «Θάσος», για το οποίο λέει: «Δεν ζητήσαμε να περιγράψουμε το νησί, αλλά να δούμε κάτι από τη μαγεία και την ψυχή του». Παρ’ όλες τις αρετές του, δεν είναι στο ύψος της πρώτης του ταινίας. Ωστόσο το κινηματογραφικό του ύφος εξακολουθεί να ξεχωρίζει, η Αθήνα και ο Τύπος τον αγκαλιάζουν και περιμένουν από εκείνον το επόμενο αριστούργημα.
Ο ασπρόμαυρος «Ουρανός» του 1962 σε σενάριο του Γιώργου Κιτσόπουλου και του ίδιου είναι ένα αντιπολεμικό δράμα μεγάλου λυρισμού, γυρισμένο με φόντο τα βαριά σύννεφα του μακεδονικού τοπίου. Μόλις 20 χρόνια μετά το αλβανικό έπος, ταρακουνάει το συντηρητικό –τόσο καλλιτεχνικά όσο και πολιτικά– κατεστημένο της εποχής του. Στην 3η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου αποσπά μόνο το βραβείο καλύτερης φωτογραφίας για τον Γρηγόρη Δάναλη, αλλά εκπροσωπεί την Ελλάδα στο Φεστιβάλ των Καννών. Κάνει πρεμιέρα στις 22 Μαΐου 1963, τη βραδιά της δολοφονίας του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη. Εντυπωσιάζει και τη χαρακτηρίζουν «ορατόριο», ενώ ο «Observer» την εντάσσει στις δέκα καλύτερες ταινίες του 1963. Προβάλλεται στη Νάπολη, όπου την εγκωμιάζει ο Φελίνι και ο Αντονιόνι, ως διευθυντής της κριτικής επιτροπής, του απονέμει το βραβείο «Ασημένια Σειρήνα». Συμμετείχε και στα φεστιβάλ Νέας Υόρκης και Λονδίνου.
Το 1966 επιστρέφει στο 7ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου με την «Εκδρομή», που για πολλούς θεωρείται το αριστούργημά του. Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία μεταξύ μιας γυναίκας και δύο ανδρών σε καιρό πολέμου, πάλι σε σενάριο του Κιτσόπουλου. Οι ηθοποιοί Λίλυ Παπαγιάννη, Άγγελος Αντωνόπουλος και Κώστας Καραγιώργης δίνουν ερμηνείες σπάνιες μέχρι τότε στην εγχώρια παραγωγή, αλλά είναι η χρονιά των μεγάλων σκανδάλων, καθώς τα βραβεία που απονέμονται δεν είναι αυτά της επιτροπής, μέλη της οποίας είναι η Λαμπέτη, ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις. Ωστόσο αποσπά τιμητική διάκριση και οι κριτικοί βραβεύουν την Παπαγιάννη ως καλύτερη γυναικεία ερμηνεία και τον Νίκο Μαμαγκάκη για την αξεπέραστη μουσική με την κιθάρα του Γεράσιμου Μηλιαρέση. Η ιταλική εφημερίδα «Avanti» τοποθετεί τον Κανελλόπουλο ανάμεσα στους σημαντικότερους Ευρωπαίους σκηνοθέτες.
Φτάνοντας στο 1968, ο καταξιωμένος πια κινηματογραφιστής εξακολουθεί να γυρίζει ταινίες αποκλειστικά στη Θεσσαλονίκη, μια υπερσυντηρητική πόλη-προπύργιο του δεξιού παρακράτους, ξεγλιστρώντας από τις σειρήνες των Αθηνών, απορρίπτοντας συνεργασίες που πιθανόν να του απέφεραν και οικονομικά οφέλη. Η «Παρένθεση», η ταινία με την οποία εμφανίζεται εκείνη τη χρονιά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σε σενάριο του Κιτσόπουλου από το θεατρικό έργο του Νόελ Κάουαρντ «Still Life», είναι η πρώτη που γυρίζει με φόντο το αστικό τοπίο. Μια σύντομη «παρένθεση» ερωτικής ανάτασης ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα –τους οποίους ερμηνεύουν ο Άγγελος Αντωνόπουλος και η Αλεξάνδρα Λαδικού– κατά τη διάρκεια μιας στάσης έξι ωρών του τρένου. Διάλογοι δεν υπάρχουν, μόνο αφήγηση-αναπόληση της γυναίκας συνοδεία και πάλι της μουσικής του Μαμαγκάκη.
Σε παλιότερη συνέντευξή μου μαζί του, ο σημαντικός συνθέτης είχε πει: «Ο Κανελλόπουλος ήταν ιδιάζουσα περίπτωση, φανατικά ιδιάζουσα. Αψηφούσε κανόνες και όρους κινηματογραφικούς. Του έδωσα καταρχάς τη μουσική της "Εκδρομής", την οποία κατασπατάλησε. Δεν υπήρχαν λεφτά για ορχήστρα κι έβαλα μια κιθάρα να παίζει. Ε, αυτή η κιθάρα έπαιξε τον ρόλο της! Ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα. Είχα διαφωνήσει μαζί του, αλλά όταν είδα το έργο στο τέλος, έπαψα να έχω οποιεσδήποτε επιφυλάξεις. Η αξία και το ταλέντο τού Κανελλόπουλου ήταν ακριβώς αυτή η μονομανία του, το "δαιμόνιο". Όπως όταν λέμε ότι ο Σωκράτης είχε "δαιμόνιο" και εννοούμε το θέμα της δημιουργίας, αυτό που σε κάνει να δημιουργείς πράγματα που ένας "πρακτικοποιημένος" άνθρωπος δεν διανοείται ότι θα κάνει».
Οι γυναίκες και ο έρωτας αποτελούν εμμονικό μοτίβο του Κανελλόπουλου. Αγάπησε τις γυναίκες, τόσο στη ζωή όσο και στην οθόνη. Καθώς έχουν καθοριστική σημασία στις ταινίες του, ζήτησα από την Αλεξάνδρα Λαδικού, μία από τις ωραιότερες Ελληνίδες του ’60, να μοιραστεί τις αναμνήσεις της από την εποχή της «Παρένθεσης». Μου είπε: «Είχε έναν τέτοιο θαυμασμό για το γυναικείο φύλο που πλησίαζε την ιδεαλιστική εκδοχή του. Εγώ ως πρωταγωνίστριά του εισέπραξα μια συμπεριφορά μεγάλης ευγένειας, σαν να χόρευα δίπλα του κλασικό ρωσικό μπαλέτο. Είχα έναν σκηνοθέτη που όχι μόνο δεν προσπαθούσε να μου επιβάλει την άποψή του με βίαιο τρόπο, αλλά ήταν πάρα πολύ γλυκός και τρυφερός στις υποδείξεις του πριν από κάθε σκηνή που ήταν να γυριστεί. Διατηρώ τις ωραιότερες αναμνήσεις από αυτήν τη δουλειά, που ήταν από τις πιο κουραστικές, από την άποψη ότι γυρίστηκε σε δύο εποχές. Ιδιαίτερα ο χειμώνας στη Θεσσαλονίκη με χιόνια και Βαρδάρη δεν είναι οι πιο ιδανικές συνθήκες για γύρισμα. Εντούτοις όλα αυτά πέρασαν και έμεινε μια ωραία γεύση ομορφιάς. Δυστυχώς, επειδή είναι μια ποιητική ταινία, δεν ήταν εύκολο να την αποδεχτούν όλοι. Κάποιος που δεν είναι εξοικειωμένος δεν μπορούσε να κατανοήσει τι ακριβώς είδε. Επίσης, καθώς στην "Παρένθεση" πρωταγωνιστεί η πόλη και έχει μεγάλα γενικά πλάνα, δεν προσφέρεται για την οθόνη της τηλεόρασης, έχει ανάγκη την κινηματογραφική αίθουσα».
Η ζωή κυλούσε μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας για τον ευαίσθητο και «ωραίο Τάκη», όπως τον αποκαλούσαν οι μεγαλοαστικοί κύκλοι της πόλης του, μεταξύ του Φλόκα, γωνία Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας, και του Ντορέ, διαγωνίως απέναντι από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (το οποίο φιλοξενούσε και το φεστιβάλ), με μεγάλους και μικρούς έρωτες, ενδεχομένως ως αντίδοτο για την απέραντη εσωτερική του μοναξιά και το παιδικό του τραύμα. Αλλά και σε διάλογο με τη βορειοελλαδίτικη πνευματική κοινότητα. Παραγωγός στις περισσότερες ταινίες του ήταν η αρκετά εύπορη οικογένειά του, πατέρας και αδελφός, που τον λάτρευαν. Το 1969 γυρίζει τη μικρού μήκους «Καστοριά». Κερδίζει το Α΄ βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά ουσιαστικά «αποχαιρετάει» τους πιστούς του θαυμαστές και την περίοδο των επιτυχιών. Σε κριτική του «Σύγχρονου Κινηματογράφου» ο Α. Καλομοιράκης γράφει: «Κύριε Κανελλόπουλε, αν δεν είναι ήδη αργά, προσγειωθείτε».
Είτε γιατί ο ίδιος παραμένει «αθεράπευτα ρομαντικός» και περίπου συνειδητά απολιτίκ (αν και όχι αδιάφορος), προσκολλημένος σε μια εποχή που σταδιακά χάνεται και στους κώδικές της, είτε γιατί η κοινωνία ωριμάζει απότομα εξαιτίας της δικτατορίας, το κινηματογραφικό σύμπαν του μοιάζει να μην έχει πια επαφή με την πραγματικότητα. Η μελαγχολική και αντιπολεμική «Τελευταία άνοιξη» του 1972 περνάει εντελώς απαρατήρητη, το «Χρονικό μιας Κυριακής» του 1976 δέχεται σφοδρότατες επιθέσεις και γιουχαΐσματα από τον β’ εξώστη, και με το «Ρομαντικό σημείωμα» του 1978 το παιχνίδι έχει χαθεί οριστικά.
Ο φίλος του, Κώστας Φέρρης, λέει: «Στο τέλος είχε πολύ αρνητική αντιμετώπιση και δεν θέλω να πω ποιοι τον γιουχάρανε στο φεστιβάλ γιατί δυστυχώς επρόκειτο για συναδέλφους, άλλωστε είναι παλιά και τα έχουμε υποστεί οι περισσότεροι. Η εχθρότητα δεν προήλθε από τον κόσμο, αλλά από την αντιζηλία κάποιων και την κρατική αναλγησία. Ο Τάκης έχει σημασία ότι έμεινε πιστός στη Θεσσαλονίκη, η οποία είχε μια πολύ δυνατή γενιά διανοουμένων και συγγραφέων, όπως ο Κιτσόπουλος, ο πιο στενός του συνεργάτης στο σενάριο. Αλλά όλη η γενιά των λογοτεχνών της πόλης ήταν στο πλευρό του. Καλά έκανε και έμεινε, η Θεσσαλονίκη ήταν αυτή που τον ενέπνεε. Μία μερίδα κριτικών λέει ότι ο Νέος Κινηματογράφος ξεκινάει με την "Αναπαράσταση" το 1970, λάθος. Ξεκίνησε με τον "Μακεδονικό Γάμο" το 1960. Αλλά ο Τάκης συναντάει εχθρότητα ακόμα και τώρα, ο καλός φίλος Μάριος Παπαγεωργίου έχει αφιερώσει χρόνια για να ολοκληρώσει ένα σημαντικό ντοκιμαντέρ για τον Κανελλόπουλο και δεν τον βοηθάει κανένας, ούτε κράτος ούτε ιδιώτης. Έχει κάνει εκπληκτική δουλειά, που αν γίνει θα είναι πολύ σπουδαίο όχι μόνο για τη μνήμη του Τάκη αλλά και για κάθε νέο που θέλει να κάνει μια ταινία».
Το 1980 γυρίζει το κύκνειο άσμα του, «Σόνια», με πρωταγωνιστή τον «διεθνή» Σπύρο Φωκά. Αγνοείται εντελώς. Από τις λαμπερές φεστιβαλικές πρεμιέρες η κάθοδος σε έναν ξεπεσμένο κινηματογράφο β’ κατηγορίας όπου προβάλλεται για λίγες μέρες. Αποσύρεται οριστικά. Αρχίζει να γράφει ακατάπαυστα και να εκδίδει διηγήματα και ερωτικές νουβέλες. Καθημερινά περνάει τις ώρες του ολομόναχος στον παραλιακό Τόττη καπνίζοντας αρειμανίως και αγναντεύοντας τη θάλασσα. Η ψυχική του υγεία είναι κλονισμένη. Μια τελευταία απόπειρα να επιστρέψει με μια νέα πρόταση δεν παίρνει την έγκριση του Κέντρου Κινηματογράφου. Πεθαίνει από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου στις 21 Σεπτεμβρίου 1990, λίγο πριν γιορτάσει τα 57 του. Φεύγει πικραμένος αυτός για τον οποίο η Ροζίτα Σώκου έγραψε: «Είναι ο πρώτος Έλληνας που κατάλαβε τι σημαίνει κινηματογράφος».
Ο Γιώργος Χρονάς, που εξέδωσε το τελευταίο του βιβλίο, «Η ευτυχισμένη Σιμόν», στις εκδόσεις Οδός Πανός, θυμάται: «Γνωριστήκαμε σε μια κριτική επιτροπή ταινιών μικρού μήκους στη Θεσσαλονίκη όπου ήμασταν και οι δύο μέλη. Συναντήθηκε η επιτροπή στο φουαγιέ ενός ξενοδοχείου για να αποφασίσει για τα βραβεία. Σηκώθηκε και είπε "εγώ δεν θα μείνω, εμένα μου αρέσουν αυτές κι αυτές οι ταινίες". Πριν φύγει γυρνάει και μου λέει "κ. Χρονά, σας περιμένω στον Τόττη". Σύχναζε σε διάφορα καφενεία, όπου τον δεχόντουσαν σαν μια προσωπικότητα της πόλης. Πήγα, γίναμε φίλοι και ένα βράδυ με πήρε και πήγαμε σε μια μουσική σκηνή πίσω από το αμερικανικό προξενείο να δούμε έναν φίλο του που τραγουδούσε. Μου έδωσε ένα βιβλίο να εκδώσω, πράγμα που έκανα. Σε άλλο μου ταξίδι πήγα να τον βρω για να του δώσω κάποια λεφτά από τις πωλήσεις. Μου είπε "δεν θέλω τα χρήματα, να τα δώσετε στους φτωχούς". Σκόπευε να μου δώσει κι άλλο βιβλίο με τίτλο «Αμερική», αλλά δυστυχώς μας πρόλαβε το μοιραίο. Όποτε περνάω από την παραλία συναντάω την προτομή του. Υπήρξε ένα λουλούδι της Θεσσαλονίκης που έφυγε κι αυτό όπως τόσοι άλλοι που είχα την τιμή να γνωρίσω πριν το μεγάλο ταξίδι προς το φως».
Ο σκηνοθέτης Μάριος Παπαγεωργίου, που ετοιμάζει ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του, λέει: «Βλέπω και ξαναβλέπω τη φωτογραφία του από τη βραδιά της πρεμιέρας του "Μακεδονικού Γάμου". Είναι η στιγμή της απόλυτης δόξας του. Θεωρώ ότι το βλέμμα του συγκεντρώνει όλο το πνεύμα και την ψυχή του. Έχει μέσα στεναχώρια, μελαγχολία, αποφασιστικότητα, πικρία, σθένος, οδύνη, επιθετικότητα και αναπόληση. Ίσως και μια τρικυμία που καταλαγιάζει μέσα στην ονειροπόληση και την ευψυχία. Αυτά συμβαίνουν το 1960 που ο Πλωρίτης είπε ότι άξιζε κάθε κόπος που κατεβλήθη για να δημιουργηθεί το φεστιβάλ και μόνο για το ότι αποκαλύφθηκε ένας νέος με μεγάλο ταλέντο και εννοούσε τον Τάκη, ενώ από το 1972 ζει το μαρτύριο της ζωής του με τον β΄ εξώστη. Ο Μαρωνίτης είπε: "Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο καταποντισμένο μέσα σε τέτοια μοναξιά με τέτοια αξιοπρέπεια"».
Και συνεχίζει: «Το 1980 η "Σόνια" προβάλλεται μόνο στη Θεσσαλονίκη, στον Ελλήσποντο της οδού Αγγελάκη που συνήθως παίζει πορνό. Ο Κανελλόπουλος, χωρίς να έχει ακριβή επίγνωση εκείνη την ώρα, είναι σαν να αποχαιρετά οριστικά τον κινηματογράφο, όπως η Σόνια αποχαιρετά τον Τόνιο για πάντα. Στο φινάλε κι ενώ το ταξί ξεμακραίνει, η Σόνια, που το ατενίζει να απομακρύνεται, ξαφνικά πεθαίνει. Ακούμε "Αρχές του φθινοπώρου του ’66 η καρδιά της Σόνιας σταμάτησε για πάντα. Είναι σαν να κοιμάται". Το 1966 ήταν που μας έδωσε την "Εκδρομή", το τελευταίο του μεγάλο έργο. Ο ίδιος γεννήθηκε αλλά και πέθανε φθινόπωρο, με τον ίδιο τρόπο που εκπνέει και η Σόνια, από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Το '80 ήταν η αυγή μιας αμφιλεγόμενης δεκαετίας για την Ελλάδα, με ραγδαίες μεταβολές. Πολλοί έχουν μιλήσει για "ιδιωτικό όραμα" και "ασφυξία του βλέμματος". Ο Κανελλόπουλος πιθανότατα αισθανόταν κομμάτι ενός χαμένου κόσμου, ένας άνθρωπος που βλέπει τις ιστορικές εξελίξεις να τον ξεπερνάνε. Παρ' όλα αυτά, συνέχισε μια στάση ζωής που ήξερε ότι τον τραυματίζει. Έβλεπε την Ιστορία να τοποθετεί τον κόσμο που αγάπησε στη μουσειακή προθήκη της. Θεωρούσε την ακλόνητη πίστη του στα ιδανικά που τον διαμόρφωσαν σαν ένα είδος κατάκτησης απέναντι σε εποχές που έφθιναν –όπως συχνά εκφραζόταν– αξιακά και πνευματικά».
Περισσότερα για τις ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου που θα προβληθούν στο 64ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εδώ.